«Κόκκινα» δάνεια, τραπεζική επάρκεια και πλειστηριασμοί στην ΕΕ
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η συμπληρωματική οδηγία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη διαχείριση και την αναγνώριση των προβλέψεων για τα «κόκκινα» δάνεια είναι ενδεικτική και της οικονομικής κατάστασης στην ΕΕ και των προθέσεων του διευθυντηρίου. Οι τράπεζες της ΕΕ καλούνται να έχουν δηλώσει μέχρι την 1η Απριλίου του 2018 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους. Παράλληλα καλούνται μέχρι το 2021 να αναγνωρίσουν στα βιβλία τους τις σχετικές προβλέψεις για τα μη καλυμμένα δάνεια και εντός επταετίας για τα καλυμμένα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια εκτιμώνται μεταξύ των 750 δισ. και 1 τρισ. ευρώ για το σύνολο των χωρών και αντιστοιχούν περίπου στο 10% του ΑΕΠ της Ένωσης (που ανέρχεται σε περίπου 9,1 τρισ. για το 2017). Είναι η απόδειξη μιας συνεχιζόμενης κρίσης, που απαιτεί πλέον την απαξίωση κεφαλαίου και υποχρεώσεων για τη σταθεροποίηση της οικονομίας και μόνον.
Επιπλέον, όμως, τα «κόκκινα» δάνεια είναι και ένδειξη της διαφορετικής έντασης της κρίσης στο πλαίσιο της Ένωσης. Σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος ξεπερνούν το 50% του συνόλου των δανείων, στην Ιταλία στο 35%, στη Σλοβενία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία το 25%-35% και στη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και την Ισπανία γύρω στο 20%. Είναι η απόδειξη του πόσο έωλα είναι τα επιχειρήματα περί εξόδου από την κρίση και τα Μνημόνια για την Κύπρο, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία αλλά και το αφήγημα για έξοδο από τα Μνημόνια που πλασάρει η ελληνική κυβέρνηση.
Όμως υπάρχει και το προκείμενο: Πόσα θα είναι τα χρήματα που θα χρειασθούν για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών από το 2018 έως το 2022; Εκτός από τις προβλέψεις για μη εξυπηρετούμενα δάνεια πρέπει να συνυπολογισθούν και οι προβλέψεις λόγω εφαρμογής του IFRS 9. Σε χώρες με υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ιταλία, αυτό σημαίνει ότι θα χρειασθούν σημαντικές προβλέψεις αντιστοιχιζόμενες σε ενήμερα δάνεια. Παρόλο που και σε αυτήν την περίπτωση θα υπάρξει σταδιακή κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών σε βάθος τριετίας, μέσα στο 2018 θα γίνει γνωστό το σύνολο των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών και αυτό αναμένεται να φέρει αναταράξεις. Αν ισχύσουν αυτά που λένε οι οδηγίες, οι προβλέψεις θα ξεπεράσουν το 1 τρισ. ευρώ και οι ανάγκες ανακεφαλαίωσης θα φθάσουν κοντά στο ποσό αυτό. Αυτές τις ανάγκες θα τις καλύψουν οι μέτοχοι, το ESM, μέσω κάποιου προγράμματος, ή θα γίνει bail-in;
Υπάρχουν δύο επιπλέον στοιχεία που αξίζει να σημειώσουμε σε αυτές τις εξελίξεις. Το πρώτο αφορά τις ιταλικές και ισπανικές τράπεζες. Είναι γνωστό ότι οι κανονισμοί της ΕΕ απαγορεύουν την ενίσχυση των τραπεζών από τον κρατικό προϋπολογισμό σε χώρες που δεν είναι σε πρόγραμμα. Είναι επίσης γνωστό ότι η Ιταλία και η Ισπανία έχουν αρνηθεί, επανειλημμένα, να μπουν σε πρόγραμμα. Μέχρι τώρα, οι Ιταλοί τουλάχιστον, έκαναν το εξής κόλπο: Έδιναν κρατικά ομόλογα στις τράπεζές τους, τα οποία οι τράπεζες ρευστοποιούσαν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, και ενίσχυαν με αυτόν τον τρόπο την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα τους έκοψε τον βήχα πρόσφατα, αυξάνοντας την πιθανότητα αναταράξεων στην ευρωπαϊκή οικονομία αλλά και την ενότητα της ΕΕ με την αναγνώριση των προβλέψεων για τα «κόκκινα» δάνεια.
Τέλος, υπάρχει μια διάταξη στην τελευταία οδηγία που δηλώνει ότι δάνεια σε καθυστέρηση που δεν θα καταγγελθούν από την τράπεζα θα θεωρούνται «ακάλυπτα», παρόλο που καλύπτονται, έστω εν μέρει, από εγγυήσεις. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα επιπλέον προβλέψεις για τα δάνεια αυτά. Είναι μια έμμεση παραίνεση προς τις τράπεζες να καταγγείλουν ενυπόθηκα δάνεια και να εκπλειστηριάσουν τα ενέχυρα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι αρχές της ΕΕ δεν θέλουν απλά μια απομόχλευση της οικονομίας, ίσα ίσα γνωρίζουν ότι μόνο με την απαξίωση κεφαλαίου το σύστημα θα επανέλθει σε συνθήκες κανονικής συσσώρευσης. Αυτό όμως σημαίνει τεράστιο κοινωνικό κόστος και όξυνση των αντιθέσεων ιδιαίτερα ανάμεσα στις αστικές τάξεις υπερεθνικών ολοκληρώσεων όπως η ΕΕ.