Η ομηρία…
Γράφει ο
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ
Η σοβαρότατη κρίση που δημιουργήθηκε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την προκλητική αυθαιρεσία της Άγκυρας να απαγάγει τους δύο έλληνες στρατιωτικούς, φέρνει ένα «άρωμα πολέμου». Η κρίση αυτή θα πάει σε μάκρος, με άγνωστες παρενέργειες. Βρισκόμαστε στο πιο επικίνδυνο σημείο, που προκαλεί πολλά ερωτήματα. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, θα πρέπει να προβούμε σε κάποιες επισημάνσεις.
Πρώτη παρατήρηση: Οι δύο έλληνες στρατιωτικοί δεν πέρασαν –έστω κατά λάθος– σε τουρκικό έδαφος. Η «επιχείρηση» ήταν προμελετημένη από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες (τη ΜΙΤ) και προχώρησαν στην απαγωγή περνώντας μέσα σε ελληνικό έδαφος. Η ελληνική κυβέρνηση κακώς δεν έδωσε έμφαση από την αρχή σε αυτό το θέμα.
Παρατήρηση δεύτερη: Ο Σουλτάνος Ερντογάν σχεδίασε την απαγωγή προκειμένου να εκδικηθεί και να φέρει σε δύσκολη θέση την ελληνική κυβέρνηση, επειδή δεν παρέδωσε στις τουρκικές αρχές τους οκτώ τούρκους αξιωματικούς που είχαν ζητήσει πολιτικό άσυλο.
Παρατήρηση τρίτη: Ο Σουλτάνος δεν πρόκειται να αφήσει σύντομα ελεύθερους τους δύο στρατιωτικούς μας. Όπως περιφρόνησε ολόκληρη Γερμανία και απέλυσε τον γερμανό δημοσιογράφο που είχε φυλακίσει, μετά από μεγάλο διάστημα, το ίδιο θα πράξει και στη δική μας περίπτωση. Ο θρασύς Ερντογάν θα προχωρεί καθημερινά σε περισσότερες εχθρικές κινήσεις, με παραβιάσεις του εθνικού μας εναερίου χώρου, και θα ακολουθήσει νέα πρόκληση στα Ίμια. Παρατήρηση τέταρτη: Ελλάδα και Τουρκία είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Το γεγονός αυτό ουδόλως επηρεάζει την Άγκυρα, αφού –όπως απεδείχθη κατά το παρελθόν– το ΝΑΤΟ είναι ανίκανο να επιβάλει δίκαιο και ποτέ δεν μας υποστήριξε από τις αυθαιρεσίες της Τουρκίας. Μια ελληνική κυβέρνηση που θα είχε σθένος όφειλε να προειδοποιήσει τη διοίκηση του ΝΑΤΟ ότι εάν δεν μπορεί να παρέμβει δεν έχει νόημα η παραμονή μας σε αυτήν τη «συμμαχία».
Η κυβέρνηση ήδη θα έπρεπε να είχε απαντήσει στις προκλήσεις με κάποια μέτρα: Να κλείσει τα τζαμιά, που τόσο επιπόλαια επέτρεψε στη χώρα μας, και να προχωρήσει σε απελάσεις μουσουλμάνων, οι οποίοι έχουν μεταβληθεί σε «πέμπτη φάλαγγα». Υπάρχουν στα εδάφη μας Τούρκοι που είναι ύποπτοι για κατασκοπία και τους αφήνουμε ανενόχλητους. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι τελείως ακατάλληλη να διαχειριστεί την ελληνοτουρκική κρίση. Ήταν τελείως άπειρη γύρω από τέτοια ζητήματα και διέπραξε ολέθρια λάθη. Το μεγαλύτερος λάθος της ήταν η πρόσκληση του Σουλτάνου Ερντογάν στην Αθήνα. Μια πρόσκληση που έγινε χωρίς καμία προετοιμασία και έδωσε την άνεση στον παμπόνηρο Τούρκο να εμφανισθεί εδώ ως ο «κυρίαρχος του παιχνιδιού». Μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος χρησιμοποίησε τη σωστή γλώσσα και τα νομικά επιχειρήματα απέναντι στον αλαζόνα γείτονα.
Η κυβέρνηση θύμιζε φιγούρες του «Θεάτρου Σκιών». Και άφησε ανενόχλητο τον «καλεσμένο» να αλωνίζει στη Θράκη και να δίνει παράσταση κυρίαρχου ηγεμόνα. Ο Τσίπρας ενόμισε ότι με πονηριές, υποσχέσεις και μισόλογα θα αντιμετώπιζε τις απαιτήσεις του επίσημου καλεσμένου του. Φέρει τεράστιες ευθύνες η κυβέρνηση του τυχοδιωκτικού σχήματος, που έκανε τη χώρα μας «ξέφραγο αμπέλι» για να εγκαθίστανται λαθρομετανάστες, πρόσφυγες και ύποπτα στοιχεία, που έχουν δημιουργήσει τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα. Εάν είχαμε βάλει φραγμό, πιθανόν οι οκτώ Τούρκοι να επέλεγαν διαφορετική κατεύθυνση για να γλιτώσουν τη φυλακή. Ή θα έπρεπε αμέσως να τους προωθήσουμε στις Βρυξέλλες και ας αποφάσιζαν εκεί για την περαιτέρω πορεία.
Τώρα ο Ερντογάν παίρνει την εκδίκησή του από τον δικό μας πρωθυπουργό. Διότι, κατά τα λεγόμενα του Σουλτάνου, ο Τσίπρας τού έδωσε κάποιες υποσχέσεις για τους οκτώ αξιωματικούς φυγάδες, τις οποίες δεν ετήρησε. Γι’ αυτό και ο Αλέξης δεν ετόλμησε να έλθει σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ερντογάν. Αφού, λοιπόν, η κυβέρνηση απέτυχε σε όλους τους χειρισμούς της, το μόνο που οφείλει να πράξει είναι να παραιτηθεί. Η αλλαγή κυβέρνησης ίσως διαφοροποιήσει το κλίμα μεταξύ των δύο χωρών και καταστεί πιο εύκολη η δυνατότητα επιστροφής των δύο στρατιωτικών μας. Σαν σε παρένθεση, θα ήθελα να σημειώσω ότι είναι απαράδεκτο, την ώρα που συμβαίνουν όλα αυτά τα δυσάρεστα και επικίνδυνα, ορισμένα ασυνείδητα τηλεοπτικά κανάλια να εξακολουθούν να προβάλλουν τουρκικά σίριαλ. Ντροπή.
Το σίγουρο είναι ότι στον ορίζοντα συσσωρεύονται σύννεφα πολέμου. Πληροφορίες από διπλωματικές και στρατιωτικές πηγές αναφέρουν ότι μέχρι το καλοκαίρι τα πράγματα θα οξυνθούν σε βαθμό επικίνδυνο. Όλοι δεν αποκλείουν τα «θερμά επεισόδια». Τα παλιά χρόνια, στις διάφορες ελληνοτουρκικές κρίσεις –που ήταν πολλές– οι ελληνικές κυβερνήσεις, ασχέτως ιδεολογικής ταυτότητας, έδιναν προτεραιότητα στην ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων. Το ρητό «Εάν θέλεις την ειρήνη, να προετοιμάζεσαι για πόλεμο» είναι σοφό. Ασπίδα για κάθε σοβαρό έθνος είναι οι Ένοπλες Δυνάμεις του. Ο Τσίπρας, όμως, δεν θεωρεί διπλωματικό επεισόδιο την απαγωγή και την ομηρία των δύο ελλήνων στρατιωτικών! Αυτό εδήλωσε στη Βουλή. Πώς είναι δυνατόν, επομένως, να χειριστεί τα εθνικά μας θέματα; Η παραμονή αυτής της κυβέρνησης στην εξουσία θα δημιουργήσει χειρότερα προβλήματα. Καθίσταται επικίνδυνη. Είναι γνωστό ότι το Κυπριακό πολλές φορές έφερε Ελλάδα και Τουρκία αντιμέτωπες με απειλή πολέμου. Και εξακολουθεί να συμβαίνει το ίδιο.
Θα ανατρέξουμε στην Ιστορία, σε κάποιες χρονικές περιόδους που είναι χαρακτηριστικές. Μέσα Απριλίου του 1964, μετά από συσκέψεις του Εθνάρχου Μακαρίου με την κυβέρνηση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, αποφασίσθηκε να σταλούν στην Κύπρο ισχυρά ελληνικά στρατιωτικά τμήματα για να ενισχύσουν την άμυνά της. Ο τότε υπουργός Αμύνης Πέτρος Γαρουφαλιάς, σε συνεννόηση με τον πρεσβευτή Νίκο Κρανιδιώτη, χορήγησε κυπριακά διαβατήρια σε έλληνες αξιωματικούς και στρατιώτες που, με ψευδώνυμα, πήγαν κρυφά στην Κύπρο για να ενταχθούν ως δήθεν Κύπριοι στις εκεί στρατιωτικές δυνάμεις.
Ο Παν. Κανελλόπουλος, αρχηγός τότε της ΕΡΕ, συνεχάρη την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου για αυτήν την πρωτοβουλία. Ο Ηλίας Τσιριμώκος, ως υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Στεφανόπουλου το 1965, είχε πετύχει για πρώτη φορά μεγάλη διπλωματική νίκη στον ΟΗΕ για το Κυπριακό. Όταν επεσκέφθη τη Λευκωσία στις 17/11/1965, σε ομιλία του προς τις Ένοπλες Δυνάμεις, είπε μεταξύ άλλων χαρακτηριστικά: «Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και άνδρες. Είμαι βέβαιος ότι από του πρώτου μέχρι του τελευταίου έχετε απόλυτον συνείδησιν της αποστολής σας. Γνωρίζετε ότι δεν είσθε εδώ απλοί στρατιώται, οι οποίοι εκτελούν την θητείαν των. Είσθε ένας έκαστος εξ υμών ένας Ακρίτας του έθνους και ταυτοχρόνως ένας πρεσβευτής του έθνους, πρεσβευτής ο οποίος έχει υποχρέωσιν να καλλιεργήσει την βασικήν ιδέαν από την οποίαν παλλόμεθα όλοι οι εν Ελλάδι και εν Κύπρω, ότι η Κύπρος είναι Ελλάς, και η Ελλάς είναι Κύπρος…».
Ο ναύαρχος Ιω. Τούμπας, υπουργός Εξωτερικών αργότερα στην ίδια κυβέρνηση Στεφανόπουλου, στο βιβλίο με τις αναμνήσεις του ετόνιζε ότι εκείνη η απόφαση των Γ. Παπανδρέου και Πέτρου Γαρουφαλιά για παρουσία στην Κύπρο ενισχυμένης στρατιωτικής δυνάμεως «απετέλει έναν λίαν σοβαρόν και υπολογίσιμον παράγοντα ισχύος εις χείρας της ελληνικής διπλωματίας…». Ως έμπειρος στρατιωτικός, δηλαδή, ο Ιω. Τούμπας έδινε έμφαση στο γεγονός ότι η στρατιωτική δύναμις αποτελεί το πιο ασφαλές στήριγμα της διπλωματίας. Το 1967, επί «Απριλιανών», η Τουρκία απείλησε με πόλεμο την Ελλάδα.
Είχαν μεσολαβήσει τα γεγονότα στην Κοφίνου και στους Αγίους Θεοδώρους. Επρόκειτο για μια προβοκάτσια, μια σκοτεινή ιστορία. Ο χώρος δεν μας αφήνει περιθώρια για επεξηγήσεις. Η Τουρκία προέβαλε την απαίτηση να αποσυρθεί το ειδικό εκστρατευτικό Σώμα από την Κύπρο που είχε αποστείλει ο Γαρουφαλιάς. Η κυβέρνηση Κόλλια υπέκυψε. Στις 7 Δεκεμβρίου 1967, το ελληνικό εκστρατευτικό Σώμα απεχώρησε. Εκείνη η απόφαση καταδικάσθηκε –δικαίως– από πολλούς με σκληρούς χαρακτηρισμούς.
Όμως, για να είμαστε αντικειμενικοί και –κυρίως– ειλικρινείς απέναντι στην Ιστορία, οφείλουμε να διευκρινίσουμε κάτι, που ίσως είναι άγνωστο. Διότι η Ιστορία δεν γράφεται σύμφωνα με τα κέφια και τις προτιμήσεις του καθενός. Σε εκείνη την περίσταση, που βρεθήκαμε στα πρόθυρα πολέμου με την Τουρκία, ο Γ. Παπαδόπουλος δεν συμφώνησε με την απόσυρση της μεραρχίας. Ο ίδιος είχε δηλώσει: «Η ανάκλησις της μεραρχίας δεν υπήρξε δική μου ενέργεια. Απεφασίσθη από το Πολεμικό Συμβούλιο, υπό την προεδρία του Βασιλέως Κωνσταντίνου…». Αργότερα, το 1976, με αφορμή την έξοδο του τουρκικού σκάφους «Χόρα» στο Αιγαίο, ο Ανδρέας Παπανδρέου θα διακηρύξει από την Αλεξανδρούπολη, όπου περιόδευε: «Βυθίσατε το ‘‘Χόρα’’…». Και τις επόμενες μέρες εξήγησε: «Ήταν μια συμβολική συνόψιση της ελληνικής στάσης απέναντι στην πρόκληση…». Και σε μια δεκαετία περίπου, πάλι ο Ανδρέας Παπανδρέου ετοιμάσθηκε να βυθίσει ένα άλλο σκάφος που έκανε την ίδια έξοδο στα Στενά. Και οι Τούρκοι έκαναν πίσω. Αλλά τότε υπήρχαν ηγέτες. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά.
Οι ιστορικές αναφορές που παραθέσαμε ενδεικτικά δείχνουν ότι, για να επιτύχεις διπλωματικούς χειρισμούς, πρέπει να έχεις ως πρώτη προτεραιότητα τη συνεχή ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Τσίπρας διαπράττει ασυγχώρητο ολέθριο λάθος με τη φοβισμένη προσπάθειά του να υποβαθμίσει την ΟΜΗΡΙΑ των δύο στρατιωτικών και να την εμφανίζει ως… «σύνηθες φαινόμενο». Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Έχουμε μια πρωτοφανή πρόκληση. Η υποτονική τακτική του Αλέξη αποθρασύνει το παραλήρημα των Τούρκων. Οφείλουμε να κάνουμε πράξη τη φράση του Κάλβου στην αφιέρωση των ωδών του στον Λαφαγιέτ: «Να αντιτάξουμε μια καρδιά στο σίδηρο των μουσουλμάνων…».