Το «τέλος των Μνημονίων» και η ανάπτυξη…
Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Με την εκπνοή του Μνημονίου που διανύουμε (τέταρτο τον αριθμό), τον Αύγουστο, φαίνεται να προδικάζεται η προοπτική σταθερότητας και ανόδου της οικονομίας. Και ναι μεν η πανηγυρικότητα, με ό,τι ευτράπελο αυτή μπορεί να συνεπάγεται, στη συμβολική «αποτίναξη» των μνημονιακών δεσμών δημιουργεί την ψυχολογία (αν όχι ευωχία) που η ανόρθωση της οικονομίας απαιτεί. Δεν είναι όμως αρκετή.
Σε πρώτο χρόνο είναι αναγκαία η διασφάλιση της απρόσκοπτης χρηματοδότησής μας. Οι αγορές δεν λειτουργούν με όρους πανηγυρισμών και συναισθήματος. Πρέπει να πειστούν για να επενδύσουν στα ομόλογά μας. Και για να το πράξουν αυτό, με επιτόκια μάλιστα ιδεατά στα ίδια επίπεδα με τον δανεισμό μας στα χρόνια των Μνημονίων, πρέπει η οικονομία μας να παράξει πλούτο. Ή εναλλακτικά να εμπεδώσει τους όρους για τον σκοπό αυτό.
Άμεση προτεραιότητα στην κατεύθυνση αυτή είναι η εξασφάλιση ενός σταθερού φορολογικού και ασφαλιστικού περιβάλλοντος. Από κοντά η μείωση των φορολογικών συντελεστών, σε συνάρτηση ενδεχόμενα με τον αριθμό των επιχειρήσεων που θα ξεκινήσουν τη δραστηριοποίησή τους στην ελληνική αγορά, θα μπορέσει να καταστεί το ικανό κίνητρο για τον επαναπατρισμό των δεκάδων χιλιάδων επιχειρήσεων, που αναζήτησαν φιλικότερες φορολογικές αγορές στο εξωτερικό. Είναι η κρίσιμη παραγωγική μάζα που χρειάζεται η οικονομία για τη δημιουργία κύκλου εργασιών, θέσεων εργασίας και ενίσχυσης της καταναλωτικής δύναμης.
Απαραίτητη είναι η επανενεργοποίηση του ωσεί παρόντος τραπεζικού τομέα. Η ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων στην κατεύθυνση αυτή και η διαγραφή των επισφαλειών είναι αναγκαία όσο ποτέ. Κατά τρόπο βέβαια που θα δίνει λόγο και δυνατότητες στους δανειολήπτες, που εκ των πραγμάτων θα επανεπενδύσουν τις ωφέλειές τους στην ελληνική οικονομία. Επιπρόσθετα θα πρέπει να διευκολυνθεί η αδειοδότηση και δραστηριοποίηση και νέων τραπεζικών σχημάτων. Ο προστατευτισμός της αδράνειας επιτείνει τα αδιέξοδα και απαξιώνει τις τράπεζες και την οικονομία.
Απαραίτητο είναι να υπάρξει και μετρήσιμη αποτίμηση των δράσεων του λεγόμενου Υπερταμείου. Ακόμα και οι εγγυήσεις για τα χορηγηθέντα δάνεια μπορούν και πρέπει να λειτουργήσουν ενισχυτικά για την οικονομία αλλά και προκειμένου να διαφυλάξουν την αξία τους.
Ταυτόχρονα αυτονόητη είναι η ανάγκη για διαρκή εγρήγορση. Επαναλαμβάνονται το τελευταίο διάστημα οι προτάσεις, με χαρακτηριστική την τοποθέτηση του ολλανδού υπουργού Οικονομικών για συμμετοχή των ιδιωτών και κυρίως των εσωτερικών δανειστών στην αναδιάρθρωση του χρέους οποιουδήποτε κράτους-μέλους ζητήσει τη βοήθεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, όταν αντιμετωπίζει προβλήματα δανεισμού. Είναι μια εφιαλτική πρακτική, την οποία εισηγήθηκε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κατά την αποχώρησή του από το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας. Θα ήταν μια διαρκής πρόσκληση στους κερδοσκόπους και μια σταθερή κατοχύρωση της πρωτοκαθεδρίας των γερμανικών ομολόγων και οικονομίας ως του μόνου ασφαλούς καταφυγίου. Η πικρή εμπειρία των μικροομολογιούχων δανειστών στην Ελλάδα, η αιμορραγία των ασφαλιστικών ταμείων και το «κούρεμα» των καταθέσεων στην Κύπρο πρέπει να μας κρατούν σε διαρκή εγρήγορση, για να αποτρέψουμε κάθε ανάλογη κυνική, αντιευρωπαϊκή και αντιπαραγωγική πρόταση.
Απέναντι στη μια κάποια λύση των Μνημονίων ο στόχος της ανάπτυξης είναι η μόνη εναλλακτική. Δεν είναι εύκολη. Απαιτεί εργασία και ικανότητες, που σίγουρα υπερβαίνουν την παθητικότητα των Μνημονίων και δίνουν πραγματική προοπτική στην οικονομία, τη χώρα και τους πολίτες.