Ο δοσατζής
Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Και έτσι ξαφνικά προέκυψε ημίν δοσατζής. Όχι πως δεν τον περιμέναμε. Όχι πως πιστεύαμε πως στο τέλος θα τη βγάζαμε καθαρή, αλλά είχαμε την αφέλεια να ελπίζουμε ότι κανείς δεν θα είχε τη διάθεση να πιλατεύει ανθρώπους που ποτέ δεν επρόκειτο να γίνουν πελάτες του. Βρισκόμαστε στα 1952. Ο ανταρτοπόλεμος έχει κατασταλεί προ τριετίας, τώρα όμως αρχίζει το μεγάλο κυνηγητό. Όσοι δεν είχαν εμπλακεί ένοπλα απέφυγαν τη σύλληψη και κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, παρότι -εν αγνοία τους- στους φακέλους ανεγράφετο σαφώς: «Άσε για αργότερα να δούμε τι θα γίνει με δαύτους».
Μη θέλοντας να έχει μπελάδες στο κεφάλι της, η Διοίκηση Χωροφυλακής παρείχε άδειες με το τσουβάλι σε όσους ήθελαν να μεταναστεύσουν στην Αθήνα και να αναζητήσουν την τύχη τους στο μεγάλο χωριό. Έτσι, μια πρωτεύουσα, που προπολεμικά ο πληθυσμός της αποτελείτο από την αφρόκρεμα των πολιτών, κατάντησε να αποτελεί καταφύγιο διωκομένων, με συνέπεια την αύξηση του πληθυσμού της. Αυτομάτως προκλήθηκε κρίση στέγης, με το κεραμίδι πάνω από το κεφάλι να είναι πολυπόθητο. Τότε, στα 1952, η Ελλάδα περνούσε οριστικά υπό την κυριαρχία των χωρών της Δύσεως και οι εκλογές, με νικητήριο το ψηφοδέλτιο του στρατάρχου Παπάγου, κατοχύρωναν αυτήν την επιλογή.
Τότε, προκειμένου να στεγασθούν οι άστεγοι, πωλούνταν οικόπεδα με δόσεις εκτός σχεδίου, το χτίσιμο των οποίων όμως η Πολιτεία κυνηγούσε ανηλεώς. Στραβά μάτια, βέβαια, πάντα γίνονταν, αλλά έπρεπε να υπάρχει ο κατάλληλος «οφθαλμολόγος» με τις προσβάσεις του. Τω καιρώ εκείνω, με τις επί θύραις εκλογές, βρέθηκα μπλεγμένος στον εκλογικό αγώνα και, σύμφωνα με τη γνώμη μερικών, «ο λόγος μου περνούσε». Με δύο λέξεις, ήμουν ο κατάλληλος «οφθαλμολόγος» για τα στραβά μάτια. Το όνομα του δοσατζή δεν το θυμάμαι, πάντως είχε ένα πλούσιο εμπόρευμα σε λευκά είδη και οι τιμές του δεν ήσαν απαγορευτικές. Γνωριστήκαμε. Ερχόταν τα πρωινά σπίτι για καφέ. Επειδή η μάνα μου τον λυπόταν, αγόρασε με δόσεις ένα τραπεζομάντηλο. Έτσι, εκτός από γνωστοί γίναμε και πελάτες. Και τώρα, που μας έγραψε στα κατάστιχά του, οι επισκέψεις του γινόταν με άλλον αέρα.
Ο δοσατζής ήταν αρραβωνιασμένος με μια πολύ συμπαθητική κοπελίτσα και επρόκειτο να παντρευτούνε μόλις τελείωνε το σπίτι που έχτιζε. Με φοβερές οικονομίες -έκανε το αποτέτοιο της παξιμάδι- πήρε ένα οικόπεδο εκτός σχεδίου, με δόσεις, και τώρα το έχτιζε. Όμως, εκείνον τον καιρό, το πράμα με τα αυθαίρετα παράγινε και η Πολιτεία εξέδωσε διαταγή στη Χωροφυλακή να κατεδαφίζει κάθε παράνομο γιαπί. Σύμφωνα με τον νόμο, έτοιμο σπίτι που δεν μπορούσε να κατεδαφιστεί ήταν όποιο είχε παράθυρα. Και το σπίτι της κοπελίτσας διέτρεχε άμεσο κίνδυνο κατεδάφισης, αφού όχι παράθυρα δεν είχε αλλά ούτε καλά καλά έτοιμο σκελετό.
Τότε έκανε την εμφάνισή του ο δοσατζής και είπε την αλήθεια. Όχι! Σπίτι τους δεν ήρθε για να τους πιάσει πελάτες, αλλά επειδή διαδόθηκε στην πιάτσα ότι «περνά ο λόγος του κυρ Νίκου…». Και τώρα έπρεπε ο κυρ Νίκος να κινητοποιηθεί για να σωθεί το σπιτάκι της κοπελίτσας. Σε ολόκληρο το κόμμα του Παπάγου, στον Ελληνικό Συναγερμό, υπήρχαν πολλοί φίλοι και κάποιος από δαύτους θα έσωζε το γιαπί αλλά και τον γάμο της κοπέλας. Ο δοσατζής ερχόταν σπίτι κάθε μέρα για να μάθει εάν εκδόθηκε σχετική διαταγή να μην πειραχθεί το κτίσμα και πίστευε πως θα απαγορεύαμε αυστηρά στους χωροφύλακες να μην κάνουν αστεία με κασμάδες.
Τελικά τη σωτηρία τη χρεώθηκε ο μακαρίτης Αχιλλέας Μπουντουβής, προσωπικός φίλος του υποφαινόμενου και διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Στέφανου Στεφανόπουλου, ο οποίος τότε ήταν στενός συνεργάτης του στρατάρχου. Εξήντα έξι χρόνια πέρασαν από τότε και θα αποτελούσε υπερβολή εάν θυμόμουν τα ονόματα του δοσατζή ή της κοπέλας. Θυμάμαι μόνο πως ο Αχιλλέας πήρε τηλέφωνο τον διοικητή του εκεί τμήματος χωροφυλακής και αφού του διαβίβασε τους χαιρετισμούς του υπουργού τον πληροφόρησε, μάλλον αυστηρά, πως «ο υπουργός ενδιαφέρεται για το σπίτι της τάδε…». Και ο αξιωματικός τον διαβεβαίωσε ότι «θα το φυλάει καλύτερα από το δικό του…». Έτσι, το γιαπί της κοπέλας σώθηκε, μαζί και ένα-δύο γειτονικά, και ο δοσατζής αραίωσε τις επισκέψεις του στο σπίτι του κυρ Νίκου.
Πέρασε καιρός από τότε. Ο δοσατζής εξαφανίστηκε και όλοι υποθέσαμε πως στεφανώθηκε την κοπελίτσα. Μέχρι που, γυρνώντας ένα βράδυ σπίτι, με πληροφόρησαν ότι «εμφανίστηκε ο δοσατζής και κάθισε και με περίμενε να γυρίσω, έως αργά το βράδυ…». Φαντάσθηκα εμπλοκή. Το πρωί με ξύπνησε παρατεταμένο κουδούνισμα. Ήταν ο δοσατζής, αλλά τόσο διαφορετικός από άλλοτε. Πάει ο πληθυντικός, πάνε οι ευγένειες, οι γλύκες. Ήταν οξύς και στρυφνός. Με κατατόπισε πως με την κοπέλα τα χάλασε και αμέσως πέρασε στο ψητό: «Απαιτώ, μέχρι το βράδυ, το σπίτι να έχει κατεδαφιστεί». Και συμπλήρωσε αγριεύοντας: «Εάν τη γλιτώσει, θα καταγγείλω εσένα ως ενδιάμεσο. Πως τα ‘πιασες και μεσολάβησες…». …Τον έστειλα στον διάολο!