Το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ δεν είναι μόνο πολιτικό
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
-Εξίσου σημαντικά ο αλυτρωτισμός, το γλωσσικό, το εθνολογικό
Με την Ενδιάμεση Συμφωνία (Interim Accord) του 1995 η τότε πολιτική ηγεσία της ΠΓΔΜ, ο ΟΗΕ και η διεθνής κοινότητα αποδέχθηκαν ότι υπάρχει πρόβλημα όσον αφορά την ονομασία της χώρας αυτής. Οι δύο άμεσα εμπλεκόμενες χώρες (ΠΓΔΜ και Ελλάδα) αναλάμβαναν τη δέσμευση να διαπραγματευθούν για εύρεση λύσης αμοιβαίας αποδεκτής. Αναμφίβολα, το πρόβλημα της ονομασίας και ό,τι συνδέεται με αυτήν δεν είναι μόνο πολιτικό. Δεν αφορά μόνο την πολιτική της διάσταση, δηλαδή την ομαλότητα των διμερών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας – ΠΓΔΜ ή τη συμμετοχή της τελευταίας στους διεθνείς οργανισμούς, την αναγνώρισή της και τη δυνατότητα σύναψης διπλωματικών σχέσεων με τρίτα κράτη. Και η σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής, που ελπίζεται να επιτευχθεί με την εύρεση λύσης για την ονομασία, εντάσσεται και αυτή στην πολιτική διάσταση του θέματος.
Τα συμφωνηθέντα με την Ενδιάμεση Συμφωνία αγνοήθηκαν επιδεικτικά από τις πολιτικές ηγεσίες του κράτους των Σκοπίων αλλά και από άλλες χώρες, ιδιαίτερα τη Ρωσία και στη συνέχεια τις ΗΠΑ, οι οποίες, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, την αναγνώρισαν με το συνταγματικό της όνομα («Δημοκρατία της Μακεδονίας»). Το γεγονός ότι συνόδευαν την αναγνώριση με δήλωση ότι θα επέστρεφαν στην ονομασία που θα γινόταν κοινά αποδεκτή δεν χρησίμευσε σχεδόν σε τίποτα και αυτό φάνηκε από τη συμπεριφορά που επέδειξαν τα Σκόπια τα επόμενα 25 χρόνια.
Ρωσία και ΗΠΑ, αμφότερες μόνιμα μέλη του ΣΑ του ΟΗΕ, φέρουν μεγάλη ευθύνη για την ακατανόητη στάση τους, η οποία αναμφισβήτητα συνετέλεσε στην αδιάλλακτη στάση της ΠΓΔΜ. Ήδη βρισκόμαστε σε μια νέα φάση του σκοπιανού προβλήματος με την ανάληψη πρωτοβουλιών που ανέλαβαν οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών στο Νταβός, αναθέτοντας στους υπουργούς Εξωτερικών τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, με την ελληνική πλευρά, διά του κ. Κοτζιά, να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Δεν συμμερίζομαι την άποψη εκείνων που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να είναι η επισπεύδουσα χώρα για την εύρεση λύσης στο θέμα της ονομασίας και ό,τι συνδέεται με αυτήν. Ούτε ότι τα Σκόπια και οι διεθνείς οργανισμοί, ΝΑΤΟ και ΕΕ, που ενδιαφέρονται για τα Δυτικά Βαλκάνια πρέπει πρώτα να αναλάβουν τις πρωτοβουλίες και η Ελλάδα να τοποθετηθεί αναλόγως.
Μια τέτοια αντίληψη παραβλέπει ένα σημαντικό στοιχείο. Ότι η εύρεση λύσης στο ζήτημα της ονομασίας ενδιαφέρει εξίσου και πολλαπλώς και τη χώρα μας, διαφορετικά θα ίσχυε το «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Θεωρώ, επίσης, μαξιμαλιστικές τις θέσεις για μη αποδοχή οποιασδήποτε ονομασίας που θα περιέχει τη λέξη «Μακεδονία», ακόμη και με σλαβικό γεωγραφικό προσδιορισμό και με ισχύ έναντι όλων. Εκτός αν οι υποστηρικτές της θέσης αυτής προτιμούν τη διαιώνιση του προβλήματος ή έχουν τρόπο να επιβάλουν ονομασία που να ικανοποιεί μόνο την ελληνική πλευρά. Αναμφίβολα, η ονομασία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορική και πολιτιστική διάσταση, ήτοι το φυλετικό και το γλωσσικό.
Η γεωγραφική περιοχή που καταλαμβάνει σήμερα η ΠΓΔΜ είχε, σε διάστημα εκατό περίπου ετών, προσλάβει τρεις διαφορετικές ονομασίες, γεγονός που δεν στερείται σημασίας για τις διαπραγματεύσεις, όπως και έναντι τρίτων. Την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων και αμέσως μετά, υπαγόμενη στη Σερβία, την αποκαλούσαν Vardarska Banovina, δηλαδή Διοικητική Περιφέρεια του Βαρδάρη. Στη συνέχεια, επί Τίτο, μετονομάστηκε (1942) -για καθαρά πολιτικούς λόγους- σε Σοσιαλιστική «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας). Με τη διάλυση της ΟΔΓ και την κήρυξη της Ανεξαρτησίας (1992) από τον Κίρο Γκλιγκόροφ αλλάζει σε «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Έτσι, ένα ψευδεπίγραφο κράτος, η «Μακεδονία», όπως παρατηρεί ο διακεκριμένος γλωσσολόγος Γιώργος Μπαμπινιώτης στο βιβλίο του «Η Γλώσσα των Μακεδόνων», που περιέχει πονήματα και άλλων σπουδαίων γλωσσολόγων και ιστορικών, όπως του Γ. Χατζηδάκη, του Ν. Π. Ανδριώτη κ.ά., αποκτά «επίσημα και πανηγυρικά και μία ψευδώνυμη γλώσσα, τη ‘‘Μακεδονική’’, που σιγά σιγά κατασκευάζεται σε επίσημη εθνική γλώσσα». Εύκολα γίνεται αντιληπτό πόσο, εκτός της ονομασίας, αναγκαίες είναι οι αλλαγές στο Σύνταγμα, που περιλαμβάνει αλυτρωτικές διατάξεις, όπως και κάθε είδους αναφορές στο γλωσσικό και το εθνολογικό που σφετερίζονται την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της ελληνικής αρχαίας Μακεδονίας.
Ο υπουργός των Εξωτερικών κ. Νίκος Κοτζιάς, σε πρόσφατες δηλώσεις του σε ξένα και ελληνικά ειδησεογραφικά πρακτορεία, κατέστησε σαφές ότι το θέμα της ονομασίας συνδέεται άρρηκτα με την τροποποίηση του Συντάγματος, αλλιώς, όπως άφησε να εννοηθεί, δεν μπορεί να υπάρξει λύση. Δεν αποκλείεται ο κ. Ζάεφ να επικαλείται εσωτερικές πολιτικές δυσκολίες που δεν του επιτρέπουν, προς το παρόν, να προβεί στις απαιτούμενες συνταγματικές και άλλες αλλαγές. Ας αναλογισθούν όμως με πόση ευκολία οι προηγούμενες σκοπιανές κυβερνήσεις υιοθετούσαν διατάξεις με αλυτρωτικές θέσεις και συνθήματα που συνιστούσαν σφετερισμό της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς άλλου λαού, των Ελλήνων.
Οι αντιδράσεις των ελληνικών κυβερνήσεων, για πολλούς και διαφόρους λόγους, σίγουρα δεν ήταν οι προσήκουσες και δεν ανταποκρίνονταν στο μέγεθος των προκλήσεων. Μόνο στην τελευταία φάση, που συμπίπτει με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας με την υιοθέτηση της ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και αμέσως μετά, οι ελληνικές αντιδράσεις δεν περιορίσθηκαν μόνο σε πολιτικά επίπεδα αλλά επεκτάθηκαν και σε κοινωνικά με διαδηλώσεις, συλλαλητήρια κ.λπ.
Η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν πρόχειρα γραμμένη και άφηνε τεράστια περιθώρια ώστε να μη γίνει σεβαστή από τις σκοπιανές κυβερνήσεις. Εσχάτως παρατηρείται και μια κινητοποίηση των Σκοπιανών της διασποράς, κυρίως στην Αυστραλία, οι οποίοι έφτασαν σε σημείο να κάψουν και ελληνικές σημαίες. Ο γράφων, έχων προσωπική εμπειρία από προϋπηρεσία στην αυστραλιανή πρωτεύουσα, γνωρίζει τη συγκριτική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου σε όλους, σχεδόν, τους τομείς. Πιστεύω ότι έχουν και την κατάλληλη ενημέρωση για τις θέσεις μας για τον σφετερισμό της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της ελληνικής Μακεδονίας.