Επί της ελληνοαλβανικής συμφωνίας περί των ελλήνων πεσόντων στο Αλβανικό Μέτωπο
Του
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Α. ΖΟΛΩΤΑ
«Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για τη χώρα σου»
Τζον Κένεντι,
Πρόεδρος των ΗΠΑ (1961-1963).
Ανηγγέλθη, την 22.01.2018, ότι ξεκινά η διαδικασία αναζητήσεως, εκταφής, ταυτοποιήσεως και ταφής των οστών των Ελλήνων πεσόντων στην Αλβανία, κατόπιν θετικής ανταποκρίσεως της αλβανικής Κυβερνήσεως επί των από κοινού συμφωνηθέντων, την 12.11.2017, στην Κρήτη. Αυτό το επίτευγμα χαιρετίστηκε υπό των Ελλήνων με έκδηλα αισθήματα δικαιώσεως, σε μία περίοδο όπου η πρωτοφανής ηθική κατάπτωση στην χώρα μας έχει επιφέρει δριμεία κοινωνική εξαθλίωση. Η από κοινού δικαία έγερση εθνικών ζητημάτων, με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, όταν μάλιστα σκοπείται μετά ψυχραιμίας και συνέσεως, δεν μπορεί παρά ν’ αποφέρει καρπούς, υψώνει δε την χώρα μας στα όμματα των εταίρων και συμμάχων της, ασχέτως περί της εν τέλει τελεσφορήσεως αυτής ή μη.
Επί της ρηθείσης πρωτοβουλίας είχαν ενεργήσει συμπολίτες μας, συλλογικώς, μέσω αρμοδίων ενώσεων, αλλά και ατομικώς, δι’ απευθείας παρεμβάσεων δημοσίως, καλούντες την Πολιτεία να επιδείξει την οφειλομένη ευαισθησία και το προσήκον χρέος της επί του θέματος. Μεταξύ τούτων ήταν και ο αείμνηστος ναύαρχος Σωτήριος Χ. Γεωργίαδης.
Ο ναύαρχος Γεωργιάδης εισήχθη στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων ως Μηχανικός το 1950. Κατόπιν επελέγη διά μετεκπαίδευση ως ναυπηγός στην Βασιλική Ναυτική Ακαδημία (Royal Naval College), στο Greenwich της Αγγλίας, όπου επεράτωσε την σταδιοδρομία του το 1959. Εν έτει 1964, επελέγη διά 6μηνη ενημέρωση στις ΗΠΑ επί τεχνικών θεμάτων απτομένων της επισκευής υποβρυχίων. Από το 1967 υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού (ΓΕΝ) ως Τμηματάρχης ναυτικών κατασκευών. Τότε έλαβε μέρος στην κατάρτιση της πρώτης από του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συμβάσεως περί κατασκευής στο Εξωτερικό πολεμικών πλοίων (4 Τ/Κ Κ/Β τύπου Combattante II) και ακολούθως περί παραγγελίας και μετέπειτα Εποπτείας περί της ναυπηγήσεως των 4 πρώτων υποβρυχίων της επιτυχούς σειράς 209. Εν συνεχεία (1971-1973), διετέλεσε στο ΝΚ Τμηματάρχης Σχεδιάσεως και Προγραμματισμού, μετά δε (1974-1978) υπηρέτησε στην Διεύθυνση Εξοπλισμών (ΔΕ/ΓΕΝ) ως υπεύθυνος Πλοίων Επιφάνειας, όπου και διεκπεραίωσε επιτυχώς τον πρώτο στην Ελλάδα εκτεταμένο εκσυγχρονισμό (ΗΕΝΔΕΡ) των κυρίων οπλικών συστημάτων 4 αμερικανικής κατασκευής αντιτορπιλικών τύπου FRAM. Κατόπιν (1979-1983), ανέλαβε Διοικητής του Κ/Ε ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, μετέπειτα δε (1981) Τεχνικός Διευθυντής ΝΚ, περαιτέρω (1982-1983) πάλιν Διευθυντής Εξοπλισμών ΓΕΝ, όπου υπήρξε υπεύθυνος διά την κατασκευή και παραλαβή των 2 πρώτων ολλανδικής κατασκευής φρεγατών. Τέλος, υπήρξε Γενικός Επιθεωρητής Ναυτικού (1984-1985).
Ως απόστρατος αξιωματικός προέβαλε μέσω διαφόρων φορέων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τα εθνικά θέματα τα ταλανίζοντα την χώρα μας, εντός διαφόρων εκδηλώσεων, όπως του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού, του Διεθνούς Ιδρύματος Μεγάλου Αλεξάνδρου, της Παμμακεδονικής Ενώσεως Αμερικής κ.α., πολλές φορές τη συνδρομή του στρατηγού αειμνήστου Παρμενίωνος Ι. Παπαθανασίου, προβαίνοντος σε διαλέξεις, συνεντεύξεις και παρουσίασεις τούτων, όπως μεταξύ άλλων επί της προπαρασκευής και δράσεως του Ελληνικού Πολεμικού και Εμπορικού Ναυτικού και της συμβολής αυτών στην συμμαχική νίκη στον Β’ ΠΠ (λ.χ. Η Εποποΐα του Πολεμικού και Εμπορικού Ναυτικού, Αντ1/Μότορ Όϊλ, 2005), μέσω δε της Εταιρείας Μελέτης της Ελληνικής Ιστορίας (ΕΜΕΙΣ), της οποίας υπήρξε μέλος, εξέδωσε εν συνεργασία μετά του εγκρίτου δημοσιογράφου κ. Τηλεμάχου Μαράτου συγγράμματα σπουδαίας ιστορικής σημασίας, ως τ’ απομνημονεύματα του πρέσβεως των ΗΠΑ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (1913-1916) Χένρυ Μόργκενταου και του γενικού προξένου των ΗΠΑ στην Σμύρνη (1911-1917 και 1919-1922) Τζωρτζ Χόρτον.
Τέλος, έγραψε πλήθος άρθρων και μελετών επί σχετικών θεμάτων, ως και επί ευρυτέρων εθνικού ενδιαφέροντος σε έγκριτες επιθεωρήσεις, περιοδικά και εφημερίδες (Ναυτική Επιθεώρηση, Εθνική Ηχώ, Εθνικές Επάλξεις, Στρατηγικαί Μελέται, Πολιτικά Θέματα, Αντίβαρο, Το Παρόν, Η Καθημερινή, Εστία κ.α.), όπως επί των θυμάτων των γενοκτονιών παγκοσμίως, της Ελληνικής Γενοκτονίας, του ρόλου της Ελλάδος στον Α’ ΠΠ, την δράση των γερμανικών υποβρυχίων στον Α’ και Β’ ΠΠ, της ελληνικής αντιστάσεως κατά των Ιταλών, ως και επί της κατά των Γερμανών ταύτης, των Δωδεκανήσων διαρκούντος του Β’ ΠΠ, του Εμφυλίου Πολέμου κ.α., πάντοτε προβάλλοντος αγνοούμενα στοιχεία ιδιάζουσας εθνικής σημασίας, παρενέβαινε δε μετά συνεπείας επί θεμάτων της επικαιρότητος, ιδία απτομένων των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, όπως επί της καταλλήλου εκπαιδεύσεως του εμψύχου δυναμικού τούτων διά την προσήκουσα αξιοποίηση των νέων συγχρόνων και υψηλών προδιαγραφών εξοπλισμών επί της επανόδου του Στρατού στην φύλαξη των δασών μας, προς αποτροπή των καταστρεφόντων αυτά εμπρησμών. Μεταξύ αυτών ήταν και οι οφειλόμενες ταφικές τιμές στους 10.000 νεκρούς του Έπους του 1940, που έπεσαν μαχόμενοι στην Αλβανία διά την ελευθερία της πατρίδας μας.
Έτσι, π.χ., εν’ όψει της 73ης επετείου επί της 28ης Οκτωβρίου, εδημοσιεύθη σε διάφορα φύλλα και ιστοτόπους (Ελεύθερη Ζώνη κ.α.) η εξής επιστολής του:
«Σε λίγες ημέρες θα εορταστεί η 73 επέτειος του ΟΧΙ του 1940 και η Ελληνική Πολιτεία, διατηρεί μια οφειλή, για την απόδοση ταφικών τιμών στους νεκρούς του Έπους του 1940, που έπεσαν μαχόμενοι για την ελευθερία της Πατρίδας μας στην Αλβανία.
Κατά την διάρκεια της νικηφόρου προελάσεως των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων που κατεδίωκαν τους Ιταλούς μέσα στα Ιταλοκρατούμενα Βορειοηπειρωτικά και Αλβανικά εδάφη κατά το Έπος του 1940, έπεσαν ηρωικά περί τους 10.000 Έλληνες μαχητές. Στο διάστημα εκείνο οι νεκροί ετάφησαν, είτε σε παρακείμενα Ελληνικά Νεκροταφεία, είτε σε άλλους χώρους υπό συνθήκες εκστρατείας. Μετά την επικράτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία και την νομοθέτηση του αθεϊσμού στη Χώρα αυτή, οι περισσότεροι Ελληνικοί τάφοι καταστράφηκαν.
Έπειτα από την επικράτηση της Δημοκρατίας στην Αλβανία, θα ανεμένετο ότι ένα από τα πρώτα μελήματα των Ελληνικών Κυβερνήσεων θα ήταν και η αποκατάσταση των εκεί Τάφων των ηρωικών νεκρών του Έπους του ’40. Αυτό όμως δεν ολοκληρώθηκε ακόμη, 73 χρόνια αργότερα. Όταν περί τον Μάιο του 1997 εστάλη στην Αλβανία Ελληνικό Στρατιωτικό Κλιμάκιο για να βοηθήσει στην εμπέδωση της τάξεως, ενώ συγχρόνως είχαν αρχίσει οικονομικές σχέσεις με την γείτονα, οι Ενώσεις Αποστράτων Μονίμων και Εφέδρων Αξιωματικών Στρατού-Ναυτικού-Αεροπορίας απηύθυναν έγγραφη έκκληση στον τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας, για να επιδείξει προσωπικό ενδιαφέρον, ώστε να διασφαλιστεί ότι χωρίς άλλη καθυστέρηση θα αποδοθούν οι οφειλόμενες… ταφικές τιμές σ’ αυτούς στους ηρωικούς νεκρούς. Παρά τις πολλές εν συνεχεία τηλεφωνικές οχλήσεις των Αποστράτων προς το Γραφείο του, ο κ. υπουργός δεν έκρινε ότι πρέπει να απαντήσει. Οι Ενώσεις επανήλθαν με δεύτερη επιστολή τους προς τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, για να μάθουν τί θα γίνει ως προς το εν λόγω θέμα. Και αυτήν την φορά ο κ. υπουργός δεν τους απήντησε.
Μετά πολλά νεώτερα τηλεφωνήματα των Ενώσεων, εδέησε τελικώς το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας να μοιράσει ένα συναφές Δελτίο Τύπου, το οποίο δημοσιεύτηκε σε διάφορες Εφημερίδες την παραμονή της 28ης Οκτωβρίου 1997. Σύμφωνα με αυτό, επετεύχθη Ελληνοαλβανική συμφωνία, βάσει της οποίας ανεμένετο να ρυθμιστεί πολύ σύντομα το θέμα αποδόσεως ταφικών τιμών στους Έλληνες νεκρούς του 1940, που έπεσαν στην Αλβανία. Για το σκοπό αυτό θα συνεκροτούντο Επιτροπές που θα μεριμνούσαν για τη συντήρηση και συμπλήρωση της κατασκευής του Στρατιωτικού νεκροταφείου των Βουλιαράτων Αργυροκάστρου, την κατασκευή οδικής προσβάσεως προς αυτό, την κατασκευή Στρατιωτικού νεκροταφείου στη Κορυτσά και την εξέταση της ανεγέρσεως Μνημείου στη Κλεισούρα.
Έχουν περάσει 73 χρόνια, από τότε που οι ηρωικοί αυτοί νεκροί θυσιάστηκαν για την Παρτίδα μας και η Πολιτεία οφείλει επί τέλους να τους αποδώσει ταφικές τιμές. Το θέμα δεν είναι μόνο υποχρέωση του εκάστοτε υπουργού Αμύνης και Εξωτερικών, αλλά πρέπει να απασχολεί προσωπικά τον Πρωθυπουργό, καθ’ ένα από τους 300 Βουλευτές και καθ’ ένα από εμάς».
Τοιαύτη επιστολή του ιδίου επανεδημοσιεύθη και σε επόμενες επετείους. Σε άλλη δε περίσταση έγραψε σχετικώς («Εστία», 23.05.2005):
«Ούτε το υπουργείο Εθνικής Άμυνας έχει φροντίσει να καλύψει τα κενά που εξακολουθούν να υπάρχουν 60 χρόνια μετά την λήξη του Β’ ΠΠ, τα οποία περιλαμβάνουν την απόδοση των οφειλομένων ταφικών τιμών στους χιλιάδες Έλληνες νεκρούς στα Αλβανικά βουνά και στην έκδοση και ευρύτερη δυνατή διάδοση συνοπτικής Λευκής Βίβλου για την σημαντική συμβολή της Ελλάδος στην Συμμαχική Νίκη στον Β’ ΠΠ, προβάλλοντας την ουσιώδη αυτήν Ελληνική συμβολή και τιμώντας τους ζώντες και νεκρούς πολεμιστές».
Ο ναύαρχος Σ. Γεωργιάδης εκοιμήθη προ έτους περίπου (01.02.2017). Οι υπηρεσίες του στο Σώμα του και εντός των διαφόρων συλλογικών δράσεως, ως και το στίγμα του προσωπικώς, ως αμυνομένου υπέρ τούτων των εθνικών δικαίων, πάντοτε διαπνεομένου υπό ιδίας πραότητος και ευγενείας, αποτελούν βασικά στοιχεία της προσωπικότητός του ως ακραιφνούς Έλληνος και γνησίου ευπατρίδους.