Τα τρένα που φύγαν…
Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, τα τρένα είχαν έναν θανάσιμο εχθρό, ορκισμένο να τα εξολοθρεύσει.
Και το γεγονός είναι ότι ο εχθρός αγωνίστηκε σκληρά για την εξόντωσή τους. Αλλά στο τέλος τα κατάφερε.
Και το αστείο στην υπόθεση αυτή είναι πως ο ορκισμένος και θανάσιμος εχθρός δεν ήταν ένας αλλά… πολλοί. Όσους διόριζε τουλάχιστον στη Διοίκηση των Σιδηροδρόμων ο εκάστοτε υπουργός των Συγκοινωνιών, επίσης αφανής εχθρός του σιδηροδρόμου.
Το άλλο αστείο είναι πως δεν υπάρχει χώρα επί της Γης, από την πλέον πολιτισμένη έως την πιο άξεστη, όπου ο σιδηρόδρομος να μην αποτελεί το κύριο, ενίοτε δε και το μοναδικό, μέσον μεταφοράς.
Το τρίτο αστείο, καθαρά ελληνικό, είναι πως και η Ελλάδα είχε ένα πυκνό και λίαν εξυπηρετικό δίκτυο, με όμορφους σταθμούς, μοντέρνα τρένα και προσωπικό που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα αντίστοιχα της αλλοδαπής, το οποίο σιγά σιγά και αθόρυβα ξήλωσε και όπου δεν τα κατάφερε με το πρώτο προσφέρθηκε στα δόντια του ανταγωνισμού για να το αποτελειώσει. Τώρα, αφού ως μέσον έγινε αντιπαθές στον λαό, πουλήθηκε. Δεν γνωρίζω αν τελικά ο αγοραστής θα χτυπήσει το κεφάλι του για την αγορά ή αν θα καταφέρει να μάθει για τη γοητεία του τρένου τους καινούργιους του πελάτες. Πάντως για εμάς θα είναι χαρά να ακούσουμε ξανά τον ήχο της μηχανής να ξυπνά, σφυρίζοντας, την ελληνική επαρχία.
Πολλά πέρασε αυτός ο τόπος και οι άνθρωποί του. Τα δέκα περίπου πολεμικά χρόνια, μαζί με τον εμφύλιο, με τις στερήσεις, τις απαγορεύσεις, την πείνα, τα διάφορα «φερμπότεν» από τη μια και το θανατικό που σκορπούσαν φίλοι και εχθροί από την άλλη, έφεραν τον κοσμάκη σε απόγνωση. Τον έφεραν στο «αμήν». Έτσι, μόλις ήρθε η πανάκριβη η λευτεριά και αποκαταστάθηκε σχετικά η τάξις, ο σιδηροδέσμιος λαός ξεχύθηκε έξω από το σπίτι του και αποπειράθηκε να αναπνεύσει καθαρό αέρα.
Έτσι γεννήθηκαν οι εκδρομές. Άλλες υψηλού επιπέδου, όπως η «Υπαίθριος Ζωή: Η Περιηγητική Λέσχη» κ.λπ. Άλλες «λούμπεν», με την καρότσα του φορτηγού του Σταμάτη και όρθιους, ακάλυπτους, σαν θανατοποινίτες, τους εκδρομείς. Και αμέτρητες ακόμη που ανήκαν σε επιχειρηματίες της μίας δόσης. Τότε το τρένο ήταν στα πολύ «χάι» του, παρά τις καταστροφές που του προκάλεσε ο πόλεμος. Συρμοί καταστράφηκαν, γεφύρια ανατινάχτηκαν, τροχαίο υλικό διαρπάχτηκε και δεν έμεινε όρθιο τίποτα, ούτε για δείγμα. Τότε, που το τρένο έδινε αγώνα υπάρξεως, βγήκε κι ο σιδηρόδρομος στο μεϊντάνι κι άρχισε τις εκδρομές.
Ήταν η χρυσή εποχή του τρένου στην Ελλάδα. Και σε αυτήν ακριβώς την εποχή αφιερώνεται το παρόν σημείωμα της στήλης. Ας θεωρηθεί σαν μια μικρή οφειλή υποχρέωσης στο συγκοινωνιακό εκείνο μέσον που μετέφερε ολοζώντανο τον ρομαντισμό…
Το πρώτο που καθιερώθηκε από τον σιδηρόδρομο στον χώρο της εκδρομής ήταν το λεγόμενο «εκδρομικό εισιτήριο» και κατ’ επέκταση τα εκδρομικά τρένα. Εκδίδονταν κάθε Κυριακή σε εκείνα τα μικρά χαρτονένια σιδηροδρομικά εισιτήρια των τριών εκατοστών και ήσαν εισιτήρια μετ’ επιστροφής. Σταθμός μετάβασης ήταν η Αθήνα ή ο Πειραιάς και επιστροφής ο σταθμός από τον οποίον θα επιβιβαζόταν ο εκδρομέας για να γυρίσει.
Οι δύο κύριες γραμμές που εξυπηρετούσαν την εκδρομή ήσαν προς Χαλκίδα (των ΣΕΚ) και προς Λουτράκι (των ΣΠΑΠ). Η μετάβαση και η επιστροφή γινόταν αποκλειστικά την Κυριακή που ίσχυε το μειωμένο εκδρομικό εισιτήριο, του οποίου μπορούσες να κάνεις χρήση και σε κανονικό τρένο, αλλά στα όρια Χαλκίδα-Λουτράκι. Συν τω χρόνω, οι ΣΠΑΠ επεκτάθηκαν και προς Ναύπλιο και έτσι στον κύκλο του εκδρομικού ενδιαφέροντος προσετέθησαν η Κόρινθος, το Ξυλόκαστρο, το Κιάτο, με τα γύρω χωριά.
Η Ελλάδα τα χρόνια εκείνα δεν ήταν τόσο κτισμένη όσο τώρα και η Αττική αλλά και η Βοιωτία προσφέρανε τόπους κατάλληλους για εκδρομή. Η πρωτόγονη ερημιά τους προσέλκυε τον εκδρομέα. Ύστερα, σε ένα γραφικό σημείο ιδιαιτέρου κάλλους, κάποιο ταβερνάκι θα άνοιγε προσφέροντας τις υπηρεσίες του. Έτσι, με τον χρόνο η περιοχή θα μεταβαλλόταν σε τουριστικού ενδιαφέροντος. Πανεύκολος ήταν και ο εξοπλισμός του εκδρομέα. Ένα στρατιωτικό σακίδιο περασμένο στην πλάτη και μέσα του λίγοι κεφτέδες, λίγες ελιές και κάποιο φρούτο εποχής. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν το πόσιμο νερό…