Οι νέες διεθνείς και περιφερειακές πραγματικότητες συνηγορούν σε αναβάθμισή τους με ίδρυση Πανεπιστημίου Εθνικής Άμυνας
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα
H πρόσφατη εκπαιδευτική αναβάθμιση δύο ΤΕΙ των Αθηνών με νομοθετικό διάταγμα που ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων την περασμένη Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου, με τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, επανέφερε προς συζήτηση και τη σκοπιμότητα δημιουργίας Πανεπιστημίου Εθνικής Άμυνας (ΠΑΝΕΘΑ) με την υπαγωγή σε αυτό των τριών Ανωτάτων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΣΕΙ), ήτοι της Σχολής Ευελπίδων, της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων και της Σχολής Ικάρων.
Το θέμα ίδρυσης Πανεπιστημίου Εθνικής Άμυνας δεν είναι νέο. Ήδη από το 2006 είχε ριφθεί η ιδέα και είχε υποβληθεί προς τους αρμόδιους φορείς σχετική πρόταση, στην οποία όμως δεν δόθηκε συνέχεια, χωρίς να δημοσιοποιηθούν οι λόγοι. Από διάφορες κατά καιρούς συζητήσεις με φίλους ακαδημαϊκούς που δίδασκαν ή είχαν διδάξει στις παραπάνω Ανώτατες Στρατιωτικές Σχολές όπως και με ανώτερους και ανώτατους στρατιωτικούς ε.α. διαπίστωνα ότι οι συνομιλητές μου, σχεδόν στο σύνολό τους, επικροτούσαν τη σκοπιμότητα δημιουργίας Πανεπιστημίου Εθνικής Άμυνας. Μεταξύ των λόγων που συνηγορούσαν στην απόκτηση πανεπιστημιακής δομής των Ανωτάτων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, αν δεν την καθιστούσαν και αναγκαία και επιτακτική, αναφέρονταν ότι η μέχρι τούδε δομή και λειτουργία των ΑΣΕΙ αποδεικτικά έχει περιορίσει τους ορίζοντες και δυνατότητες επιστημονικής έρευνας στους χώρους της στρατιωτικής, ναυτικής και αεροπορικής επιστήμης.
Το γεγονός αυτό δυσκολεύει, αν δεν καθιστά ανέφικτη, τη διεξαγωγή διδακτορικής έρευνας, με αποτέλεσμα για εξειδικευμένες περιπτώσεις και καταστάσεις να καταφεύγουν στα φώτα και τις επιστημονικές αναλύσεις ξένων ερευνητικών ιδρυμάτων, που όμως -όχι πάντοτε- καλύπτουν απόλυτα τις ελληνικές αμυντικές ιδιαιτερότητες. Επιπλέον, οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν φαίνεται να έχουν, επιστημονικά, τη δυνατότητα να επιτελούν και να παράγουν αυτοδύναμα και σε βάθος επιστημονική έρευνα στον χώρο της Άμυνας, όπου οι απαιτήσεις αλλάζουν συνεχώς, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται φόβοι για κενά στην αμυντική ικανότητα της χώρας. Έτσι η προσφυγή στη μελέτη ξένων ερευνητικών ευρημάτων καταντάει αναπόφευκτη.
Η Βόρεια Κορέα, π.χ., παρά τις υπερβολές του δικτάτορα ηγέτη της, έχει αποκτήσει αμυντικές ικανότητες που μπορεί να κρατήσουν μακριά ακόμα και στρατιωτικές δυνάμεις μεγάλων και ισχυρών χωρών. Ασφαλώς, η πιθανή ίδρυση Πανεπιστημίου Εθνικής Άμυνας δημιουργεί και προβληματισμούς, όπως, π.χ., σε ποιον φορέα θα υπάγεται. Στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας, όπως ισχύει σήμερα για τις Ανώτατες Στρατιωτικές Σχολές, ή στο υπουργείο Παιδείας, όπως όλα τα άλλα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας; Ένας άλλος προβληματισμός σχετίζεται με το υψηλό, συνήθως, κόστος των ερευνητικών προγραμμάτων, που είναι και ένας από τους λόγους που συνηγορούν στην ίδρυση Πανεπιστημίου Εθνικής Άμυνας. Ο αντίλογος είναι ότι και σήμερα οι τρεις σχολές εξασφαλίζουν πόρους από τον δημόσιο προϋπολογισμό και τα ΕΣΠΑ, οι οποίοι όμως εξαντλούνται στην αντιμετώπιση βραχυπρόθεσμων αναγκών.
Στο εκπαιδευτικό προσωπικό ικανός αριθμός απασχολείται βάσει βραχυπρόθεσμων συμβάσεων. Η έλλειψη όμως συνεχούς απασχόλησης επιδρά δυσμενώς στο ερευνητικό τους έργο… Θα πρέπει να σημειωθεί ότι Πανεπιστήμιο Εθνικής Άμυνας (ΠΑΝΕΘΑ) διαθέτουν, μεταξύ άλλων, οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Κίνα, η Σουηδία και η γειτονική μας Τουρκία. Τίποτα βέβαια δεν παραμένει στατικό και αμετάβλητο και περισσότερο ό,τι συνδέεται και αφορά τα θέματα Εθνικής Άμυνας, που επηρεάζονται και από τις τεχνολογικές εξελίξεις στην παραγωγή νέων οπλικών συστημάτων και των τριών κατηγοριών, ξηράς, θαλάσσης και αέρος. Και οπωσδήποτε από γεωπολιτικές ανακατατάξεις σε διεθνές ή περιφερειακό επίπεδο.
Οι αλλαγές αυτές απαιτούν και προσαρμογή στις νέες πραγματικότητες, που στην περίπτωση της χώρας μας καθίστανται επιτακτικές λόγω της αυξανόμενης επιθετικότητας της Τουρκίας, με συνεχή αμφισβήτηση των κυριαρχικών ελληνικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Εξωτερική πολιτική και Ένοπλες Δυνάμεις (Εθνική Άμυνα) είναι δύο αλληλένδετες και αλληλοσυμπληρούμενες έννοιες, σε βαθμό που να θεωρείται ότι δεν μπορεί να ασκηθεί επιτυχημένη εξωτερική πολιτική χωρίς αξιόπιστη Εθνική Άμυνα και αντιθέτως.
Σε ό,τι αφορά την περίπτωση της Τουρκίας, δεν διαφαίνεται, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, αλλαγή στην επιθετική και ρεβιζιονιστική της συμπεριφορά με συνεχείς και επαναλαμβανόμενες προκλήσεις. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το επεισόδιο με τον εμβολισμό του σκάφους του Λιμενικού πλησίον των Ιμίων δεν ήταν μία υπέρβαση των συνηθισμένων στη περιοχή παρενοχλήσεων αλλά συνιστά έμπρακτη και συνειδητή αμφισβήτηση -ίσως η πρώτη που σημειώνεται του είδους- των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο.
Η πορεία των σχέσεών μας με την ΠΓΔΜ και την Αλβανία επηρεάζονται και από την αμυντική συνεργασία των δύο χωρών με την Άγκυρα, που εκτός της προμήθειας πολεμικού υλικού περιλαμβάνουν και παραχώρηση και χρήση στρατιωτικών βάσεων. Βεβαίως, οι σχέσεις μας με ΠΓΔΜ και Αλβανία προσμετρούνται περισσότερο σε πολιτικό επίπεδο. Ο σκοπιανός πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ, που θεωρείται περισσότερο διαλλακτικός, τελευταίως σκληραίνει τις θέσεις του και επιδεικνύει αδιαλλαξία στο θέμα αλλαγών στο Σύνταγμα, στο οποίο πέραν της ονομασίας περιέχονται και οι αλυτρωτικές διατάξεις. Πιθανό να θεωρεί ότι ενισχύθηκε διπλωματικά μετά και τις επισκέψεις που πραγματοποίησε σε Άγκυρα και Βερολίνο.
Φαίνεται πως η γερμανίδα καγκελάριος, που τον αποκάλεσε και «μακεδόνα», τον έπεισε ότι η ένταξή τους σε ΝΑΤΟ και ΕΕ μπορεί να γίνει και «από το παράθυρο», μέσω της ιδιότητας του παρατηρητή (status of observer). Για τους γνώστες των διπλωματικών πρακτικών και τεχνασμάτων, το καθεστώς των παρατηρητών ποικίλλει από διεθνή σε διεθνή οργανισμό, με πολλές αποχρώσεις. Συγκεκριμένα, κυμαίνεται μεταξύ της απλής παρουσίας και του δικαιώματος να συμμετέχει στις συζητήσεις, όχι όμως και στη λήψη αποφάσεων.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας με τα Τίρανα φαίνεται να έχει επιλεγεί η σφαιρική αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων στις διμερείς σχέσεις αντί της βήμα προς βήμα προσέγγισης (step by step approach). Ασφαλώς η Αλβανία αποτελεί ειδική περίπτωση, με δυνατότητες οι διμερείς σχέσεις να φθάσουν σε υψηλά επίπεδα συνεργασίας, εφόσον, ασφαλώς, οι πολιτικές ηγεσίες της γειτονικής χώρας αντιληφθούν την αξία της και το κοινό όφελος που θα προκύψει.