Η Άγκυρα επισείει απειλή πολέμου για να μπει μέτοχος στο μεγάλο ενεργειακό παιχνίδι της Ανατολικής Μεσογείου

Η Άγκυρα επισείει απειλή πολέμου για να μπει μέτοχος στο μεγάλο ενεργειακό παιχνίδι της Ανατολικής Μεσογείου

Nα μην κληθεί η Ελληνική πλευρά να πληρώσει το τίμημα παρασκηνιακών Τουρκο-Αμερικανικών συνεννοήσεων!

Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η Ελληνική πλευρά δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει πόσο σημαντικά είναι τα ενεργειακά αποθέματα στην ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου και πόσο αναγκαίο είναι να χαραχθεί και να ασκηθεί μια εθνική στρατηγική για την αξιοποίησή τους αλλά και για την αμυντική κάλυψή τους. Μια τέτοια στρατηγική προϋποθέτει σωστό θεσμικό πλαίσιο και σωστές επιλογές συνεργασίας. Προϋποθέτει επίσης σταδιακή ανάπτυξη εθνικής ενεργειακής τεχνογνωσίας στην έρευνα και στην αξιοποίηση κοιτασμάτων. Προϋποθέτει, τέλος, αμυντική μέριμνα και σχεδιασμό.

Ένα μέτρο των υπαρχόντων αποθεμάτων δίνουν τα αποτελέσματα της γεωτρήσεως της ΕΝΙ στο οικόπεδο 6. Το κοίτασμα «Καλυψώ», το οποίο εντοπίσθηκε, υπολογίζεται ότι περιέχει, τουλάχιστον, 6 έως 8 τρισ. κυβικά πόδια φυσικού αερίου. Απαιτούνται συμπληρωματικές γεωτρήσεις και περαιτέρω μελέτη των στοιχείων για να διαπιστωθεί το ακριβές μέγεθος του κοιτάσματος, το οποίο μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο. Για να έχει ο αναγνώστης ένα μέτρο συγκρίσεως, το γειτονικό Αιγυπτιακό κοίτασμα Zohr, το οποίο είναι ένα από τα επτά μεγαλύτερα κοιτάσματα του κόσμου, περιλαμβάνει 30 τρισ. κυβικά πόδια φυσικού αερίου. Το κοίτασμα «Καλυψώ» στην Κυπριακή ΑΟΖ ενδέχεται να είναι το ένα τρίτο του Zohr αλλά και πολύ περισσότερο.

Το κοίτασμα «Καλυψώ» δεν είναι μοναδικό στην Κυπριακή ΑΟΖ. Σύμφωνα με τις διεξαχθείσες έρευνες, οι εκτιμήσεις αναφέρουν την ισχυρή πιθανότητα υπάρξεως πολλών παρομοίων ή ακόμη μεγαλύτερων κοιτασμάτων. Οι ανάλογες έρευνες ανατολικά, νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης, όπως στο Ιόνιο, πιθανολογούν την ύπαρξη τεραστίων επίσης κοιτασμάτων. Ο καθένας αντιλαμβάνεται τη σημασία αυτών των κοιτασμάτων για την Ελληνική εθνική ισχύ και γεωπολιτική αναβάθμιση, στην περίπτωση που διαφυλαχθούν από άρπαγες τα ενεργειακά αυτά αποθέματα και αξιοποιηθούν σωστά υπέρ της Ελληνικής οικονομίας και αναπτύξεως.


Υπάρχει όμως στη χώρα, ως αποτέλεσμα της γνωστής κακοδαιμονίας και υποτέλειας προς τον ξένο παράγοντα, μια παράδοση υποχωρήσεων και αυτοκαταστροφικών πολιτικών, παραλλήλως προς μια φοβική κατευναστική πολιτική απέναντι στην Άγκυρα, που είναι ο επίβουλος γείτονας, που εποφθαλμιά τα ενεργειακά αποθέματα της ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου.

Ένας από τους πρώτους αρχιτέκτονες των πολιτικών αυτών είναι ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, σε συζυγία με τον διάδοχό του Γιώργο Παπανδρέου. Ο πρώτος έσπευσε να διαλύσει την εθνική εταιρεία πετρελαίου και να ιδιωτικοποιήσει την πλειοψηφία των μετοχών των ΕΛΠΕ. Ο δεύτερος, για να θεραπεύσει δήθεν το πρόβλημα της απουσίας μιας εθνικής εταιρείας υδρογονανθράκων, ίδρυσε μια διάδοχη εταιρεία που έχει ως αντικείμενο και στόχο όχι την εξέλιξή της σε μια εθνική εταιρεία υδρογονανθράκων, κατά το παράδειγμα άλλων πετρελαιοπαραγωγικών χωρών, αλλά το μοίρασμα των αδειών για έρευνες και εκμετάλλευση.

Γίνεται μάλιστα λόγος ότι το ποσοστό υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο συζητείται με τις μεγάλες ξένες εταιρείες για τα ενεργειακά αποθέματα της Κρήτης, είναι της τάξεως του 20% και 5% για την Περιφέρεια. Το ποσοστό αυτό είναι ελάχιστο, με βάση τη διεθνή πρακτική. Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, προερχόμενες από το περιβάλλον της πρώην Αμερικανίδος υφυπουργού Βικτώριας Νούλαντ, έκαναν στο παρελθόν λόγο για Αμερικανικά σχέδια εξασφαλίσεως της «συμμετοχής» της Άγκυρας στα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου.

Η «συμμετοχή» αυτή θα αφορούσε, προφανώς, την ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου. Οι σύμμαχοι Αμερικανοί έτσι αντιλαμβάνονταν τη δήθεν «προστασία» την οποίαν παρέχουν στην Ελλάδα και για την οποία έκανε προσφάτως λόγο ο πολυπράγμων Αμερικανός πρέσβυς στην Αθήνα. Την εξυπηρέτηση δηλαδή των Αμερικανικών στρατηγικών συμφερόντων και την παροχή «δώρων» και ανταλλαγμάτων στην Τουρκία, αναλώμασι της Ελλάδος και της Κύπρου.


 H Ελλάδα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική, γιατί η Ουάσινγκτον δεν παραιτείται εύκολα από την ιδέα της επανορθώσεως των σχέσεων με την Τουρκία


Τι γίνεται σήμερα; Οι σχεδιασμοί αυτοί βρίσκονται ακόμη στο τραπέζι και μετά την αποχώρηση της Βικτώριας Νούλαντ, την άνοδο στην εξουσία του Προέδρου Τραμπ και την επιδείνωση των Αμερικανο-Τουρκικών σχέσεων; Η αλλαγή στην κορυφή της Ουάσινγκτον και η πολύ σοβαρή ρήξη στις Αμερικανο-Τουρκικές σχέσεις, λόγω Κούρδων, είναι τακτικό πλεονέκτημα για την Ελληνική πλευρά. Η τελευταία όμως πρέπει να είναι πολύ προσεκτική, γιατί η Ουάσινγκτον δεν παραιτείται εύκολα από την ιδέα της επανορθώσεως των σχέσεων με την Τουρκία. Η Ελληνική πλευρά μπορεί επομένως να κληθεί να πληρώσει το τίμημα παρασκηνιακών Τουρκο-Αμερικανικών συνεννοήσεων!

Η Κύπρος στο σενάριο αυτό παρουσιάζεται ως ο πιο αδύναμος κρίκος, λόγω της αυτοκαταστροφικής πολιτικής που ακολουθούν στο εσωτερικό μέτωπο τα δύο κόμματα, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ. Η σπουδή για δήθεν λύση, όταν προφανέστατα δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, όπως επίσης οι αδιανόητες υποχωρήσεις που έγιναν στο τραπέζι των διακοινοτικών συνομιλιών, αποδυνάμωσαν τη θέση της Κύπρου. Η πολιτική της Κύπρου φαίνεται αντιφατική στα μάτια των στρατηγικών συμμάχων της στην περιοχή, όπου είναι το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Δεν είναι δυνατόν και αξιόπιστο να αναπτύσσεις αφενός περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες, που βασίζονται σε συγκλίσεις ενεργειακών και γεωπολιτικών συμφερόντων, και αφετέρου να διαπραγματεύεσαι την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από ένα δικέφαλο μόρφωμα, που θα τη μετέτρεπε σε Τουρκικό προτεκτοράτο.

Η Άγκυρα, με την πειρατική επιδρομή της στην Κυπριακή ΑΟΖ, εφαρμόζει, στην πραγματικότητα, έναν Αττίλα ΙΙΙ στην Κύπρο. Δεν αρκούν για την προστασία της Κύπρου και την προστασία της Κυπριακής ΑΟΖ, όπως επίσης της ΑΟΖ και του Αιγαίου στην Ελλάδα, τα μεγάλα συμφέροντα των εμπλεκομένων μεγάλων ενεργειακών εταιρειών. Χρειάζεται παραλλήλως αναθεώρηση αυτοκαταστροφικών πολιτικών, που είναι εκ των πραγμάτων συμπληρωματικές της Τουρκικής στρατηγικής. Χρειάζεται επίσης κατεπείγουσα ενίσχυση των αμυντικών μέσων, παρά τη γνωστή οικονομική κρίση. Οι αναγκαίες αμυντικές δαπάνες δεν μπορούν να αναβάλλονται, αναμένοντας καλύτερες οικονομικές μέρες. Το τίμημα θα μπορούσε να αποδειχθεί, σε μια τέτοια περίπτωση, ολέθριο.

ΦΩτο: wikipedia.org


Σχολιάστε εδώ