Πολύ κοντά ή ακόμα μακριά μια συμφωνία στο θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ;
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
-Οι δύο εξίσου ισχυρές εκδοχές
H απόφαση των πρωθυπουργών Ελλάδας και ΠΓΔΜ, στο Νταβός, προκειμένου να ανατεθεί η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων για εύρεση λύσης αμοιβαία αποδεκτής στο θέμα της ονομασίας της γειτονικής χώρας απευθείας στους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών, ήταν η πλέον ενδεδειγμένη. Τόσο για το αξίωμα όσο και το αυξημένο προσωπικό κύρος των δύο ανδρών. Οι δύο υπουργοί, οι κ. Νίκος Κοτζιάς και Νίκολα Δημητρόφ έχουν, μέχρι στιγμής, πραγματοποιήσει τουλάχιστον τέσσερις συναντήσεις, εκ των οποίων η μία (17.2.2018, Βιέννη ), παρουσία του εκπροσώπου και διαμεσολαβητή του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών κ. Μάθιου Νίμιτς. Σύμφωνα με δηλώσεις της σκοπιανής πλευράς, διά στόματος του ΥΠΕΞ κ. Δημητρόφ αλλά και του ιδίου του πρωθυπουργού κ. Ζόραν Ζάεφ, έχουν εντοπισθεί επτά σημεία στα οποία οι δύο πλευρές καλούνται να βρουν λύσεις, εν ανάγκη να καταφύγουν και στην πρακτική του γόρδιου δεσμού, όπως χαρακτηριστικά είπε ο έλληνας ΥΠΕΞ.
Τα επτά σημεία αφορούν την ονομασία, το εύρος χρήσης της, την ταυτότητα του γειτονικού λαού (φυλετικό), τη γλώσσα, τα παράγωγα των δύο τελευταίων, τα ακρωνύμια και ασφαλώς την αλλαγή του Συντάγματος. Σύμφωνα πάντα με σκοπιανές πηγές, στο θέμα της ονομασίας έχει επέλθει ήδη συμφωνία, με διπλή σύνθεση και γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά στη σλαβική γλωσσική προφορά, δηλαδή «Gorna Makedonija» («Άνω Μακεδονία»), που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes). Ο έλληνας ΥΠΕΞ, αν κρίνουμε από όσα έχει κατά καιρούς υποστηρίξει σε σχέση με τον όρο «Μακεδονία», που περιέχεται και στην Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, αλλά και τη χρήση του από περισσότερες από εκατό χώρες, φαίνεται να μην το απορρίπτει. Ωστόσο έχει αποφύγει να τοποθετηθεί επί των άλλων σημείων που αποτελούν, επίσης, αντικείμενο των διαπραγματεύσεων.
Η πολυγλωσσία και οι διφορούμενες συχνά θέσεις των σκοπιανών αξιωματούχων, όπως, π.χ, η αναφορά στο αναφαίρετο δικαίωμά τους για αυτοπροσδιορισμό ή η απροθυμία που επιδεικνύουν στο θέμα της αλλαγής του Συντάγματος, εγείρουν πολλά ερωτηματικά ως προς τις πραγματικές τους διαθέσεις, εκτός αν πρόκειται για τακτικισμούς από ανάγκη για σταδιακή προετοιμασία της κοινής γνώμης. Δεν μπορεί όμως να περάσει απαρατήρητο και να αγνοηθεί το γεγονός ότι τη στιγμή που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται στο κατώτατο σημείο των τελευταίων ετών και η Άγκυρα επιχειρεί να αμφισβητήσει εμπράκτως τα κυριαρχικά ελληνικά δικαιώματα στο Αιγαίο η πολιτική ηγεσία της ΠΓΔΜ πραγματοποιεί επαφές ανωτάτου πολιτικού επιπέδου με την Τουρκία και εισπράττει ηδονικά και επαναλαμβανόμενα την αναφορά του τούρκου πρωθυπουργού, βάσεις της οποίας η Τουρκία ήταν η πρώτη χώρα διεθνώς που αναγνώρισε το κράτος των Σκοπίων με το συνταγματικό τους όνομα. Να πρόκειται και για υποκίνηση σε αδιαλλαξία;
Η ίδια απρέπεια σε βάρος της Ελλάδας διαπράχθηκε προ ημερών και από τη γερμανίδα καγκελάριο κ. Άνγκελα Μέρκελ, η οποία σε συνάντηση με τον σκοπιανό ομόλογό της κ. Ζόραν Ζάεφ τον αποκάλεσε «μακεδόνα». Απορίας άξιον πώς διέφυγε από τη μειλίχια καγκελάριο και δεν τον απεκάλεσε και λαμπρό απόγονο του Μεγάλου Αλεξάνδρου! Προφανώς, περίσσευε η αγωνία της κ. Μέρκελ για την προώθηση της πρωτοβουλίας του Βερολίνου για τα Δυτικά Βαλκάνια και ελάχιστα την ενδιέφερε η αλληλεγγύη προς την Ελλάδα και η κοινοτική νομιμότητα.
Ανεξάρτητα πάντως από τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, των εσωτερικών ισορροπιών και άλλων προβληματισμών στη γειτονική μας χώρα, η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ ή οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη ότι οι δύο τους στόχοι, η ένταξη στο ΝΑΤΟ και η ευρωπαϊκή τους προοπτική, δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς τη συγκατάθεση της Ελλάδας. Σαφής ήταν άλλωστε η αναφορά του ΓΓ του ΝΑΤΟ, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στα Σκόπια, όπως και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, οι οποίοι επισήμαναν ότι για να ενταχθούν στους ευρωατλαντικούς θεσμούς οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων θα πρέπει προηγουμένως να έχουν επιλύσει τις μεταξύ τους διαφορές και ασφαλώς τις διαφορές με τους γείτονές τους.
Ασφαλώς υπάρχει γενικότερο ενδιαφέρον για τον χώρο των Δυτικών Βαλκανίων. Η ελληνική διπλωματία το γνωρίζει καλώς, ενώ αντιλαμβάνεται ότι και η σταθερότητα στην περιοχή ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Ελλάδα. Μπορούμε όμως να απαιτήσουμε από όσους επείγονται για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση να ασκήσουν τις δέουσες πιέσεις προς τις πολιτικές δυνάμεις της γειτονικής χώρας αλλά και οι ίδιοι να κατανοήσουν ότι η ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά των λαών κτίζεται βάση των επιτευγμάτων τους και όχι με σφετερισμούς ή καρικατούρες, όπως εκείνες με τις οποίες ο Γκρούεφσκι φρόντισε να στολίσει την πρωτεύουσα της χώρας του.
Οι διαπραγματεύσεις έχουν και την εσωτερική ελληνική διάστασή τους. Δεν είναι θέμα μόνο χειρισμών, την ευθύνη των οποίων έχει, ασφαλώς, η κυβέρνηση ή η εκάστοτε κυβέρνηση. Υπάρχουν και οι αντιδράσεις και οι ευαισθησίες της κοινής γνώμης, που δεν πρέπει και δεν μπορεί να αγνοηθούν. Αρκεί βέβαια οι αντιδράσεις να μην πηγάζουν από πολιτικά κίνητρα, να είναι μετρημένες και να μην προκαλούν διχασμούς. Οι διαιρέσεις σε θέματα εθνικής σημασίας ιστορικά έχουν βλάψει τον ελληνικό λαό. Πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό ότι οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις δεν συνιστούν μυστική διπλωματία, η οποία συντελείται όταν το περιεχόμενο των συνομιλιών αποκρύπτεται από τον λαό και τους αρμόδιους πολιτειακούς φορείς.
Στη διπλωματική πρακτική σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν να μη δημοσιοποιούνται όσα συζητούνται μέχρις ότου οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε απτά αποτελέσματα, τα οποία στις δημοκρατίες τίθενται υπό την έγκριση των Κοινοβουλίων ή απευθείας από τον λαό με τη μορφή δημοψηφίσματος. Από τα συμβαίνοντα στην περιοχή μας, τη γενικότερη διεθνή και εσωτερική κατάσταση τόσο στην ΠΓΔΜ όσο και στη χώρα μας, είναι δύσκολο να προβλεφθεί αν βρισκόμαστε εγγύτερα στην εύρεση λύσης αμοιβαία αποδεκτής ή θα απαιτηθεί να διανυθεί πολύς δρόμος ακόμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο για τα άμεσα εμπλεκόμενα όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη.