Κάποτε την Αποκριά
Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Ο Νάσος, ύστερα από μια περίοδο σιωπής, το πέταξε στον Σταμάτη: «Ξέρεις, σήμερα είναι Τσικνοπέμπτη». Ο Σταμάτης τον κοίταξε απορημένος και του απάντησε: «Τόσο νωρίς;». Ο Νάσος, βέβαια, πάντα ξερόλας, έσπευσε να διευκρινίσει ότι φέτος το Πάσχα πέφτει νωρίς… Ο Νάσος κι ο Σταμάτης μικροί μένανε στην ίδια γειτονιά και ήσαν φίλοι αχώριστοι. Μαζί παίζανε το «κλέφτες κι αστυνόμοι», μαζί πήγαν στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων στην Κόρινθο και μαζί έπιασαν δύο αδελφές γκόμενες. Μόνο που ο Σταμάτης αποδείχθηκε αισθηματίας και τη Ρούλα την πήρε, ενώ ο Νάσος φτάνει να δει φουστάνι και τρέχει ξοπίσω του σαν το σκυλάκι. Ύστερα μεγάλωσαν. Έδωσε ο Σταμάτης αντιπαροχή τη μονοκατοικία που καθόταν και πήρε τρία διαμερίσματα τα οποία νοίκιασε. Πιο παραδοσιακός ο Νάσος, δεν το κουνούσε ρούπι από το παλιό του σπίτι με το γεράνι και την κοτούλα.
Τώρα πολλά πολλά δεν έχουν. Διευθυντής υπουργείου ο Σταμάτης, ταπεινός πλασιέ ο Νάσος. Να κρατάμε, είπαμε, τις αποστάσεις. Ούτε στον γάμο του με τη Ρούλα δεν τον κάλεσε ο γάιδαρος. Έτσι, συναντιόνται στη στάση του λεωφορείου και σχολιάζουν την επικαιρότητα.
Καθισμένος στο λεωφορείο ο Σταμάτης δεν μπορεί να διώξει από τη σκέψη του πως σήμερα είναι Τσικνοπέμπτη. Σκέφτεται πως αν το θυμηθεί η Ρούλα -και κάτι τέτοια πάντα τα θυμάται- το βράδυ θα τον σέρνει στη χασαποταβέρνα να φάνε μπριζόλα στα κάρβουνα και να … τσικνίσουν. Στο ίδιο λεωφορείο καθισμένος και ο Νάσος ξεχνά προς στιγμήν την πελατεία του κι απασχολείται στη σκέψη πώς θα διασκεδάσει απόψε που είναι Τσικνοπέμπτη.
Πηγαίνει σαν τον κάβουρα το λεωφορείο με το μεγάλο πήξιμο που έχει ο δρόμος και καθώς ο Νάσος προσπαθεί να προγραμματίσει για το βράδυ, άθελα έρχεται στον νου του για τότε που ήσανε παιδιά κι η Τσικνοπέμπτη αποτελούσε το κοσμικό γεγονός της χρονιάς. Θυμάται πως έπεφτε καταμεσής της Αποκριάς κι ότι ο κοσμάκης τη μέρα αυτή ξεσάλωνε. Θυμάται πως έβγαιναν στις γειτονιές οι μασκαράδες, κάτι περιθωριακοί φτωχοδιάβολοι, που προσπαθούσαν, λόγω της ημέρας, να κονομήσουν λίγα χρήματα. Θυμάται την αρκούδα που έφερνε ο γύφτος, η οποία έδινε παράσταση μιμούμενη πως έβαζε πούδρα η Βουγιουκλάκη και θυμάται πως έτρεχαν ξοπίσω της με τον Σταμάτη για να δουν και άλλες παραστάσεις. Αλλά εκείνος δεν ξέχασε ποτέ ούτε την «γκαμήλα» ούτε το «αλογάκι», που έρχονταν και χόρευαν στις γειτονιές για λίγα κέρματα απ’ τις νοικοκυράδες.
Μπορεί όλα αυτά ο Σταμάτης να τα ξέχασε τώρα που μεγαλοπιάστηκε, τώρα που έγινε διευθυντής τπουργείου. Ο Νάσος όμως θυμάται πως η μοίρα τον έταξε «φύλακα αναμνήσεων». Πώς μπορεί, άλλωστε, να ξεχάσει ότι σαν σήμερα όλοι οι άνθρωποι έβγαιναν στους δρόμους. Από τον στενό κεντρικό δρόμο, που κοβόταν η κυκλοφορία, έξαλλοι πανηγυριστές πήγαιναν πάνω-κάτω κραδαίνοντας ροκάνες, καραμούζες και πλαστικά ρόπαλα και βαρούσαν όποιο κεφάλι το χρειαζόταν το βάρεμα. Χόρευαν στη μέση του δρόμου και γίνονταν μια οχλαγωγία φοβερή. Σπίτι δεν έμενε κανείς. Ο ένας μ’ ένα φτηνό κοτιγιόν, ο άλλος με ένα ψεύτικο ζευγάρι γυαλιά ή ένα κινέζικο μουστάκι κι ένας τρίτος με ό,τι κατέβαζε η γκλάβα του, έβγαιναν στον δρόμο αδελφωμένοι.
Ήταν ένα πάνδημο λαϊκό πανηγύρι. Τώρα πάνε όλα αυτά. Άλλα ξεχαστήκανε, άλλα ξεπεραστήκανε. Στις γειτονιές δεν έρχεται πια ο φτωχός παλιάτσος με την αρκούδα. Δεν υπάρχει χώρος από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Κι αν θυμηθεί κανείς τι σήμαινε άλλοτε Τσικνοπέμπτη, ας περιοριστεί στον βλάχο με τη χασαποταβέρνα. Μια χοιρινή μπριζόλα με πατάτες τηγανιτές, που δεν είναι καν πατάτες, και πολύ του πέφτει… Το λεωφορείο πλησιάζει το τέρμα και ο Σταμάτης σηκώνεται και στέκεται μπροστά στην πόρτα. Θέλει να κατεβεί από τους πρώτους επειδή βιάζεται να πάει στη δουλειά του.
Σήμερα ξέρει, θα τον καλέσει για συνεργασία ο υπουργός. Ο Νάσος από την άλλη παραμένει βυθισμένος στις αναμνήσεις του. Τι ωραία που ήσαν τα πάρτι που κάνανε τις Απόκριες, τότε που ήταν νέοι. Θυμάται τι ωραία που στόλιζαν το σαλόνι με πολύχρωμες χάρτινες γιρλάντες. Θυμάται το γραμμόφωνο που συνέχεια ήθελε κούρδισμα και τους μεγάλους δίσκους 78 στροφών, τους χορευτικούς, που έπαιρναν δανεικούς από τους φίλους. Θυμάται τους χορούς, το ταγκό, το φοξ αγγλέ, το βαλσάκι. Αλλά και το «χέρι» που έβαζαν στην ντάμα, στο «αθώο». Θυμάται το κλάμα των θηλυκών που δεν τα άφηναν οι πατεράδες τους να έλθουν στο πάρτι και δεν θα ξεχάσει ποτέ τα νόστιμα μεζεδάκια της κυρίας Ελεονόρας, της μαγείρισσας, ούτε τη μοναδική ρετσίνα του Λάζαρου του Λαζαρίδη. Ύστερα, αποκαμωμένοι από τον χορό, έπιαναν τους καναπέδες οι χορευτές και ξαπλωτοί άρχιζαν να ανταλλάσσουν σόκιν ανέκδοτα.
Και θυμάται ο Νάσος, όλο θυμάται…