Προσοχή στις άκαιρες συγκρίσεις

Προσοχή στις άκαιρες συγκρίσεις

 

Παρακολουθώντας τις συχνές αναφορές που γίνονται στον Τύπο σχετικά με τις αποδόσεις των νέων εκδόσεων ελληνικών ομολόγων, βλέπω με έκπληξη ότι οι όποιες συ­γκρίσεις γίνονται κυρίως με τις αντίστοιχες αποδόσεις των πορτογαλικών ομολόγων, αλλά αφορούν σε εντελώς διαφορετικές χρονικές περιόδους, γεγονός που καθιστά τη σύγκριση ουσιαστικά άνευ α­ντικειμένου. Εξηγούμαι. Δεν είναι σωστό μεθοδολογικά να συγκρίνουμε τις τωρινές αποδόσεις των πορτογαλικών ομολόγων με τις αντίστοιχες των ελληνικών, διότι οι δύο χώρες διέπονται από ένα διαφορετικό πλαίσιο άσκησης της πολιτικής έκδοσης εργαλείων χρέους.

Η Πορτογαλία έχει τον κατάλληλο επενδυτικό βαθμό από τους οίκους αξιολόγησης, είναι ενταγμένη στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και επί τρία συναπτά έτη παρουσιάζει ικανούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ και συμμόρφωση στους απαιτούμενους, από την ΕΕ, δημοσιονομικούς στόχους. Και το σημαντικότερο, βρίσκεται εκτός Μνημονίων. Η Ελλάδα αντιθέτως βρίσκεται στη φάση που βρισκόταν η Πορτογαλία λίγους μήνες πριν από τη λήξη του προγράμματος τον Ιούνιο του 2014.

Συνεπώς η σύγκριση, με όλες τις επιφυλάξεις που απαιτού­νται για μια τέτοια πράξη, των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων θα πρέπει να γίνεται με τα δεδομένα που ίσχυαν στην Πορτογαλία εκείνη την περίοδο.

Δεν χρειάζεται μεγάλη οικονομική σκέψη για να καταλάβει ο οποιοσδήποτε ότι, grosso modo, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με τις αντίστοιχες των πορτογαλικών κινούνται στο ίδιο επίπεδο, οι διαφορές τους από τα αντίστοιχα γερμανικά είναι περίπου η ίδια. Μάλιστα, για του λόγου το αληθές, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων είναι λίγο μικρότερες από τις αντίστοιχες των πορτογαλικών την περίοδο του πρώτου εξαμήνου του 2014, δηλαδή το εξάμηνο πριν από τη λήξη του Μνημονίου.

Το ζήτημα που προκύπτει αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν έχει τις ζητούμενες προϋποθέσεις για να εισέλθει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ενώ η Πορτογαλία είχε αυτές τις προϋποθέσεις αμέσως με τη λήξη του μνημονιακού προγράμματος. Σημειώνω ότι μέχρι τις αρχές του Φεβρουαρίου 2018 η ΕΚΤ είχε αγοράσει ομόλογα μόνο από το Πρόγραμμα Αγοράς Κρατικών Ομολόγων, ύψους 31,524 δισ. ευρώ. Οι αγορές αυτές όχι μόνο μείωσαν αισθητά τις αποδόσεις των πορτογαλικών ομολόγων αλλά δημιούργησαν και ένα κλίμα εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό θέμα που δεν αντιμετωπίζεται εύκολα. Το σενάριο εργασίας πάνω στο οποίο δουλεύει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, το οποίο προβλέπει τη δημιουργία ενός «μαξιλαριού» της τάξεως των 19-20 δισ. ευρώ έως το τέλος του τρίτου προγράμματος του ESM, που θα αποτελέσει το δίχτυ ασφαλείας της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να υποστηριχθεί η έξοδος από το τρίτο πρόγραμμα, χωρίς έξτρα χρηματοδότηση από τον επίσημο τομέα, δεν υποκαθιστά σε καμιά περίπτωση τη χρηματοδότηση της οικονομίας κατ’ ευθείαν από την ΕΚΤ. Άλλωστε και η Πορτογαλία είχε προβεί στη δημιουργία «μαξιλαριού». Αλλά η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ έχει παίξει τον δικό της, ξεχωριστό ρόλο.


Σχολιάστε εδώ