Τα όρια της αλληλεγγύης

Υπό
JOHN GALT


Σήμερα, μέσω της Καθαρής Δευτέρας, περνάμε στη Μεγάλη Σαρακοστή. Είναι μια περίοδος έντονου διαλογισμού, προσεκτικής ενδοσκόπησης και, επειδή ακολουθεί την κραιπάλη της Αποκριάς, απαιτείται, αν δεν επιβάλλεται, ανάληψη προσωπικών ευθυνών. Από τον ανώτατο άρχοντα της χώρας μέχρι τον τελευταίο πολίτη, υπεύθυνο ή προφασιζόμενο τον ανεύθυνο, η εβδομάδα των Παθών που έρχεται αφορά όλους μας.

Στον Κατηχητικό του Λόγο ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, κείμενο που διαβάζεται (;) σε όλες τις εκκλησίες αμέσως μετά την Ανάσταση, χορηγεί Θεϊκή απαλλαγή σε όλους τους θνητούς, «πιστεύσαντες και μη, νηστεύσαντες και μη…». Το νόημα είναι απλό. Η Θεϊκή αλληλεγγύη είναι, ιδιαίτερα την ημέρα της Αναστάσεως, άπειρη.

Τι θα ισχύει όμως μετά τη Μεγάλη Εβδομάδα για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη; Θα έχει τα στοιχεία της Θεϊκής ή απλά θα είναι πολιτική ή, διαφορετικά, ανθρώπινη; Θα προσδιορίζεται σε σχέση με τη δική μας συμπεριφορά και αξιοπιστία ή θα εκφραστεί μεγάθυμα, όπως την έχουμε προεξοφλήσει στην περίπτωση της Θεϊκής μεγαθυμίας; Μπορούμε, ως απλοί πιστοί, να ακολουθήσουμε τη δική μας βούληση, συνεχίζοντας, για παράδειγμα, την αποκριάτικη ανεμελιά και στη Σαρακοστή, ζητώντας συγχώρεση και αέναη διαπραγμάτευση, ή θα αναγνωρίσουμε με σοβαρότητα τα όρια της αλληλεγγύης των εταίρων μας;

Το ερώτημα λοιπόν αφορά τα όρια της δικής μας και τα όρια της δικής τους αλληλεγγύης. θα πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά τις επόμενες 40 ημέρες. Οφείλουμε μάλιστα να γνωρίζουμε και την απάντησή του, τουλάχιστον πριν από την εβδομάδα των Παθών. Ας συμφωνήσουμε σε ορισμένα δεδομένα. Η Ευρώπη φτιάχτηκε για να εξασφαλίσει ειρήνη και ανάπτυξη. Για να επιτευχθούν οι στόχοι μέσα στα χρόνια που πέρασαν, προσπάθησε να μειώσει τον προστατευτισμό, να εξασφαλίσει αλληλεγγύη μεταξύ των μελών (αρχικών και νέων) και να συμβάλει στον εκμοντερνισμό των κοινωνιών των μελών της. Ένα πλήθος, για να μην πούμε το σύνολο των χωρών της Ευρώπης, έχει ακόμη νωπές τις μνήμες του πολέμου. Η ανασφάλεια σε όλους και προς όλους ήταν και είναι ακόμη διάχυτη.

Η ελευθερία στην κίνηση πολιτών σε συνάρτηση με την κίνηση αγαθών και υπηρεσιών και η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων έγιναν για να πέσουν οι τοίχοι του προστατευτισμού. Για πολλές δεκαετίες, όλοι μαζί αντιμετωπίσαμε με ελαστικότητα τις συνθήκες που μας δέσμευαν, π.χ., Μάαστριχτ. Η αξιόπιστη αρχή που μας στήριζε ως δικαιολογία ήταν ότι «εκείνο που ισχύει για τον έναν δεν ισχύει υποχρεωτικά και για όλους». Υφίστατο απλά μια ιδιόμορφη αλληλεγγύη.

Η χώρα μας με την κρίση έφερε την Ευρωζώνη και τους πολίτες της στα όρια αυτής της αλληλεγγύης. Δεν αμφισβητείται από καμιά πλευρά ότι πικρία βρίσκεται και στις δύο όχθες. Εμείς νομίζουμε ότι κάναμε περισσότερα από όσα μας αναλογούσαν στην κρίση, ενώ οι εταίροι μας θεωρούν ότι έδωσαν υπερβολικά πολλά, ενώ συνεχίζουμε να τους ζητάμε να δώσουν ακόμη περισσότερα. Και επειδή δεν είναι μόνο το οικονομικό θέμα που μας χωρίζει, είναι σκόπιμο, πριν κάνουμε κριτική, να αναλογιστούμε κι άλλα θέματα, όπως, για παράδειγμα, το Μεταναστευτικό, η τρομοκρατία ή η θέση μας στην ισορροπία στα Βαλκάνια. Είμαστε σε μια αντιπαλότητα, μικρή ή μεγάλη, δεν έχει σημασία, από την οποία κανένας δεν μπορεί να βγει νικητής. Ζήσαμε μια επώδυνη δεκαετία που η θεωρία των παιγνίων τη χαρακτηρίζει ως «πόλεμο χαρακωμάτων».

Αν θελήσουμε να αντιληφθούμε τη λογική ενός απλού παρατηρητή, με την επιφύλαξη ότι μπορεί και να μην είναι απόλυτα αντικειμενική, καλοπροαίρετα θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρισκόμαστε σήμερα εκεί που ήμασταν το 2015, με ένα επιπλέον πρόβλημα. Έχουμε να εξετάσουμε το ακραίο σενάριο, ή Grexit ή μονιμοποίηση της «τρόικας» στην Αθήνα, και ταυτόχρονα τις αλλαγές στα αμυντικά και στα Βαλκάνια, σε συνάρτηση με την πολιτική της ΕΕ προς την τρομοκρατία και το Μεταναστευτικό. Και τα δύο προβλήματα σε αλληλεξάρτηση, ανταγωνιστικά ή/και συμπληρωματικά, δημιουργούν επιπρόσθετα εμπόδια στην ισορροπία.

Σε προηγούμενο σημείωμα είχαμε αναφερθεί στο θέμα της ευρωπαϊκής πολιτικής στο Μεταναστευτικό σε σχέση με την τρομοκρατία και την ελεύθερη κίνηση πολιτών. Η σχέση καθίσταται εκρηκτική όμως όταν αναγνωρίσουμε ότι η αποτελεσματικότητα της κρατικής προστασίας (welfare state), όπως προκύπτει από την κοινοτική αλληλεγγύη, αποδίδει καλύτερα όσο μεγαλύτερη είναι η ομοιογένεια στην κοινωνία. Ας αναλογιστούμε λοιπόν, ως παράδειγμα και μόνο, την πιθανή στάση μας στην περίπτωση που η Ένωση αρχίσει να χορηγεί οικονομική βοήθεια προς την ΠΓΔΜ. Ας αναλογιστούμε και πάλι τη στάση μας αν το θέμα αυτό άνοιγε για όλες τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων.

Η κυβέρνηση ορθά αντιλαμβάνεται ότι με το τέλος του Μνημονίου της ολοκληρώνονται και οι συμβατικές μας υποχρεώσεις. Θα μπορούσε μάλιστα και κάποιος να το χαρακτηρίσει και ως καθαρή έξοδο. Μπορούμε όμως να δεχτούμε ότι η «τρόικα» θα μονιμοποιηθεί στη χώρα μας; Προφανώς όχι. Αλλά τότε πώς εξασφαλίζεται η στάση μας με γνώμονα το πρόσφατο δημοψήφισμα και τη θέση της χώρας, ανεξαρτήτως κυβέρνησης στην εξουσία; Σε τι διαφέρει το σήμερα από τον ευρωσκεπτικισμό του 2015; Όπως ευφυώς αναφέρεται στη βιβλιογραφία, ο ρόλος του ΔΝΤ σε μια δυτική δημοκρατία είναι χρονικά πεπερασμένος. Υπάρχει όμως διαμορφωμένος αντίστοιχος ρόλος στα όργανα της Ευρωζώνης, στον οποίο μπορούμε να βασιστούμε αξιόπιστα;

Εκτός όμως από τις εξασφαλίσεις που μπορούμε να χορηγήσουμε ως χώρα σε σχέση με τη θέση μας στον ευρωσκεπτικισμό και μη, ακόμη και σε σχέση με το θέμα της μετανάστευσης και της τρομοκρατίας, οι εταίροι προβληματίζονται και για κάποια ακόμη. Για παράδειγμα, ανάκαμψη στις επενδύσεις και στην απασχόληση δεν πρόκειται να υπάρξει αν δεν εξαλειφθεί η μακροχρόνια αβεβαιότητα που μας διακρίνει ως χώρα. Αν και όλοι συμφωνούν ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι καλύτερες από τη λιτότητα, το ερώτημα παραμένει. Υπάρχουν σήμερα εχέγγυα που να εξασφαλίζουν τη συγκεκριμένη πολιτική και όχι την ανατροπή της; Ας δεχτούμε ότι μας δίνεται μία επιπλέον ρύθμιση του χρέους. Τι εξασφαλίζει ότι δεν θα επαναληφθεί το ήδη γνωστό σενάριο σε βραχύ χρονικό διάστημα; Είναι έτοιμη η Ευρώπη και η Ευρωζώνη να συναινέσει σε μια ανατροπή του πιθανού Grexit, αν από τη δική μας πλευρά δεν υπάρχει υπευθυνότητα στις επιλογές μας; Αγνοούμε ότι η αλληλεγγύη πάει χέρι χέρι με την υπευθυνότητα; Το καταστατικό τέλος της ΕΚΤ θεωρούμε ότι θα αλλάξει για χάρη μας ώστε μονίμως να καλύπτει χρηματοπιστωτικά τα κενά που δημιουργούν τα δημόσια ελλείμματα και ο δημόσιος δανεισμός;

Και το σημαντικότερο, αν δεχτούμε ότι στο μακρύ μέλλον η Ευρώπη προσβλέπει σε μια κοινοπολιτειακή οργάνωση του τύπου των ΗΠΑ, πόσο εύκολο είναι για όλους εμάς να δεχτούμε και να δεσμευτούμε πολιτικά ότι οι κυβερνήσεις που θα εκλέγουμε στο μέλλον δεν θα εκμεταλλεύονται αυτήν τη θεσμική αδυναμία της Ευρώπης, τουλάχιστον στην ενδιάμεση περίοδο;

Διότι αν νομίζουμε ότι αυτή η συμπεριφορά θα είναι προς το συμφέρον μας, τότε ας το ξεκαθαρίσουμε συνειδησιακά, ας σταματήσουμε να συζητάμε στα διεθνή φόρα ΕΕ, ΝΑΤΟ και ΟΗΕ κουτοπόνηρες αν όχι αντιδραστικές θέσεις και ας συμφωνήσουμε επιτέλους ότι ανήκουμε στη Δύση. Σε τελική ανάλυση, για ένα ελεύθερο άτομο, μεταξύ του «συμπράττω» και «συνεργάζομαι» δεν υπάρχει και μεγάλη απόσταση. Πρέπει να περάσουμε ξανά την πληγή του εμφυλίου για να το αποδεχθούμε;


Σχολιάστε εδώ