Όλα με δόσεις

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Οι Αθηναίοι άρχισαν ξαφνικά να αισθάνονται πως είναι «κάποιοι». Και ο λόγος που ξαφνικά γινήκανε «λόρδοι» ήτανε πολύ απλός. Αποκτήσανε ρολόι. Πέρασε πια η εποχή που περίμεναν να ακούσουν να χτυπάει από μακριά η καμπάνα της εκκλησιάς για να καταλάβουν πως ήρθε μεσημέρι. Ούτε θα ρωτήσουνε ξανά εκείνον τον αντιπαθητικό συνάδελφο «τι ώρα έχεις», που νομίζεις πως θα πάθει υπερκόπωση επειδή κοίταξε προς στιγμήν το ρολόι του. Τώρα έχει δικό του, γυαλιστερό-γυαλιστερό, ολοκαίνουργιο στο χέρι και το κοιτά όσες φορές γουστάρει. Μα το κυριότερο είναι πως το απέκτησε με δόσεις. Ούτε ένα τάλιρο δεν έδινε στο βλαχαδερό τον δοσατζή την εβδομάδα.

Η αλήθεια είναι πως η εφορία έχει περίεργες αντιλήψεις. Τον κάτοχό του τον θεωρούν ως τον πλουσιότερο άνθρωπο της γης.

Ας πούμε κάτι σαν τον Ροκφέλερ. Πήγε κάποιος να αγοράσει ένα παλιό αυτοκίνητο, μια μεταχειρισμένη Σιτροέν, από κάποιον που έφευγε ταξίδι. Ετοίμασαν τα χαρτιά, έπεσε το παραδάκι, ευχήθηκαν τα καλορίζικα, και ήταν έτοιμος ο αγοραστής να βάλει εμπρός, όταν πετάχτηκε ο εφοριακός φωνάζοντας: «Σταματήστε, σταματήστε, έχει και ρολόι…». Και επειδή το σαράβαλο είχε και ρολόι, η αγοραπωλησία ματαιώθηκε. Οι δοσατζήδες έβγαλαν πολλά λεφτά με τα ρολόγια, αλλά -το κυριότερο- έμαθαν τον κοσμάκη να ψωνίζει χωρίς να έχει φράγκο στην τσέπη. Ούτε το μισό της αξίας εκείνου που έβαλε στο μάτι δεν είχε.

Μια πραγματική κοσμογονία έγινε τότε. Συνήθειες βαθιά ριζωμένες επί αιώνες, λες και τις πήρε ο αέρας και ξεχαστήκανε στο άψε-σβήσε. Πρώτα πρώτα καταργήθηκε η αυλή. Καταργήθηκε εκείνος ο μεγάλος χώρος με τα πολλά δωματιάκια, που το καθένα τους στέγαζε και μία οικογένεια. Ήταν ένας χώρος όπου οι άγνωστοι μεταξύ τους ένιωθαν λιγάκι σαν συγγενείς, αφού τα προβλήματα του ενός γινόταν κοινό κτήμα και βασάνιζαν όλους μαζί οι ξένες έννοιες. Εκεί, στην αυλή, γεννιόνταν αισθήματα, γίνονταν γάμοι, τοκετοί, κηδείες.

Άνθρωποι ζούσαν, άνθρωποι πέθαιναν, οι ενοικιαστές άλλαζαν, αλλά οι συνήθειες έμεναν πάντα οι ίδιες. Αυτές δεν άλλαζαν ποτέ. Και τότε έγινε η μεγάλη αλλαγή. Η αυλή έπαψε να υπάρχει. Έγινε πολυκατοικία με αντιπαροχή, με πρώτους ενοίκους τους έως χθες άρχοντες του… κοινοβίου. Για την Ιστορία, συνιστώ στους νεότερους να δουν, για να μπουν στο κλίμα, την παλιά ταινία «Οι κυρίες της αυλής» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και την Κατερίνα Γιουλάκη…

Με την πολυκατοικία, που προσέφερε ανθρώπινη ζωή και… θέρμανση, έκανε ο μέσος αστός και το πρώτο άλμα αναβάθμισής του. Φόρεσε τις παντόφλες του και ήπιε πανευτυχής το ουζάκι του, χωρίς να σκοτίζεται ιδιαίτερα για τη ματαιότητα των εγκοσμίων. Τώρα η πολυκατοικία έχει και θυρωρό, που του δίνουν διαταγές: «Πάρε μου, Θανάση, μισό κιλό φέτα. Πρόσεξε μόνον μη σου πασάρουν ασβέστη…».

Και ο Θανάσης τρέχει στον μπακάλη, τον χασάπη, τον μανάβη, για να μην αμφισβητηθεί το αξίωμα του θυρωρού που κατέχει. Μόνον που οι κακές γλώσσες λένε πως τους θυρωρούς ουσιαστικά τους διορίζει η ασφάλεια, για να μαθαίνει τι καπνό φουμάρουν οι ένοικοι…. Έτσι, ο θυρωρός γίνεται τάτσι, μήτσι, κότσι με τους μπακάληδες και μεταβάλλεται σε «Φιλιππινέζα» της νοικοκυράς, για να μαθαίνει από πρώτο χέρι τα συμβάντα στη γειτονιά. Η πολυκατοικία έδιωξε το κάρβουνο ως καύσιμη ύλη για το μαγείρεμα.

Τη θέση της φουφούς, την οποία πετάξανε, πήρε τώρα μια ολοκαίνουρια ηλεκτρική κουζίνα μάρκας ΙΖΟΛΑ. Έχει τρία μάτια κι ένα μικρό για τον καφέ. Έχει και ρολόι, να το βλέπει και να μην ξεχνιέται η μαγείρισσα και τους κάψει το φαΐ. Προχθές, στο φουρνάκι, η μαμά μαγείρεψε ένα παστίτσιο μούρλια. Έφτιαξε και ένα κέικ να γλύφεις τα δάχτυλά σου. Μαζί με τη φουφού πετάξαμε στα σκουπίδια και το πήλινο τσουκάλι, όπου μαγειρεύαμε. Τώρα αγοράσαμε καινούργια μαγειρικά σκεύη, μάρκα Pyramis, από την Καλλιθέα, που, καθώς ήταν φτιαγμένα από ανοξείδωτο χάλυβα, στόλιζαν τα ράφια με τη γυαλάδα τους. Η αλλαγή από την αυλή στην πολυκατοικία επέφερε και τεράστια αλλαγή στη νοοτροπία των ανθρώπων. Μπορεί να μένανε σ’ ένα δωματιάκι 2×3 στην αυλή, μα τώρα στην πολυκατοικία ξύπνησαν αρχόντοι.

Έτσι, σε πολύ λίγο καιρό, ένα ηλεκτρικό ψυγείο κατέφθασε στο σπίτι. Με το πρώτο, πήρε τις πλαστικές φόρμες ο πατέρας και έφτιαξε παγάκια. Ένιωθε σιγουριά επειδή τώρα το τυράκι του, το γιαουρτάκι του ή το φαγάκι του είναι απόλυτα ασφαλή και δεν θα πάθει καμιά τροφική δηλητηρίαση.

Με το πέρασμα του χρόνου το κάθε σπίτι έγινε… ηλεκτρικό. Το ηλεκτρικό ψυγείο ακολούθησε η ηλεκτρική παρκετέζα, το μίξερ, το ηλεκτρικό πλυντήριο. Βέβαια, ο εξηλεκτρισμός δεν έγινε σε μία μέρα.

Όμως ο δρόμος είχε ανοίξει κι από το σχεδόν τίποτα εγκατέλειψε ο Έλληνας την πατροπαράδοτη μιζέρια κι έγινε αστός με δύο τηλεοράσεις κι άλλα τόσα αυτοκίνητα. Κι εκεί, πέριξ της πλατείας των Αγίων Θεοδώρων, υπάρχει πάντα ένας Κωτσόβολος, να επιμένει «Βεβαίως, χωρίς λεφτά»…


Σχολιάστε εδώ