Δεν θέλουμε τίποτα από κανέναν, δεν παραχωρούμε τίποτα σε κανέναν


Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Αλήθεια, με συγκίνησε πάρα πολύ την περασμένη Κυριακή η φωνή του γνωστού μεγάλου μουσικοσυνθέτη, του Μίκη Θεοδωράκη, που μ’ όλη τη σοφία των χρόνων που έζησε ξεπέρασε πάλι τις «κόκκινες» γραμμές για να πει με απλά λόγια πόσο σημαντικό είναι ο λαός ενωμένος, να προβάλλει τη θέλησή του και να υπερασπίζεται τον τόπο του μ’ ένα οργισμένο «ΟΧΙ» στις επιβουλές γειτονικών κρατών, που παρά το λίγο της παρουσίας τους κατάφεραν να επιβάλουν εκείνο που αυτοί ήθελαν. Έφτιαξαν μια δική τους ιστορία και ανενδοίαστα επέμειναν στην καταγωγή του Μ. Αλεξάνδρου απ’ τον τόπο τους, την οποία καταγωγή, περιέργως, διεκδικούν και οι Βούλγαροι.

Είναι αστείο, μαζί και άθλιο, να προσπαθούν να οικειοποιηθούν τους αγώνες και τη βαμμένη με αίμα πορεία ενός λαού, του ελληνικού, που ποτέ δεν επιβουλεύτηκε τα σύνορα ξένων χωρών, που πάντα οι αγώνες του ήταν αμυντικοί και που κατέκτησε τον κόσμο με τον πολιτισμό του, τους σοφούς του, τους επιστήμονές του, τη διάδοση των μαθηματικών, της ιατρικής και κάθε τι που μαρτυρούσε το οξύ πνεύμα και τη βαθιά εκτίμηση της ανθρώπινης ζωής.

Σήμερα θυμάμαι με τρυφερότητα τα λόγια της θείας μου, μιας γηραιάς κυρίας, μεγαλωμένης στα βάθη της Μ. Ασίας, στο χωριό Πόρος της Καππαδοκίας, όταν διηγούνταν με περηφάνια την ελληνική ιστορία, που διδασκόταν σχεδόν κρυφά στα σχολεία τους.

Διηγούνταν κι έκλαιγε και συνέχιζε, καθώς η φωνή της παλλόταν τρέμοντας απ’ τη συγκίνηση. Μετά τον θάνατο του Φιλίππου, ο Μέγας Αλέξανδρος, βασιλεύς γενομένος της Μακεδονίας, καθυπέταξε την Ασία κι έφτασε έως τον Ευφράτη. Κι έλεγε, έλεγε ατέλειωτα όλη την ιστορία του μεγάλου έλληνα ηγέτη. Εμείς, ως παιδιά, την ακούγαμε και βέβαια, πέρα απ’ την αρχή της διηγήσεώς της, δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε -και μάλιστα στην καθαρεύουσα- περισσότερα. Ήταν μια γλώσσα γοητευτική, αυστηρή, που την αγνοούν τα σημερινά παιδιά.

Ένα ηχηρό «ΟΧΙ» λοιπόν, με τόλμη και ανυποχώρητα, θα μπορούσε να δείξει ότι δεν είμαστε άβουλα πιόνια συμφερόντων, ότι μπορούμε και πάλι να τα δώσουμε όλα για να διαφυλάξουμε προσωπικότητες που λάμπρυναν την πατρίδα μας, μια πατρίδα που μαχόταν πάντα για την ύπαρξή της. Πηγαίνοντας ένα καλοκαίρι στην Κω, επισκέφθηκα το νοσοκομείο όπου ο πρώτος γιατρός της αρχαιότητας, ο Ιπποκράτης, περιέθαλπε τους ασθενείς του. Και ομολογουμένως έμεινα άφωνη όταν είδα στα δωμάτια των ασθενών μαρμάρινα δείγματα κλινών, το χειρουργικό τραπέζι, τις αίθουσες αναμονής ξέχωρες απ’ τις θέσεις νοσηλείας και λεπτομέρειες μιας οργανωμένης στέγης για πάσα νόσο. Σ’ όλη τη Γη, οι γιατροί που αποφοιτούν δίνουν τον όρκο του Ιπποκράτη. Όταν τ’ άκουσα για πρώτη φορά, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί την απέραντη περηφάνια μου. Θα ήταν αστείο λοιπόν να διεκδικήσουν και την παρουσία του Ιπποκράτη οι Σκοπιανοί, οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι.

Πραγματικά, έχω τόσο εξοργιστεί μ’ αυτή μας τη στάση, του καλοκάγαθου, ευγενούς, του μελιστάλακτου, χαμογελαστού, υπομονετικού συνεταίρου μιας περιοχής στο νότιο άκρο της Ευρώπης, της βαλκανικής χερσονήσου, που απορώ πώς μπορεί να είναι κανείς κυβερνήτης, υπουργός, υπερασπιστής δικαιωμάτων αν δεν δείχνει και την άλλη του πλευρά, της αγανάκτησης, της σταθερής του στάσης, της αυστηρής, που δεν επιδέχεται άδικους συμβιβασμούς που θα αποτελούσαν στίγμα στην πορεία του.

Πείτε «ΟΧΙ», με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Μπορείτε, με μία σας άρνηση, να εμποδίσετε την ένταξή τους στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Εκμεταλλευτείτε αυτό το χαρτί και ζητήστε ανταλλάγματα. Γίνετε κάποτε διεκδικητές και όχι πάροχοι όσων ζητούν. Έστειλαν χιλιάδες κατατρεγμένους πρόσφυγες σε μια μικρή Ελλάδα, που ωστόσο άνοιξε την αγκαλιά της και δέχτηκε απεγνωσμένους ανθρώπους, που τώρα ζητούν πράγματα ή μάλλον απαιτούν καλύτερες συνθήκες ζωής. Από ποιον; Από μια Ελλάδα που τη δέρνουν άνεμοι. Πού είναι τα πλούσια κράτη του Βορρά, να σταθούν συμπαραστάτες σ’ αυτήν την περίπτωση;

Δεν θέλουμε τίποτε από κανέναν, δεν παραχωρούμε τίποτε σε κανέναν. Θέλουμε μια χώρα ελεύθερη, ανθρώπινη και απαλλαγμένη απ’ τα βαρίδια που δυσχεραίνουν τη ζωή μας.


Σχολιάστε εδώ