Γ. Στουρνάρας: Οικονομικό περιβάλλον και η πολύπλευρη συνεργασία μεταξύ Ελλάδας – Ισραήλ

Γ. Στουρνάρας: Οικονομικό περιβάλλον και η πολύπλευρη συνεργασία μεταξύ Ελλάδας – Ισραήλ

Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα
Στο Ελληνοϊσραηλινό Επιμελητήριο Εμπορίου και Τεχνολογίας

«Οικονομικό περιβάλλον και η πολύπλευρη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών»

Αθήνα, 12 Φεβρουαρίου 2018

Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση και την ευκαιρία που μου δίνετε σήμερα να απευθυνθώ στο Ελληνοϊσραηλινό Επιμελητήριο Εμπορίου και Τεχνολογίας. Xαιρετίζω την προσπάθεια του Επιμελητηρίου για τη σύσφιξη των επιχειρηματικών σχέσεων των δύο χωρών. Θα επικεντρωθώ στα παρακάτω θέματα: Αρχικά θα περιγράψω την πρόοδο που έχει κάνει η Ελλάδα από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα. Κατόπιν, θα αναλύσω σύντομα τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και τους σημαντικότερους κινδύνους καθώς και τις προκλήσεις για τη διατηρήσιμη ανάκαμψή της. Τέλος, θα αναφερθώ στην πολύπλευρη συνεργασία Ελλάδας-Ισραήλ, η οποία αποσκοπεί στην εμβάθυνση σχέσεων αμοιβαίως επωφελούς συνεργασίας σε τομείς όπως το εμπόριο, ο τουρισμός, οι επενδύσεις, η άμυνα, η τεχνολογία, η ενέργεια, το περιβάλλον και η εκπαίδευση.
****
Εξελίξεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Από την αρχή της κρίσης, το 2010, η Ελλάδα εφάρμοσε ένα πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, που οδήγησε τόσο στην εξάλειψη του δημοσιονομικού ελλείμματος και του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου όσο και στη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, ειδικά ως προς το κόστος εργασίας. Παράλληλα, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο με την εφαρμογή ενός αυστηρού προγράμματος μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό, στο σύστημα υγείας, στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στη δημόσια διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα και στο δημοσιονομικό πλαίσιο.
Η πρόοδος στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής και η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης είχε θετικές επιδράσεις στην εμπιστοσύνη, τη ρευστότητα και την οικονομική δραστηριότητα. Η θετική πορεία της οικονομίας αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στα στοιχεία του ΑΕΠ αλλά και σε μία σειρά από σημαντικούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βιομηχανική παραγωγή, οι ροές εξαρτημένης απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και οι ξένες άμεσες επενδύσεις, καθώς και σε δείκτες προσδοκιών, όπως είναι ο δείκτης ΡΜΙ στη βιομηχανία και ο δείκτης οικονομικού κλίματος.
Επίσης, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων κατέγραψαν υποχώρηση και η καμπύλη αποδόσεων εξομαλύνθηκε, ως συνέπεια της σταδιακής βελτίωσης του οικονομικού περιβάλλοντος στη χώρα. Έτσι, τον Ιούνιο του 2017 κατέστη δυνατόν να εκδοθεί νέος πενταετής τίτλος από το Ελληνικό Δημόσιο, για πρώτη φορά από το 2014, το Νοέμβριο πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή ομολόγων ύψους 25,8 δισεκ. ευρώ, και την προηγούμενη εβδομάδα εκδόθηκε επταετές ομόλογο ύψους 3 δισεκ. ευρώ με απόδοση 3,5%, παρά τις αναταράξεις που έχουν ήδη ξεκινήσει στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
Τέλος, στο τραπεζικό σύστημα έχει πραγματοποιηθεί αναδιάρθρωση και αναδιάταξη. Οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα αυξήθηκαν, η μείωση της τραπεζικής χρηματοδότησης ως προς το μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα επιβραδύνθηκε, ενώ το ανώτατο όριο παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες (ELA) περιορίστηκε σημαντικά. Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις. Παράλληλα, με βάση τις εκθέσεις προόδου που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνεται ικανοποιητική η πρόοδος ως προς την επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων που έχουν προσδιοριστεί για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ). Επιπρόσθετα, οι συσσωρευμένες προβλέψεις των τραπεζών επαρκούν για να καλύψουν το ήμισυ του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, ενώ το υπόλοιπο καλύπτεται πολύ ικανοποιητικά (σε ποσοστό που προσεγγίζει το 100%) από την αξία (βάσει συντηρητικών αποτιμήσεων) των εμπράγματων εξασφαλίσεων, που έχουν λάβει οι τράπεζες έναντι των προβληματικών δανείων τους.
Οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία δείχνουν ενίσχυση της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας για τα επόμενα έτη. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος ο ρυθμός ανάπτυξης το 2017 ήταν 1,6%, ενώ θα επιταχυνθεί στο 2,4% και 2,5% το 2018 και 2019 αντίστοιχα.

Η κατανάλωση αναμένεται να σημειώσει ανάκαμψη, ωθούμενη από την ανοδική τάση της απασχόλησης, ενώ οι επενδύσεις προβλέπεται να αυξηθούν καθώς θα αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη, θα βελτιώνονται οι συνθήκες χρηματοδότησης και θα επιταχύνονται οι ιδιωτικοποιήσεις. Οι εξαγωγές αναμένεται να συνεχίσουν τη θετική τους πορεία, επωφελούμενες όχι μόνο από τις ευνοϊκές προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας αλλά και από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, που έχει ήδη επιτευχθεί. Η αναμενόμενη ενδυνάμωση της οικονομικής ανάκαμψης, η περαιτέρω ενίσχυση της εμπιστοσύνης και η περαιτέρω πρόοδος στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα αυξήσει τις δυνατότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων να συγκεντρώσουν χρηματοδοτικούς πόρους, με την προσέλκυση καταθέσεων, την πρόσβαση στη διασυνοριακή διατραπεζική αγορά και την έκδοση χρεογράφων.
Προκλήσεις και κίνδυνοι
Οι παραπάνω προβλέψεις βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει την πρόκληση της εφαρμογής αποτελεσματικών και περιεκτικών διαρθρωτικών αλλαγών, ώστε να κεφαλαιοποιηθεί η έως τώρα πρόοδος, να ενδυναμωθούν οι θετικές προοπτικές και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην πορεία της οικονομίας, με θετικές επιδράσεις στη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου. Στο πλαίσιο αυτό, η καλή προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και εξωτερικοί κίνδυνοι, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, συνδέονται με την ξαφνική, τις προηγούμενες δύο εβδομάδες, αύξηση της αποστροφής των επενδυτών προς τον κίνδυνο, με τις αναταράξεις στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, με εντάσεις στις αγορές συναλλάγματος και με γεωπολιτικούς παράγοντες.
Η μακροχρόνια οικονομική κρίση έχει αναδείξει ορισμένες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, προκειμένου η ελληνική οικονομία να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Οι προκλήσεις αυτές είναι:

α) Το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος. Είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν αποφασιστικές και συγκεκριμένες δράσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους, στη βάση των αποφάσεων του Eurogroup του Ιουνίου του 2017. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη κάνει συγκεκριμένες προτάσεις, π.χ. μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του EFSF κατά 8,5 χρόνια τουλάχιστον. Αυτή η πρόταση ήπιας αναδιάρθρωσης του χρέους είναι ζωτικής σημασίας για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας, ενώ για τους εταίρους της συνεπάγεται ελάχιστο μόνο κόστος. Μεταξύ άλλων, η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους θα ανοίξει το δρόμο για την ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, στην κανονική περίοδο και στην περίοδο επανεπένδυσης, το οποίο με τη σειρά του θα διευκολύνει τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές και θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης.
β) Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων και το πρόβλημα των στρατηγικών κακοπληρωτών. Ο στόχος μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων για τα δύο επόμενα έτη αυξάνεται σημαντικά, με αποτέλεσμα να απαιτείται ενίσχυση των προσπαθειών των τραπεζών. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο το νέο θεσμικό πλαίσιο και όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για την εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους, δηλαδή ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, η διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων και η μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων στη δευτερογενή αγορά. Επιβάλλονται, επίσης, δραστικές αποφάσεις για τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών, την αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες.
γ) Η υστέρηση των επενδύσεων. Μόνη οδός για να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό είναι η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, με έμφαση στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η δημιουργία κατάλληλου πλαισίου εντός του οποίου, η επιχειρηματικότητα θα λειτουργεί αποτελεσματικά. Παρά τη σημαντική πρόοδο σε διάφορους τομείς, με βάση ορισμένους ποιοτικούς δείκτες που αντανακλούν το επιχειρηματικό περιβάλλον, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται χαμηλά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Επομένως, το κράτος θα πρέπει να συνεχίσει να δίνει έμφαση στη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, καθώς και στη μείωση της γραφειοκρατίας.
δ) Η χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας. Η παραμονή σε χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση, μετά το πέρας του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της δυνατότητας των ελληνικών ομολόγων να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (waiver). Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, η εξασφάλιση του waiver μετά τη λήξη του προγράμματος είναι σημαντική τόσο για το κόστος χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, καθώς ακόμα και οι πράξεις repos επηρεάζονται θετικά από την ύπαρξη του waiver, όσο και για τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, στην κανονική περίοδο και στην περίοδο επανεπένδυσης.
ε) Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων. Η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και η επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα είναι προαπαιτούμενα για τη διατηρήσιμη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και θα βοηθήσουν στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.
Οι προκλήσεις αυτές πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου να διευκολυνθούν η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, η επιχειρηματικότητα και η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, καθώς και να ενισχυθεί ο μεσομακροπρόθεσμος δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Εκτός όμως από τα παραπάνω, απαιτείται η Ελλάδα να διευρύνει τη βάση του συγκριτικού της πλεονεκτήματος. Η πρόκληση σήμερα είναι η περαιτέρω άνοδος των παραγόμενων εγχωρίως αγαθών και υπηρεσιών στην κλίμακα της τεχνολογικής εξειδίκευσης και η ένταξη των ελληνικών επιχειρήσεων σε διεθνείς παραγωγικές αλυσίδες αξίας.
Στόχος είναι η ανάδειξη εξωστρεφούς και ανταγωνιστικής ελληνικής οικονομίας, η οποία θα αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς και θα αξιοποιεί τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα στις διεθνείς αγορές.
Πολύπλευρη συνεργασία Ελλάδας-Ισραήλ
Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε μία στρατηγική διεύρυνσης της συνεργασίας με το Ισραήλ. Ο ενεργειακός τομέας, και συγκεκριμένα τα σχέδια εξαγωγής των αναπτυσσόμενων αποθεμάτων αερίου της Κύπρου και του Ισραήλ μέσω της Ελλάδας στην ΕΕ, αποτέλεσε το κίνητρο και τον πυλώνα αυτής της συνεργασίας. Η προώθηση των ενεργειακών διασυνδέσεων προσφέρει πολλαπλά γεωπολιτικά οφέλη και μπορεί να δώσει σημαντική ώθηση στον ενεργειακό τομέα καθώς και σε άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Η θέση της Ελλάδας αναβαθμίζεται τόσο σε περιφερειακό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Το πλαίσιο δυνατότητας συνεργασίας Ελλάδας-Ισραήλ δεν περιορίζεται όμως μόνο σε αυτά τα ζητήματα. Ξεκινώντας από πεδία πολιτικής όπως η άμυνα και η ενεργειακή εκμετάλλευση, υπογράφηκαν διμερείς συμφωνίες συνεργασίας για μια σειρά άλλων θεμάτων, όπως ο τουρισμός, η προστασία του περιβάλλοντος, η έρευνα και η τεχνολογία.
Το Ισραήλ και η Ελλάδα πράγματι έχουν ομοιότητες. Η γεωγραφική εγγύτητα των δύο χωρών, καθώς και οι πολιτιστικές και ιστορικές ομοιότητες, αποτελούν επίσης ένα θετικό στοιχείο.
Α) Οικονομικές και εμπορικές σχέσεις
Οι διμερείς εμπορικές σχέσεις Ελλάδας-Ισραήλ διαχρονικά υπολείπονται των πραγματικών δυνατοτήτων συνεργασίας των δύο χωρών.
Η πορεία των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων με προορισμό το Ισραήλ παρουσίασε υποχώρηση την περίοδο 2012 – 2014, και με αύξηση το 2015. Για το ενδεκάμηνο του 2017 οι ενδείξεις είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές για τις εξαγωγές. Παρόλ’ αυτά, το ποσοστό των εξαγωγών αγαθών προς το Ισραήλ παραμένει μικρό ως προς το σύνολο των ελληνικών εξαγωγών αγαθών (1,7% για το α’ εξάμηνο του 2017). Οι κύριες ελληνικές εξαγωγές προς το Ισραήλ αφορούν τα καύσιμα και τα λοιπά προϊόντα μεταποίησης, ενώ οι κύριες εισαγωγές σχετίζονται με τα καύσιμα και τις πρώτες ύλες εκτός καυσίμων.
Ο τομέας τροφίμων και ποτών στην Ελλάδα έχει μεγαλύτερη συμβολή στον τομέα της μεταποίησης σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ-28. Η βελτίωση των διμερών σχέσεων, η γεωγραφική εγγύτητα, που συνεπάγεται μικρότερο μεταφορικό κόστος, καθώς και η δυνατότητα ανοίγματος σε τρίτες αγορές, μέσω των εμπορικών συμφωνιών που έχει υπογράψει η ΕΕ με το Ισραήλ, προσφέρουν τη δυνατότητα στην Ελλάδα να προσανατολίσει τις εξαγωγές της στον τομέα αυτό. Η Ελλάδα αποτελεί ιδανική γέφυρα στις αναδυόμενες αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και υπάρχουν ευκαιρίες δημιουργίας προστιθέμενης αξίας σε πολλές κατηγορίες προϊόντων, ειδικά καθώς το παγκόσμιο ενδιαφέρον για ποιοτικά τρόφιμα συνεχίζει να αυξάνεται. Παράλληλα, το περαιτέρω άνοιγμα προς τις αγορές του εξωτερικού, η συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και η αύξηση των εμπορικών δεσμών με χώρες και επιχειρήσεις που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας σε παγκόσμια κλίμακα, όπως είναι το Ισραήλ, θα έχει ως συνέπεια την απορρόφηση νέων τεχνολογιών από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και τη διάχυσή τους στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές της προοπτικές.
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις μεταξύ των δύο χωρών κινούνται σε χαμηλά επίπεδα. Η διευρυνόμενη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών όμως έχει ως αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να έχουν ανακοινωθεί κάποιες σημαντικές επενδύσεις από το Ισραήλ προς την Ελλάδα. Για την περίοδο 2012-2016 οι ξένες άμεσες επενδύσεις αφορούν τον κλάδο των λοιπών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και τις αγοραπωλησίες ακινήτων, ενώ το 2017 παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον και στον κλάδο της μεταποίησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, περίπου 250.000 Ισραηλινοί τουρίστες επισκέφθηκαν την Ελλάδα το ενδεκάμηνο του 2017 (αύξηση κατά 16% σε σχέση με το 2016), ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης, για την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2017, οι διανυκτερεύσεις των Ισραηλινών αυξήθηκαν κατά 90,5% σε σχέση με το 2016, κατατάσσοντας το Ισραήλ στην 3η θέση (από την 11η). Η Ελλάδα αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους προορισμούς για τους Ισραηλινούς τουρίστες. Πράγματι στις πρόσφατες διμερείς συναντήσεις έχει δοθεί ξεχωριστεί έμφαση στον τομέα του τουρισμού. Επομένως, η Ελλάδα θα πρέπει να στοχεύει στην ανάδειξη της χώρας ως προορισμού-κόμβου, στη συνέργεια δράσεων του τουρισμού με τον πολιτισμό, στην προσπάθεια επιμήκυνσης του χρόνου διαμονής των τουριστών από το Ισραήλ και στην ανάδειξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού, όπως είναι για παράδειγμα ο ιατρικός τουρισμός.
Β) Επιστήμη και Τεχνολογία
Η Ελλάδα και το Ισραήλ επέλεξαν να συνεργαστούν, επίσης, σε θέματα επιστήμης και τεχνολογίας, αναγνωρίζοντας ότι μία τέτοια συνεργασία μπορεί να οδηγήσει σε τεχνολογικές και ερευνητικές συνέργειες, υποστηρίζοντας την πορεία προς μία βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Στο πλαίσιο της Δράσης «Διμερής και Πολυμερής Συνεργασία Ελλάδος-Ισραήλ σε Έρευνα και Τεχνολογία» επιχορηγούνται δαπάνες ερευνητικών έργων και καινοτομίας στους τομείς: αγροδιατροφή, βιοεπιστήμες, φάρμακα, ενέργεια και περιβάλλον. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2013-2015 υλοποιήθηκαν 31 κοινά έργα.
Το Ισραήλ διαθέτει ένα καλά αναπτυγμένο εθνικό σύστημα καινοτομίας. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Καινοτομίας, κατατάσσεται στην 17η θέση για 2017, ενώ, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum για το 2017-2018, κατατάσσεται στην 3η θέση. Οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) στο Ισραήλ ως ποσοστό του ΑΕΠ υπερβαίνουν οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2015 ξεπέρασε τη Νότια Κορέα, ηγέτη στον τομέα της Ε&Α, δαπανώντας το 4,25% του ΑΕΠ έναντι 4,23% αντίστοιχα. Ο αριθμός των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας («πατέντες») ανά κάτοικο είναι ο υψηλότερος στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ισραηλινής οικονομίας διαδραμάτισε και συνεχίζει να διαδραματίζει το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Δεδομένης της έλλειψης φυσικών πόρων, το Ισραήλ αποτελεί οικονομία παραγωγής και εξαγωγής γνώσης και επιστημόνων/τεχνολόγων με ισχυρό διεθνή προσανατολισμό. Για το 2015, το 10% των εγχώριων δημοσιεύσεων συμπεριλαμβανόταν στο 10% των δημοσιεύσεων με τις περισσότερες ετεροαναφορές παγκοσμίως. Το Ισραήλ διαθέτει υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικό σύστημα και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο μορφωμένες κοινωνίες στον κόσμο. Περίπου ο μισός πληθυσμός ηλικίας 25-64 είναι απόφοιτος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ποσοστό πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (35%) και το τρίτο υψηλότερο σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ.
Όπως και οι Ισραηλινοί, οι Έλληνες πιστεύουν ιδιαίτερα στη σημασία της εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum για το 2017-2018, και οι δύο χώρες βρίσκονται υψηλά στην κατάταξη, ως προς τη διαθεσιμότητα επιστημόνων και μηχανικών (6η θέση για το Ισραήλ και 10η θέση για την Ελλάδα). Πράγματι, το ελληνικό σύστημα Έρευνας, Τεχνολογίας και Ανάπτυξης της Καινοτομίας (ΕΤΑΚ) διαθέτει υψηλής ποιότητας έμψυχο δυναμικό και νησίδες αριστείας, τόσο στους δημόσιους ερευνητικούς φορείς όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Αξίζει να αναφερθεί ότι, με βάση τα δεδομένα που προκύπτουν, αναφορικά με τις επιστημονικές δημοσιεύσεις των Ελλήνων ερευνητών, το εγχώριο ανθρώπινο δυναμικό σημειώνει ενθαρρυντικές επιδόσεις, τόσο ως προς τον αριθμό των δημοσιεύσεων (αν και παρατηρείται επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου από το 2009 και πτώση από το 2013) όσο και ως προς τον αντίκτυπο που έχουν διά των ετεροαναφορών τους, συγκριτικά με άλλα κράτη της ΕΕ αλλά και τις χώρες του ΟΟΣΑ. Παράλληλα, η Ελλάδα διαθέτει μεγάλο αριθμό εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού υψηλών προσόντων (7,3 διδάκτορες ανά 1000 άτομα οικονομικά ενεργού πληθυσμού).
Η Ελλάδα, όμως, αργεί να μετασχηματιστεί σε «οικονομία της γνώσης». Το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στη χαμηλή αποτελεσματικότητα του συστήματος καινοτομίας, καθώς οι ερευνητικές εκροές δεν μετατρέπονται σε αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Υπάρχει, δηλαδή, το παράδοξο της μη «εμπορικής αξιοποίησης» της γνώσης και του υψηλού επιπέδου ερευνητικών αποτελεσμάτων. Τα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα και τα πανεπιστήμια δεν εμπορευματοποιούν τα ερευνητικά τους αποτελέσματα, όπως προκύπτει από τον εξαιρετικά χαμηλό αριθμό των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και την υποτονική συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων στην Έρευνα και Ανάπτυξη.
Αντίθετα, τα ισραηλινά πανεπιστήμια έχουν πολλές επιτυχημένες περιπτώσεις εφαρμοσμένης έρευνας και σύνδεσης αυτής με την αγορά. Τα ισραηλινά πανεπιστήμια έχουν ιδρύσει εταιρίες μεταφοράς τεχνολογίας, τα οποία επιτρέπουν την εμπορευματοποίηση του ερευνητικού προϊόντος. Είναι μέρος της αποστολής του πανεπιστημίου. Τόσο σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Καινοτομίας όσο και με τον Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum, το Ισραήλ κατατάσσεται στη 3η θέση ως προς τη συνεργασία πανεπιστημίων-επιχειρηματικού τομέα σε θέματα Έρευνας και Ανάπτυξης. Για το 2013, το 12% των συνολικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας πραγματοποιήθηκε από πανεπιστήμια και δημόσια ερευνητικά ιδρύματα (πάνω από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ-28, 7% και 9% αντίστοιχα) με αποτέλεσμα το Ισραήλ να κατατάσσεται πρώτο. Τον περασμένο Μάρτιο η εταιρία τεχνολογίας αυτόνομης οδήγησης, Mobileye, η οποία αποτελεί «πνευματικό παιδί» του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, εξαγοράστηκε από την Intel προς 15,3 δισεκ. δολάρια.
Η εμπειρία του Ισραήλ στη αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας είναι αξιοσημείωτη και μπορεί να είναι χρήσιμη για την ανάπτυξη αντίστοιχων πρωτοβουλιών στην Ελλάδα, με στόχο την ενεργό συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο σχεδιασμό της πολιτικής για την έρευνα, μέσω της από κάτω προς τα πάνω (bottom-up) διαβούλευσης και αναζήτησης ιδεών για ερευνητικά έργα. Για παράδειγμα, η άγονη τοπογραφία του Ισραήλ ώθησε ισραηλινούς επιστήμονες να αναπτύξουν καινοτόμες μεθόδους καλλιέργειας και τεχνολογίες αφαλάτωσης. Η αποτελεσματική αφαλάτωση θα μπορούσε να βοηθήσει πολλά από τα νησιά της Ελλάδας που δεν διαθέτουν επαρκή αποθέματα νερού.
***
Το Ισραήλ έχει δημιουργήσει ένα από τα πιο επιτυχημένα επιχειρηματικά οικοσυστήματα στον κόσμο. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση Οικοσυστήματος Νεοφυών Επιχειρήσεων, το Τελ Αβίβ βρίσκεται στην 6η θέση για το 2017, με περίπου 2.200-2.700 νεοφυείς επιχειρήσεις στον τομέα της τεχνολογίας. Αποτελεί ένα άριστο παράδειγμα για το πώς μία μικρού μεγέθους οικονομία μπορεί, ακολουθώντας μία συγκεκριμένη στρατηγική, να στηρίξει τις νεοφυείς επιχειρήσεις και να προσελκύσει επενδύσεις από τις μεγαλύτερες εταιρίες του κόσμου στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ισραηλινή κυβέρνηση ίδρυσε το πρόγραμμα «θερμοκοιτίδων τεχνολογίας» (Technological Incubators), ενώ από το 2011 μέχρι σήμερα, ο επιχειρηματικός τομέας του Ισραήλ έχει αναπτύξει μεγάλο αριθμό «επιταχυντών επιχειρήσεων» (business accelators) για την ενίσχυση των νεοφυών επιχειρήσεων. Μπορεί το πρόγραμμα Yomza (yomza σημαίνει πρωτοβουλία) να ήταν η πιο σημαντική κρατική πρωτοβουλία αλλά πλέον υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός εταιριών επιχειρηματικών κεφαλαίων του ιδιωτικού τομέα, ενώ ένα μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης προέρχεται από ξένες άμεσες επενδύσεις. Ο δυναμισμός της επιχειρηματικότητας του Ισραήλ αποτελεί παράδειγμα των πολλαπλών ωφελειών από τη δημιουργία καινοτομικών συστάδων (clusters) επιχειρήσεων. Το Silicon Wadi (wadi σημαίνει κοιλάδα στα αραβικά) είναι μια περιοχή γύρω από το Τελ Αβίβ, η οποία διαθέτει ένα σύμπλεγμα βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας. Εταιρίες όπως η IBM, η Google, το Facebook, η HP και η Oracle έχουν παρουσία στην περιοχή αυτή και χρησιμοποιούν τους δεσμούς τους με τις επιχειρήσεις του Silicon Wadi για να ενισχύσουν τη στρατηγική για την καινοτομία, την έρευνα και ανάπτυξη. Τα τελευταία 40 χρόνια, 250 ισραηλινές επιχειρήσεις εισήχθησαν στο Nasdaq (μόνο οι ΗΠΑ και η Κίνα έχουν περισσότερες εισηγμένες επιχειρήσεις). Από κάθε άποψη, πρόκειται για αξιοσημείωτες επιδόσεις.
Οι λόγοι για τους οποίους το Ισραήλ κατάφερε να εξελιχθεί σε οικονομικό θαύμα, αποτελώντας πλέον ένα από τα μεγαλύτερα οικοσυστήματα νεοφυών επιχειρήσεων, σχετίζονται τόσο με γεωπολιτικές συνθήκες και τη γεωγραφική θέση της χώρας όσο με την κουλτούρα σε θέματα επιχειρηματικότητας.
Η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα θεωρούνται ευρέως πρωτογενείς παράγοντες, που επηρεάζουν τις επιχειρηματικές επιδόσεις. Στην πραγματικότητα, ο Δείκτης Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του International Institute of Management Development (IMD) τοποθετεί αυτή την ικανότητα μεταξύ των κορυφαίων δεικτών οικονομικής αποτελεσματικότητας. Η δημιουργικότητα και η ευελιξία είναι το καύσιμο της καινοτομίας και ο υψηλός βαθμός ανταπόκρισης στα μεταβαλλόμενα επιχειρηματικά περιβάλλοντα είναι καθοριστικής σημασίας για την ευημερία των επιχειρήσεων στη σημερινή δυναμική παγκόσμια αγορά. Η ικανότητα του Ισραήλ να μεταφράζει γρήγορα τις απαιτήσεις της αγοράς σε οργανωτικές ενέργειες αντανακλάται στη σταθερή απόδοσή του στο δείκτη ευελιξίας (3η για το 2017 ανάμεσα σε 63 χώρας) και την ευρεία αποδοχή του ως κέντρου καινοτομίας.
Συμπεράσματα
Οι συνεχιζόμενες προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική προσαρμογή αποφέρουν καρπούς. Όμως, χρειάζεται να γίνουν κι άλλα.
Υπό τις υπάρχουσες συνθήκες για την ελληνική οικονομία η λύση είναι αναμφισβήτητα η εξωστρέφεια. Η χώρα θα πρέπει να δημιουργήσει ανταγωνιστικά και καινοτόμα προϊόντα. Αυτό απαιτεί υποδομές, καινοτόμες μεθόδους εργασίας καθώς και, πάνω από όλα, τις συνθήκες, ώστε να διατηρηθεί στην Ελλάδα το ποιοτικό επιστημονικό δυναμικό, που αποτελεί ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα του εθνικού συστήματος έρευνας και καινοτομίας.
Η ανάπτυξη που βασίζεται στην καινοτομία, υποστηριζόμενη από επενδύσεις έντασης γνώσης (Knowledge Based Capital), είναι καταλυτικής σημασίας για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Τα ζητήματα συνεργασίας και μεταφοράς τεχνογνωσίας θα πρέπει επομένως να βρίσκονται στο επίκεντρο των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ.
Η οικονομία της γνώσης είναι αναμφισβήτητα ένας από τους πιο ελπιδοφόρους τομείς, στους οποίους οι δύο χώρες μπορούν να επωφεληθούν από την αμοιβαία συνεργασία. Η ενίσχυση της συνεργασίας και της δικτύωσης των οικοσυστημάτων καινοτομίας και των επιχειρήσεων στις δύο χώρες έχει ως στόχο την προώθηση της επιχειρηματικότητας, της έρευνας και ανάπτυξης καθώς και της καινοτομίας. Θα πρέπει να προωθηθούν κοινές πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη τεχνολογικών πάρκων, την προώθηση προγραμμάτων κινητικότητας των ερευνητών και προγραμμάτων υποτροφιών, την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της νέας επιχειρηματικότητας κ.ά. Παράλληλα, και οι δύο χώρες έχουν πολύ σημαντική δυναμική παρουσία εκτός συνόρων με αποτέλεσμα να είναι σημαντική η ενίσχυση συνεργασίας για θέματα διασποράς.
Η Ελλάδα και το Ισραήλ έχουν τώρα την ευκαιρία να προσανατολιστούν σε συνεργασίες με μεγάλο αντίκτυπο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τοπικών, περιφερειακών και παγκόσμιων προκλήσεων, νέες στρατηγικές εταιρικές σχέσεις, που αξιοποιούν τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, ενισχύουν τα συμπληρωματικά πλεονεκτήματα και παρέχουν ευκαιρίες για ανάπτυξη, θα πρέπει να παραμείνουν βασικές προτεραιότητες.
********************************************************
Παραπομπές
ΟΕCD (2016α), OECD Science, Technology and Innovation Outlook 2016, OECD Publishing, Paris.
ΟΕCD (2016β), Israel in Education at a Glance 2016: OECD Indicators, OECD Publishing, Paris.
ΟΕCD (2017), Highlights from the OECD Science, Technology and Industry Scoreboard 2017 – The Digital Transformation: Israel, OECD Publishing, Paris.
Στουρνάρας, Γ. (2017α), «Η παγκόσμια οικονομία και η Ελλάδα: προοπτικές και κυριότερες προκλήσεις με έμφαση στο ρόλο της ναυτιλίας», ομιλία στην Ένωση Εφοπλιστών, 4 Δεκεμβρίου 2017.
Στουρνάρας, Γ. (2017β), «Η ελληνική οικονομία: προοπτικές και κυριότερες προκλήσεις», ομιλία στο 2nd EU-Arab World Summit, 10 Νοεμβρίου 2017.


Σχολιάστε εδώ