ΓΣΕΕ: ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΕΝΤΥΠΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΔΙΔΕΤΑΙ Ο ΣΕΒ
Σε πόλεμο εντυπώσεων επιδίδονται οι συντάκτες του ενημερωτικού δελτίου του ΣΕΒ, με τη μόνη ειλικρίνεια που επιδεικνύουν να είναι η αδυναμία τους να αντιληφθούν ή σωστότερα η επιλογή τους να μην βλέπουν, ότι πέραν της πολιτικής που ακολουθείται, υπάρχει και άλλη πολιτική.
Είναι η πολιτική της αύξησης της ανταγωνιστικότητας, μέσω μειώσεων των τιμών που θα ακολουθήσουν πλήρως ή έστω εν μέρει, τις μεταβολές του μοναδιαίου κόστους εργασίας.
Αν όπως ισχυρίζονται οι συντάκτες του δελτίου οι τιμές, διαμορφώνονται αποκλειστικά στις διεθνείς αγορές και δεν μπορούν να μειωθούν, τότε ποιος ήταν ακριβώς ο στόχος της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης; Μονομερώς οι μειώσεις των μισθών των εργαζομένων;
Η αναφορά τους μάλιστα σε Σοβιετικού τύπου θεσμούς (κεντρικός σχεδιασμός), αποκαλύπτει πέρα από άγνοια και την εξτρεμιστική ιδεοληψία των συγγραφέων του δελτίου.
Επειδή όμως εκτός από το παιχνίδι των εντυπώσεων, υπάρχει και η ουσία και το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ κινείται αποκλειστικά και μόνο με τεκμηριωμένα επιστημονικά στοιχεία, ας δούμε αναλυτικά την αλήθεια:
Η ανάλυσή μας έδειξε ότι η μεταποιητική βιομηχανία, κατά την μνημονιακή περίοδο 2010-2016, αντί να χρησιμοποιήσει την μείωση κατά 37% του μοναδιαίου κόστους εργασίας για να μειώσει τις τιμές της και να αυξήσει έτσι την ανταγωνιστικότητά της και τις εξαγωγικές της επιδόσεις, στράφηκε σε μια πολιτική αύξησης των περιθωρίων κέρδους μέσα σε συνθήκες μηδενικών ή και αρνητικών καθαρών επενδύσεων. Η φάση αυτή φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε στη μεταποιητική βιομηχανία κατά το 2016, πλην όμως το βιομηχανικό παραγωγικό δυναμικό είχε εν τω μεταξύ υποστεί συρρίκνωση αλλά και τεχνολογική απαξίωση λόγω της αύξησης της παλαιότητάς του κατά μια πενταετία.
Κατά την αντίληψη των συγγραφέων του δελτίου του ΣΕΒ “οι μεταποιητικές επιχειρήσεις δεν έχουν έλεγχο πάνω στις τιμές των προϊόντων που παράγουν για εξαγωγές ή για υποκατάσταση εισαγωγών αφού οι τιμές αυτές καθορίζονται στις διεθνείς αγορές”. Αυτή είναι μια -αν μη τι άλλο- εντυπωσιακή δήλωση, διότι όλοι γνωρίζουμε πως κανείς δεν υποχρεώνει κανέναν να ακολουθήσει τις τιμές του ανταγωνισμού, και έχει κάθε δικαίωμα να μειώσει τις τιμές του όσο επιθυμεί προκειμένου να αυξήσει τις πωλήσεις του, ιδιαίτερα όταν έχει κόστος που το επιτρέπει. Πρόκειται εξάλλου για αυτό που κάνουν οι επιχειρήσεις της Πορτογαλίας και της Ισπανίας με αποτέλεσμα να έχουν βελτιώσει τις εξαγωγικές τους επιδόσεις και τις πωλήσεις τους αφήνοντας μακριά πίσω τους την ελληνική βιομηχανία.
Ρητά λοιπόν το Δελτίο αρνείται ότι υπάρχει η δυνατότητα οι τιμές να αυξομειώνονται ώστε να αντανακλούν τις μεταβολές του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Δεν χρειάζεται ωστόσο να είναι κάποιος ιδιαίτερα οξυδερκής παρατηρητής για να διαπιστώσει στα στατιστικά στοιχεία ότι συστηματικά στο παρελθόν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα μετέφεραν στις τιμές τους τις αυξήσεις του μοναδιαίου κόστους εργασίας, όποτε αυτές υπήρξαν (π.χ. 2000-2008), ενώ αντιθέτως, ελάχιστα μειώνουν τις τιμές τους όταν υπάρχουν μειώσεις των μισθών —ακόμη και όταν αυτές είναι δραματικές, όπως στη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου.
Οι συντάκτες του Δελτίου θεωρούν ότι κακώς η ανάλυση του ΙΝΕ αφορούσε μόνο τα χρόνια της κρίσης 2008-2016 και ότι θα έπρεπε να λάβει υπόψη και τα έτη 2000-2007, όταν το μέσο περιθώριο κέρδους στην Ελλάδα (με βάση το κόστος εργασίας) ήταν το δεύτερο υψηλότερο στην ευρωζώνη. Κατά την αντίληψή τους, η κερδοφορία θα πρέπει να επανέλθει στα υψηλά επίπεδα εκείνης της περιόδου οικονομικής άνθισης, άγνωστο όμως για ποιο λόγο.
Αυτή είναι μια τόσο αυθαίρετη προτίμηση που θα μπορούσαν να διαλέξουν ως περίοδο αναφοράς τα έτη 1960-1973, όταν η κερδοφορία βρισκόταν σε δυσθεώρητα υψηλά επίπεδα.
Σε μια ακόμη προσπάθεια να δημιουργήσει εντυπώσεις, το Δελτίο του ΣΕΒ ασκεί κριτική στην ανάλυσή μας διότι δεν λάβαμε υπόψη μας την άνοδο που παρουσίασαν οι επενδύσεις στην μεταποίηση κατά το 2016. Πράγματι, την στιγμή κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η ανάλυσή μας, το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, τα τελικά στοιχεία για τις εν λόγω επενδύσεις δεν είχαν δημοσιευθεί και οι εκτιμήσεις που υπήρχαν τότε υποεκτιμούσαν τις πραγματικές επενδύσεις. Έχει ενδιαφέρον όμως να εξετάσουμε με ποιο τρόπο αυτό μετατρέπει τα συμπεράσματα της ανάλυσής μας, σύμφωνα με τα οποία “Η φάση αποεπένδυσης στη μεταποιητική βιομηχανία φαίνεται ότι έληξε το 2016, αν και η βελτίωση είναι δυσδιάκριτη στα στοιχεία”. Με βάση τα σημερινά στοιχεία, οφείλουμε να μετατρέψουμε την εκτίμησή μας αυτή κατά το ότι η βελτίωση των επενδύσεων το 2016 δεν είναι πλέον δυσδιάκριτη στα στοιχεία αλλά εμφανής. Αυτή η μικρή διαφορά, όμως, αφορά μόνο το 2016, δηλαδή το τελευταίο έτος της περιόδου που αναλύσαμε. Επιπλέον, η σύνθεση των επενδύσεων του 2016 για τις οποίες το Δελτίο του ΣΕΒ θριαμβολογεί δεν είναι τόσο ελπιδοφόρα καθώς μόνο το ήμισυ των εν λόγω επενδύσεων αφορά σε μηχανολογικό εξοπλισμό (το άλλο μισό αφορά σε κατασκευές). Αυτή η αναλογία κατασκευών / μηχανολογικού εξοπλισμού = 1:1 είναι χαρακτηριστικό της περιόδου 2008-2016 ενώ η αντίστοιχη αναλογία κατά την προηγούμενη περίοδο ήταν 1:4. Η ποιότητα των επενδύσεων παρουσιάζει λοιπόν σημαντική επιδείνωση και κατά το 2016.
Για το σύνολο της μνημονιακής περιόδου, ισχύει επομένως το συμπέρασμα της ανάλυσής μας: Οι δραματικές μειώσεις των μισθών στη μεταποιητική βιομηχανία, στο σύνολο της μνημονιακής περιόδου. δεν απέδωσαν τα προβλεπόμενα από τη θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης (αντίστοιχες μειώσεις των τιμών, συνακόλουθη αύξηση της ανταγωνιστικότητας και βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), αλλά μετατράπηκαν σε αυξήσεις των κερδών, οι οποίες δεν συνοδευτήκαν από αξιόλογες αυξήσεις των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου.
Η περίοδος της αποεπένδυσης φαίνεται ότι τελείωσε κατά το 2016 μαζί με την διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης. Απομένει τώρα να δούμε ποιο θα είναι το ύψος αλλά και η σύνθεση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά τα επόμενα έτη. Διότι χωρίς μεγάλες και συνεχείς αυξήσεις των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και χωρίς αποκατάσταση της αναλογίας κατασκευών / μηχανολογικού εξοπλισμού υπέρ του δευτέρου στα προ κρίσης επίπεδα, δεν μπορεί να υπάρξει καμία συστηματική προσπάθεια για την βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, της εμπορίας τους, του γεωγραφικού προσανατολισμού των εξαγωγών, και των άλλων παραγόντων που αποκαλούμε «διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα». Απομένει να δούμε εάν η βιομηχανική τάξη είναι σε θέση να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο σχέδιο ή θα παραμείνει προσκολλημένη στην πάγια και παραδοσιακή άποψή της ότι τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας λύνονται με τη διατήρηση του κόστους εργασίας σε χαμηλά επίπεδα.
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ