Τα stress tests και η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών
Τα αποτελέσματα των stress tests των ελληνικών τραπεζών έχουν σημαντικό ρόλο στις μελλοντικές εξελίξεις, μετά το τέλος του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, τον Αύγουστο του 2018. Υπάρχουν δύο σημαντικά δεδομένα, τα οποία, υπό μια έννοια, καθορίζουν τη σημερινή κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Το πρώτο -θετικό- οι ισχυροί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, που σήμερα κινούνται μεταξύ 15%-18%, σε σχέση με τους αντίστοιχους που είχαν στα τεστ αντοχής του 2015, τα οποία, σημειωτέον, περιείχαν και έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού.
Το δεύτερο, αρνητικό, το υψηλό επίπεδο των μη αποτελεσματικών δανείων (τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια), το υψηλότερο στην ΕΕ. Η ανάγκη κάλυψης των μη αποτελεσματικών δανείων επιδρά αρνητικά στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, αναδεικνύοντας τη διαχείριση των μη αποτελεσματικών δανείων βασικό παράγοντα των εκτιμήσεων που θα παραχθούν από τα stress tests, που πρόκειται να αρχίσουν άμεσα.
Εκτός από τις πραγματοποιούμενες προβλέψεις, που καλύπτουν πάνω από το 50% τις προβλεπόμενες ή τις ήδη πραγματοποιηθείσες απώλειες, υπάρχουν και οι εμπράγματες εξασφαλίσεις των συγκεκριμένων δανείων. Οι εκτιμήσεις για τις μελλοντικές τιμές των εμπράγματων εξασφαλίσεων, συνεπώς, δείχνουν κατά πόσον θα χρειαστούν περαιτέρω κεφάλαια για την κάλυψη των δανείων που αντιπροσωπεύουν, σε περίπτωση μείωσης των τιμών. Έτσι, λοιπόν, στα επερχόμενα stress tests, στις προβολές που έχουν συμπεριληφθεί στο δυσμενές σενάριο, εκτιμάται ότι οι τιμές των ακινήτων θα παρουσιάσουν σωρευτική μείωση στην τριετία 2018-2020 17,6% για τις κατοικίες και 17,4% στα εμπορικά οικήματα.
Σήμερα οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας είναι υψηλοί, γεγονός που επιτρέπει σχετική αισιοδοξία για το αποτέλεσμα των τεστ αντοχής
Το πιο δύσκολο κομμάτι αφορά όμως τις παραδοχές τους για τα εμπορικά ακίνητα, όπου στα τεστ αντοχής του 2015 οι παραδοχές στο ακραίο σενάριο εκτιμούσαν αθροιστικά πτώση 9,1% και σήμερα, για την επόμενη τριετία, η πρόβλεψη είναι χειρότερη, με σωρευτική μείωση τιμών 17,4%. Ωστόσο η επιβάρυνση αυτή εξισορροπείται από την πιο ήπια προβολή (σ.σ.: Σε σχέση με το 2015, όπου προέβλεπαν σωρευτική μείωση 24,4%) που κάνουν στο δυσμενές σενάριο για την πτώση στις τιμές των κατοικιών (σ.σ.: πτώση 17,6%), με δεδομένο ότι το μεγαλύτερο μέρος των ενεχύρων στο στεγαστικό αλλά και σε μεγάλο κομμάτι των «κόκκινων» δανείων προς πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι απλές κατοικίες.
Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια, ότι θα χρειαστούν περαιτέρω κάλυψη με βάση το δυσμενές σενάριο. Όμως σήμερα οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας είναι υψηλοί, γεγονός που επιτρέπει σχετική αισιοδοξία για το αποτέλεσμα των τεστ αντοχής. Θα πρέπει επίσης να πούμε ότι το κατώτατο όριο στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας που έπρεπε να πληρούν τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, όπως ορίσθηκε από την ΕΚΤ στα τεστ του 2015, ήταν το 8%. Επομένως υπάρχει περιθώριο να καταναλωθεί κεφάλαιο από το υπάρχον.
Ένα ακόμη σημείο με εξαιρετικό ενδιαφέρον για τις ελληνικές τράπεζες είναι ότι με τη λήξη του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, και χωρίς νέα προληπτική πιστοληπτική γραμμή, θα εκλείψει η δυνατότητα ευθείας χρηματοδότησης από την ΕΚΤ και θα υπάρξει επιστροφή στη χρήση του ELA, λόγω του ότι η επενδυτική βαθμίδα της χώρας είναι πολύ κάτω από τη βαθμίδα επιλογής της ΕΚΤ. Και στο σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε την πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, για τις τέσσερις τράπεζες, το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης από την ΕΚΤ, που δεν ανήκει στην κατηγορία του ELA, αποτελείται από εξασφαλίσεις οι οποίες δεν θα χάσουν την επιλεξιμότητά τους σε περίπτωση άρσης του waiver από την ΕΚΤ μετά τον Αύγουστο του 2018, όπως, π.χ., τα ομόλογα του EFSF.
Η εκτίμηση είναι ότι η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ, που αποτελείται από ελληνικά κρατικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια και τα οποία θα επηρεαστούν, είναι κάτω από 4 δισ. ευρώ. Αν λάβουμε υπόψη ότι στο τρίτο τρίμηνο του 2017 η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τον μηχανισμό του ELA μειώθηκε περισσότερο από 9 δισ. ευρώ, και αναμένεται η εξάρτηση του συστήματος από τον μηχανισμό του ELA να μειωθεί το 2018, τότε ακόμη και αν οι τράπεζες θα πρέπει να μεταφέρουν ολόκληρο το ποσό των 4 δισ. ευρώ από το ευρωσύστημα στον ELA, το αποτέλεσμα δεν είναι αρνητικό. Ωστόσο και αυτό μπορεί τελικά να μη συμβεί, καθώς οι τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα και τα έντοκα γραμμάτια ως εγγύηση στις διατραπεζικές συμφωνίες επαναγοράς, τις οποίες ήδη πραγματοποιούν σε διαφορετικούς βαθμούς.