Για το Σκοπιανό απαιτείται εθνική ομοψυχία και αξιοποίηση του διεθνούς παράγοντα
Κάθε αντικειμενικός παρατηρητής των εσωτερικών εξελίξεων στο Σκοπιανό οδηγείται στη διαπίστωση ότι η κυβέρνηση, ή μάλλον ο κ. Τσίπρας, κάνει δύο κεφαλαιώδους σημασίας σφάλματα. Το πρώτο είναι ότι δεν λαμβάνει όλα τα μέτρα και δεν αναλαμβάνει όλες τις πρωτοβουλίες για να δημιουργήσει ενιαίο εσωτερικό μέτωπο. Το δεύτερο είναι ότι δεν αξιοποιεί τον διεθνή παράγοντα, τη διεθνή κοινότητα.
Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα και αν ακόμη δεν σταθούμε στις -κάθε άλλο παρά αδικαιολόγητες ή αυθαίρετες- αιτιάσεις που διατυπώνει ο κ. Μητσοτάκης, ότι ο κ. Τσίπρας διχάζει για κομματικούς λόγους τον λαό, γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι αντιμετωπίζουμε ως χώρα την παρούσα διαπραγμάτευση υπό το επικίνδυνο καθεστώς της πολυδιάσπασης. Η διάσπαση της εθνικής ενότητας αρχίζει από τη διγλωσσία της κυβέρνησης.
Ο κ. Καμμένος δεν είναι δισυπόστατος, ώστε άλλα να λέει ως αρχηγός κόμματος και άλλα ως υπουργός Αμύνης, όπως επιχειρεί να δικαιολογηθεί η κυβέρνηση. Και αν ακόμη υπάρχουν άτομα στην κυβέρνηση ή στα κόμματα που τη στηρίζουν ή ακόμη και στους ψηφοφόρους τους που πιστεύουν τέτοιες ασυναρτησίες, δεδομένο είναι ότι δεν τις πιστεύουν οι συνομιλητές μας, ούτε και οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, όπου σε λίγους μήνες θα κριθεί και πάλι το ζήτημα. Επομένως, η διγλωσσία Καμμένου, την οποία επιτρέπει ο κ. Τσίπρας, κάνει μέγα κακό στην εθνική υπόθεση, γιατί αποδυναμώνει τη θέση και τα επιχειρήματά μας.
Για την αποκατάσταση ενιαίας γραμμής και θέσης σε κυβερνητικό επίπεδο -που είναι το πρώτο και το ελάχιστο για να επιχειρηθεί η σύμπηξη ενιαίου εθνικού μετώπου- ο κ. Τσίπρας πρέπει να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, όπου ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ θα εμφανισθούν με μία, απολύτως ταυτιζόμενη γραμμή.
Επειδή, δε, ο κ. Τσίπρας έχει ήδη δηλώσει ποια είναι η γραμμή του (του Βουκουρεστίου του 2008), σε αυτήν τη γραμμή πρέπει να ταυτιστούν και οι βουλευτές των ΑΝΕΛ.
Τα λεγόμενα σχετικώς από τον υπουργό Εξωτερικών, ότι, δηλαδή, εν προκειμένω απαιτείται η πλειοψηφία των βουλευτών και όχι των κομμάτων, είναι από πάσης απόψεως όχι μόνο ανεπίτρεπτα αλλά και επιβλαβή, καθόσον εμφανίζουν και στο εσωτερικό και, κυρίως, στο εξωτερικό το κυβερνών σχήμα ως θεσμικό παράδοξο και, άρα, εξαιρετικά ευάλωτο.
Μόνο αφού υπ’ αυτούς τους όρους τύχει της εμπιστοσύνης της Βουλής ο κ. Τσίπρας μπορεί και την αποκατάσταση της εθνικής ενότητας και σε διακομματικό επίπεδο και σε επίπεδο λαϊκής βάσης να επιδιώξει. Αν δεν τα κάνει αυτά μένει εκτεθειμένος σε όποια κριτική, που τον εμφανίζει επιδιώκοντα με τους χειρισμούς στο εθνικό αυτό θέμα να αποκομίσει κομματικά και μόνο οφέλη. Αντίθετα, αν με μια τέτοια τακτική καταστεί δυνατή η σύμπηξη ενιαίου εθνικού μετώπου, τότε μπορεί να επιδιωχθεί και η αξιοποίηση του διεθνούς παράγοντα.
όποτε σημειώσαμε επιτυχίες, αυτό οφείλεται στην ενεργοποίηση του διεθνούς παράγοντα
Στην ήδη μακρά πορεία του Σκοπιανού, όποτε σημειώσαμε επιτυχίες, αυτό οφείλεται στην ενεργοποίηση του διεθνούς παράγοντα. Οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων, επί κυβερνήσεως Κων. Μητσοτάκη, είναι τα πρώτα και πολύ μεγάλα παραδείγματα. Ακολουθεί η απόφαση του ΟΗΕ, το 1993, οπότε, για πρώτη φορά στην ιστορία του οργανισμού, μια χώρα, τα Σκόπια, δεν έγινε δεκτή με το όνομα με το οποίο ζήτησε να γίνει δεκτή αλλά με προσωρινό όνομα. Αυτή ήταν μια τεράστια επιτυχία της Ελλάδος, η οποία δυστυχώς, τότε, εξανεμίσθηκε με την πολιτική πρακτική, λόγω των εσωκομματικών προβλημάτων της Νέας Δημοκρατίας αλλά και του αναμφισβήτητου γεγονότος ότι ο Ανδρ. Παπανδρέου χρησιμοποιούσε το Σκοπιανό ως πολιτικό όπλο κατά του Κων. Μητσοτάκη.
Τρίτο και κορυφαίο παράδειγμα των θετικών για μας αποτελεσμάτων της σωστής ενημέρωσης και ενεργοποίησης του διεθνούς παράγοντα είναι αυτή η ίδια η απόφαση της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, τον Απρίλιο του 2008. Εκεί η κυβέρνηση του κ. Κ. Καραμανλή επέτυχε την εξαιρετικά χρήσιμη για τη χώρα απόφαση: Τα Σκόπια δεν θα γίνουν μέλος του ΝΑΤΟ αν δεν λυθεί το ζήτημα της ονομασίας. Δεδομένου, δε, ότι το όνομα δεν είναι τίποτε άλλο παρά το «όχημα» της αλυτρωτικής προπαγάνδας των Σκοπίων, γίνεται απολύτως σαφές πού πρέπει τώρα να δοθεί το βάρος.
Σε αντίθεση με τα θετικά αποτελέσματα που είχαμε κινούμενοι στο διεθνές επίπεδο, τα αποτελέσματα υπήρξαν αρνητικά οσάκις το Σκοπιανό κινήθηκε σε διμερές επίπεδο. Και τούτο γιατί η όποια προσπάθεια προσεγγίσεώς του προσέκρουε στην αδιαλλαξία και στρεψοδικία των Σκοπιανών.
Κορυφαίο παράδειγμα αυτής της πρακτικής παρέχει η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, η οποία, παρά τις διακηρύξεις των Σκοπίων και τις αντίστοιχες δεσμεύσεις που αυτά τότε ανέλαβαν, δεν έφερε τα θετικά αποτελέσματα που επιδιώκονταν με αυτή. Και όχι μόνο αυτό, αφού ενώ η Ενδιάμεση Συμφωνία ήταν σε πλήρη, υποτίθεται, εφαρμογή, από πλευράς Σκοπίων είχαμε έξαρση και κορύφωση της προπαγάνδας τους με τα εξαμβλώματα που «κοσμούν» τις πλατείες των Σκοπίων και γεμίζουν με ψεύδη γενιές εγκεφάλων των κατοίκων τους, που ζουν, από την εποχή της τιτοϊκής προπαγάνδας, σε κυριολεκτική εθνική παραζάλη.
Με αυτά αντικειμενικώς δεδομένα, είναι τεράστιο σφάλμα να προσπαθούμε σήμερα να συζητήσουμε σε διμερές επίπεδο το θέμα της αναθεωρήσεως του σκοπιανού Συντάγματος. Αν υπάρχει κάποιος παράγων που θα μπορούσε να επιβάλλει στους ηγέτες των Σκοπίων την αναθεώρηση του Συντάγματός τους, αυτός δεν είναι η Ελλάδα και τα λογικά επιχειρήματα που αναφέρει. Ο μόνος αποτελεσματικός προς τούτο παράγων είναι η διεθνής κοινότητα και οι διεθνείς οργανισμοί. Εν προκειμένω το ΝΑΤΟ, το οποίο υποτίθεται ότι ενδιαφέρεται για την άρτια συγκρότησή του και λειτουργία του στην περιοχή και μετά την ένταξη των Σκοπίων. Το ΝΑΤΟ, λοιπόν, είναι το καταλληλότερο όργανο για να διαπιστώσει, πρώτον, ότι το Σύνταγμα των Σκοπίων (ιδίως σε συνάρτηση με την αλυτρωτική πολιτική) δεν είναι συμβατό με το Καταστατικό του και, δεύτερον, ότι η διαιώνιση της εθνικής αυταπάτης μέσα στην οποία ζει η πλειοψηφούσα σλαβική μερίδα του πληθυσμού των Σκοπίων δεν αποτελεί παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή.
Αυτά τα αυτονόητα έγιναν πλειοψηφική τάση στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου, τόσο ισχυρή, μάλιστα, ώστε η θέση εκείνη της Συμμαχίας επανελήφθη αυτούσια και στη Σύνοδο Κορυφής του Σικάγο το 2012. Η επανάληψη δε της αποφάσεως του Βουκουρεστίου έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί έγινε μετά την καταδίκη της Ελλάδος από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (Δεκέμβριος 2011), επειδή η χώρα μας, αρνούμενη να δεχθεί την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ το 2008 με την προσωρινή ονομασία (FYROM – ΠΓΔΜ), παραβίασε την Ενδιάμεση Συμφωνία.
Αυτό το τελευταίο σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον ότι στην επικείμενη Σύνοδο του Ιουνίου μπορούμε ευχερέστατα να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε πίεση να δεχθούμε ένταξη με το προσωρινό όνομα. Δεύτερον ότι τα κράτη-μέλη της Συμμαχίας -οι κυβερνήσεις τους- βλέπουν τα προβλήματα και τους κινδύνους που συνεπάγεται για την περιοχή η αδιαλλαξία των Σκοπίων.
Να γιατί και για την αναθεώρηση του σκοπιανού Συντάγματος αλλά και για τη λογική και αποτελεσματική αντιμετώπιση του όλου θέματος πρέπει να ενημερώσουμε τις κυβερνήσεις των
κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και να ζητήσουμε την ενεργοποίησή τους. Δυστυχώς, όμως, μόνη ενέργεια προς ενημέρωση της διεθνούς κοινότητας που είδαμε μέχρι στιγμής είναι το ενημερωτικό σημείωμα του ΣΥΡΙΖΑ με τις φωτογραφίες από το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Το οποίο, όπως και αυτό των Αθηνών, όπως και κάθε τέτοιο συλλαλητήριο, δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά έμπρακτη απόδειξη της λαϊκής δυσπιστίας προς την κυβέρνηση.