Χριστόδουλος: Γιατί εγώ, Θεέ μου…

Χριστόδουλος: Γιατί εγώ, Θεέ μου…

Η τελευταία εξομολόγηση του αλησμόνητου Αρχιεπισκόπου λίγο πριν το τέλος, στο «ΠΑΡΟΝ»

Αύγουστος του 2007, λίγες μέρες πριν από το ταξίδι στο Μαϊάμι, όπου τον περίμενε
ο κεφαλονίτης μεγαλοχειρουργός Ανδρέας Τζάκης με τις χιλιάδες επιτυχείς μεταμοσχεύσεις ήπατος, βράδυ μιας Δευτέρας βρεθήκαμε στο σπίτι του Αρχιεπισκόπου στη Φιλοθέη, όπου η κουβέντα εξελίχθηκε σε μια εξομολόγηση. Στη μία ώρα που κράτησε εκείνη η συνάντηση με τον Χριστόδουλο, έβλεπες το πάθος για τη νίκη…

Σε όλη τη διάρκεια της φιλικής συζήτησης, όπου η συγκινησιακή φόρτιση ήταν διάχυτη και κανείς μας δεν προσπάθησε να την αμφισβητήσει, με την ανθρώπινη διάσταση να ξεχειλίζει, έβλεπες έναν Χριστόδουλο που τίποτε δεν έδειχνε, δεν άφηνε να εννοηθεί ότι ανέβαινε μια μεγάλη ανηφόρα, το μεγάλο βουνό, όπως είπε χαρακτηριστικά, έχοντας βγει νικητής στον πρώτο γύρο…

Με χρώμα ζωντανό στο πρόσωπο, με εκείνα τα μάτια τα σπινθηροβόλα, αλλά και με τη συγκίνηση κάπου κάπου να τα θολώνει και τη φωνή να παίρνει άλλη χροιά, με λιγότερα κιλά αλλά απόλυτα κύριος του εαυτού του…


Δέκα χρόνια έκλεισαν από τότε που έφυγε ο Χριστόδουλος που λάτρεψε ο κόσμος, ο δικός του άνθρωπος…


Δεν έκρυβε τη μεγάλη δυσκολία που είχε περάσει και έφτασε στο σημείο να παραδεχθεί ότι λύγισε, όπως ο Χριστός στον σταυρό, και είπε μέσα του:

– Γιατί εγώ, Θεέ μου… Γιατί σ’ εμένα και όχι κάπου αλλού…
Όμως, τελικά το πήρα πίσω, γιατί έμοια­ζε με ύβρι, ήταν σαν να ελέγχω τον Θεό, είπε.
Περιέγραψε τις ώρες εκείνες τις δραματικές, τις νύχτες της εντατικής, τις στιγμές που όλα παίζονταν, τον αγώνα που έδωσε με τον θάνατο… φθάνοντας στο σημείο να πει:

– Μίλησα με τον θάνατο, αλλά δεν παραδόθηκα.
Και σαν άνθρωπος, πλέον, ομολόγησε:

– Είναι άλλο να λες για τον θάνατο και άλλο να βλέπεις τον θάνατο απέναντί σου να σε διεκδικεί και να αντιστέκεσαι, να μην παραδίδεσαι… Συνήθισα, όμως, τον θάνατο…
Όλη η κουβέντα ήταν συγκλονιστική. Από την κορύφωση του αγώνα στην πικρή πραγματικότητα:

– Είδα ότι δεν είμαι τίποτα, όλα ανά πάσα στιγμή μπορούν να διακοπούν. Ένιωσα το αίσθημα της ταπείνωσης…

M.K.

Άλλο να μιλάς για τον θάνατο και άλλο να τον βλέπεις απέναντί σου…

Τέλος του 2007. Δεκέμβρης έγραφε το ημερολόγιο…

Λίγο πριν αποχαιρετίσει τούτο τον κόσμο. Η εγχείρηση στο Μαϊάμι δεν σταμάτησε την αρρώστια… Η τελευταία κουβέντα που είχαμε με τον Χριστόδουλο που λάτρεψαν οι Έλληνες, όπου κι αν ανήκαν πολιτικά. Έτοιμος για το στερνό ταξίδι. Ακόμη και σε αυτές τις στιγμές, εμψύχωνε τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, που ανησυχούσαν για τις μεταπτώσεις που παρουσίαζε η υγεία του…

Ο μόνος που δεν ανησυχούσε ήταν ο ίδιος.

Κάποια στιγμή τον ρωτήσαμε τι σκεφτόταν εκείνες τις ατελείωτες ώρες της εντατικής. Να τι μας είπε:

– Εκεί βρισκόμουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μπορώ να πω. Δηλαδή, είχα και παραισθήσεις. Έκλεινα τα μάτια μου και μεταφερόμουν σε άλλον κόσμο, δεν είχα πλήρη επαφή, ας το πούμε έτσι. Δεν ξέρω, ίσως ήταν τα φάρμακα που έπαιρνα, ήταν η μετεγχειρητική κατάσταση η οποία μου δημιουργούσε αυτές τις καταστάσεις, γι’ αυτό και έβλεπα μπροστά μου ανθρώπους με τους οποίους συνομιλούσα.
Μου τα λένε τώρα οι ιερείς που ήταν εκεί δίπλα μου και οι γιατροί. Ότι κούναγα το χέρι μου, ότι αλλού έβαζα υπογραφές, αλλού ευλογούσα, αλλού έλεγα «μη στεναχωριέστε, εγώ θα γυρίσω πάλι».

Τέτοια λόγια, που δεν τα θυμάμαι εγώ να τα έχω πει. Τα έλεγα μέσα σ’ ένα είδος παραληρήματος.
Αλλά υπήρξαν και νηφάλιες στιγμές, που εκεί πράγματι έκανα επιστράτευση των δυνάμεών μου και είπα στον εαυτό μου ότι τώρα είναι η ώρα αυτά που διδάσκεις τόσα χρόνια στον κόσμο να τα εφαρμόσεις στον εαυτό σου. Και είπα μέσα μου, και το λέω και στους φίλους, μεγάλη η απόσταση λόγων και έργων.
Άλλο να λες για τον θάνατο, να λες για τη δοκιμασία, για τον πόνο, και άλλο να είσαι μέσα στον πόνο, μέσα στη δοκιμασία, μέσα στο καμίνι και να βλέπεις απέναντί σου τον θάνατο και να αντιπαλεύεις μαζί του, να σε διεκδικεί και να φεύγεις, να αντιστέκεσαι, ας πούμε, και να μην παραδίδεσαι. Μεγάλη υπόθεση…

– Φοβηθήκατε καθόλου;
– Ομολογώ πως όχι. Δεν φοβήθηκα γιατί από την αρχή μού είχαν εμπνεύσει την πεποίθηση οι γιατροί ότι είναι ελέγξιμη η κατάστασή μου και επομένως δεν θα διέτρεχα κανέναν κίνδυνο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν κίνδυνοι. Κίνδυνοι υπήρχαν και οφείλω στην πίστη μου κυρίως αυτή μου την αντοχή.

Ο Χριστόδουλος στην καθημερινότητα…

-Πρωτεύουσα θέση στην καρδιά και τις συναντήσεις του είχαν οι νέοι
-Η συνεργάτις του κ. Εύφη Μητώση καταγράφει τις αναµνήσεις της

«Tοιούτος ημίν έπρεπεν αρχιερεύς» (28-4-1998).
Ήταν η φράση που συμπεριέλαβα στη συγχαρητήρια επιστολή που έστειλα στον νεοεκλεγέντα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλο και στην οποία πήρα την έντυπη ευχαριστήρια απάντησή του, που µε χειρόγραφη προσθήκη, όπως συνήθιζε, ζητούσε την προσευχή µου για δύναμη στο έργο του.

Ύστερα από ενάμιση χρόνο, ανταποκρινόμενη στην τιμητική για µένα πρότασή του, ανέλαβα διευθύντρια του ιδιαίτερου γραφείου του, όπου παρέμεινα για περισσότερα από τρία χρόνια. Αργότερα, και για άλλα δύο χρόνια, μέχρι τον θάνατό του, ανέλαβα διευθύνουσα σύμβουλος της Εταιρείας Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Επικοινωνίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, συμβάλλοντας, στο μέτρο των δυνατοτήτων µου και των αρμοδιοτήτων µου και µε δεδομένη την όποια επαγγελματική και πολιτική εμπειρία µου, στη διαμόρφωση της καθημερινότητάς του και στο ευρύτερο έργο του.

Κάθε μέρα αποκάλυπτα -και θα έλεγα ε­ντυπωσιαζόμουν- το μεγαλείο της καρδιάς, του μυαλού και της εκρηκτικής προσωπικότητάς του, που αναδεικνυόταν μέσα από µια χαρακτηριστική απλότητα.
Ζούσε μέσα στον κόσμο, στην κοινωνία, στην πολιτική, στον πολιτισμό, στη ζωή, όμως συνδέοντας πάντα και όλα µε τη λειτουργικότητα της Εκκλησίας. Ακούραστος, απολάμβανε «ψυχή τε και σώματι» όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες µε το ίδιο λατρευτικό πάθος, σε ένα ταπεινό εκκλησάκι και σε έναν μεγαλοπρεπή ναό!

Καθημερινά διέθετε όσο χρόνο χρειαζόταν για να αναγνώσει και να απαντήσει, πολλές φορές ιδιοχείρως, στις δεκάδες επιστολές επωνύμων και ανωνύμων, πολιτικών και πολιτών, φορέων εκκλησιαστικών και µη, ελλήνων και ξένων ορθοδόξων και µη, που µε τον τρόπο τους εξέφραζαν τον θαυμασμό τους ή τον έκαναν κοινωνό των προβλημάτων τους, του πόνου τους, των αιτημάτων τους, περιμένοντας την αποτελεσματική παρέμβασή του, την παρηγορητική επιστολή του ή την απευθείας επαφή μαζί του.

Ατέλειωτες ήταν οι ώρες των συναντήσεών του, σχεδόν καθημερινά, µε όλους, ανάμεσα στους οποίους πρωτεύουσα θέση, στην καρδιά του και στο πρόγραμμά του, είχαν τα παιδιά, οι νέοι, οι μαθητές, από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Τόσο που µε τον καιρό έγινε παράδοση να τον επισκέπτο­νται, σχεδόν «προσκυνηματικά» στη διάρκεια των σχολικών εκδρομών τους στην Αθήνα, όταν δεν πήγαινε ο ίδιος στα σχολεία τους.

Η Αρχιεπισκοπή έγινε ο φυσικός χώρος για χιλιάδες νέους, μαθητές και όχι µόνο, που γοητευμένοι τον άκουγαν να τους μιλά µε τον δικό του, ζεστό, αληθινό, γλαφυρό, συναρπαστικό τρόπο, συχνά δακρυσμένος για την πατρίδα, την Ελλάδα, το μεγαλείο των προγόνων µας, τη λαμπρή ιστορία µας, την Ορθοδοξία, την αγάπη στον Θεό και τους ανθρώπους και, φυσικά, µε τα γνωστά, ευχάριστα και πάντα διδακτικά ανέκδοτά του!

Τον θυμάμαι όταν κλήθηκε να κάνει τα εγκαίνια του μετρό στην Αθήνα. Πέρασε ώρες μπροστά στον υπολογιστή του, συνηθισμένη για µας τους συνεργάτες του εικόνα, για να συντάξει τη σχετική µε το έργο ευχή, φυσικά στην εκκλησιαστική πλούσια γλώσσα.

Πολυσχιδής προσωπικότητα, φωτεινή, ανεπανάληπτη. Αυθόρμητος και παρορμητικός πολλές φορές.
Ακούραστος, μαχητικός σε όλα τα εθνικά, πνευματικά, κοινωνικά, εκκλησιαστικά προβλήματα, κοντά στον πονεμένο, τον κουρασμένο, τον άρρωστο, τον αδύνατο, τον πτωχό, τον πιστό, εκφράζοντας πάντα δυναμικό λόγο, αγγίζοντας και τον χώρο της πολιτικής, έστω στις παρυφές της, όσο και αν ενοχλούσε.
Μοναδικός, επικοινωνιακός, ασκούσε ασυνήθιστη γοητεία στους συνομιλητές και τους ακροατές του, πάντα χαμογελαστός, οραματιστής, επαγρυπνών για την Εκκλησία και την πατρίδα, την Ορθοδοξία, την Ελλάδα. Ξεχωριστός εκκλησιαστικός άνδρας και φανατικός πατριώτης.

Άριστος γνώστης των θεολογικών θεμάτων και της εκκλησιαστικής και όχι µόνο παράδοσης, που µε πείσμα τιμούσε και διέδιδε. Θεοστόχαστος και διορατικός, συναρπαστικός. Με χαρακτηριστική απλότητα και, φυσικά, χιούμορ.

Τι να πρωτοθυμηθείς, τι να πρωτογράψεις!

Με σεβασμό στην αιώνια μνήμη του

Η συνεργάτις του
Εύφη Μητώση


Σχολιάστε εδώ