Η Συμπλεγματική Αριστερά: Εδώ και έξω
Υπό
JOHN GALT
Πριν από δύο εβδομάδες, στην ίδια στήλη, γράφαμε ότι η εγχώρια Αριστερά μαζί με τους ντόπιους ολιγάρχες αντιμετώπισαν, για διαφορετικούς λόγους, με φοβισμό και αντιπαλότητα την αρχή «ανήκουμε στη Δύση». Οι μεν ολιγάρχες την εκμεταλλεύτηκαν δήθεν προς το συμφέρον των Ελλήνων, η δε Αριστερά διότι συμπλεγματικά θεώρησε ότι απέτυχε να κρατήσει τη χώρα στη σφαίρα επιρροής της πρώην Σοβιετικής ένωσης. Πρόσφατα, η Αριστερά, αφού απέτυχε ιδεολογικά, απέτυχε και πολιτικά.
Πολλοί από τους αναγνώστες της εφημερίδας αμφισβήτησαν το επιχείρημα που διατυπώθηκε σε μια αποστροφή του κειμένου, που έλεγε ότι η Δύση, για να κρατήσει τη χώρα έξω από τις ανασφάλειές της και από τον διάφανο επεκτατισμό ή αλυτρωτισμό των βορείων κομμουνιστικών τότε γειτόνων της, μας εξασφάλισε μια δωρεάν βοήθεια της τάξης του 4% του ΑΕΠ ετησίως από το 1946 μέχρι το 2033. Το διάγραμμα που παραθέτουμε σήμερα αυτό αποδεικνύει, αν συνυπολογιστεί και κατανεμηθεί η διαγραφή του χρέους που πραγματοποιήθηκε επί υπουργίας Βενιζέλου με το PSI, που δεν περιλαμβάνεται στο ανωτέρω διάγραμμα. Όταν σταμάτησαν οι ΗΠΑ (1946-1980) ξεκίνησαν οι Ευρωπαίοι (1980-2033).
Τι μας ζήτησαν; Να λειτουργούμε σύμφωνα με τις αρχές της δυτικής καπιταλιστικής δημοκρατίας για να αποτελούμε φωτεινό παράδειγμα προς την κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη. Σε μια δύσκολη πολιτικά περιοχή η χώρα μας ήταν ένα σημείο αναφοράς, ανάπτυξης και προόδου. Την περίοδο που οι δυτικές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης ανέκαμπταν δυναμικά, την ίδια περίοδο ανέκαμπτε και προχωρούσε και η Ελλάδα. Η Αριστερά, εσωτερική αλλά και βαλκανική, ποτέ, όπως προείπαμε, δεν απεδέχθη την επιτυχία της Δύσης, ιδιαίτερα στη χώρα μας. Η πρώτη καθώς ακόμη και σήμερα επιχειρηματολογεί υπέρ της εξόδου από τις βασικές συμμαχίες (ΝΑΤΟ και Ευρωζώνη) και η εξωτερική θέτοντας θέματα που αφορούν διεκδικήσεις και πλεονεκτήματα που μας δόθηκαν και συνεχίζουν να μας δίδονται για να παραμείνουμε το φωτεινό παράδειγμα σε μια δύσκολη περιοχή της Δύσης. Το Ισραήλ, σε μια θρησκευτικά περικυκλωμένη περιοχή, και η Ελλάδα, σε μια συμπλεγματικά περικυκλωμένη περιοχή, ζουν από το τέλος του πολέμου μέχρι σήμερα την αντιπαλότητα της Αριστεράς εντός (ευτυχώς όχι για το Ισραήλ) και εκτός των συνόρων τους.
Η χώρα ετοιμάζεται να συμφωνήσει με έναν γείτονα θέματα που επιτρέπουν σ’ αυτόν να ζήσει τα προνόμια του δυτικού καπιταλισμού. Η χώρα ετοιμάζεται να βοηθήσει τον συγκεκριμένο γείτονα στην προσπάθειά του αυτή γιατί βάσιμα θεωρεί ότι είναι προς αμοιβαίο συμφέρον όλων των βαλκανικών χωρών να ενταχθούν στη δυναμική που προσφέρει, όλων όσων επιθυμούν, ο καπιταλισμός και η δημοκρατία της ΕΕ. Οι χώρες όμως έχουν και κάποιες φοβίες ή, διαφορετικά, ανασφάλειες. Η Ιστορία έχει χαράξει μνήμες και γεγονότα.
Και δεν είναι μόνο τα αλυτρωτικά θέματα, δεν είναι οι μνήμες των Βαλκανικών Πολέμων ή ακόμη και τα πιο πρόσφατα, όπως εκείνα του αποκλεισμού των συνόρων μας, είναι για πολλούς από εμάς και το ότι τη διαπραγμάτευση της χώρας την κάνει μια αριστερή κυβέρνηση.
Μια κυβέρνηση που επωφελήθηκε από την αναταραχή στο ευρώ και προσπάθησε να οδηγήσει την Ευρωζώνη στα άκρα (Βαρουφάκης). Μια κυβέρνηση που θεώρησε σκόπιμο να διχάσει την ΕΕ προσπαθώντας να ηγηθεί κινημάτων «Νοτίων» έναντι «Βορείων» (Τσίπρας). Μια κυβέρνηση που ποτέ δεν δεσμεύτηκε στην εφαρμογή των κανόνων των ανοικτών αγορών, όπως της ζητήθηκε από τη σύμβαση του Μνημονίου που η ίδια υπέγραψε (τρίτο Μνημόνιο). Μια κυβέρνηση που πιθανόν βλέπει ως εύκολο στόχο την προοπτική μιας οργάνωσης των βαλκανικών χωρών και όχι μόνο σε έναν πυρήνα αναταραχής της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Η διάσταση απόψεων σε πολλά θέματα μεταξύ των 19 χωρών της Ευρωζώνης και των 27 χωρών της ΕΕ, άλλωστε δεν είναι ασήμαντη.
Με λίγα λόγια, μια αριστερή κυβέρνηση που ακόμη και στις εγχώριες συνεργασίες της, με πολιτικά αφελείς, δεν έχει βγάλει από το μυαλό της τη λογική του «τέταρτου γύρου». Όσο διαχειριζόμαστε εμείς τα κοινά, μπορούμε να κάνουμε όσες υποχωρήσεις θέλουμε, αρκεί να μη χάσουμε την εξουσία. Μπορούμε να περιμένουμε όσο χρειάζεται, αρκεί να πείθουμε τους ψηφοφόρους ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα τα αλλάξουμε όλα. «Πάλι με χρόνια με καιρούς…».
Δεν θεωρούμε λοιπόν ότι είναι σκόπιμο ένας αριστερός να διαχειρίζεται την έξοδο της χώρας στις αγορές, γιατί θεωρούμε ότι ούτε καταλαβαίνει πώς λειτουργούν, ούτε τον ενδιαφέρει να μάθει τις επιπτώσεις των ενεργειών του στον λαό. Απόδειξη το ότι καθημερινά ζούμε την αριστερή πολιτική στη λειτουργία και τον έλεγχο της νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική (φωτεινό παράδειγμα η δυνατότητα ελέγχου των υπουργών από την κοινοβουλευτική μειοψηφία). Γιατί λοιπόν να επιτρέψουμε και να μη διαμαρτυρηθούμε για την επιλογή της στα εθνικά, που θα μας δεσμεύει όλους.
Προσοχή, δεν είναι επιλογές που μπορούν να διορθωθούν από παρεμβάσεις των εταίρων, όπως, για παράδειγμα, «η οικονομική πολιτική στα χρόνια της Αριστεράς» (για να παραφράσουμε τον Μάρκες)…
Δεν είναι πολλά άλλωστε τα χρόνια που ένα δημοψήφισμα άλλαξε επειδή εκ των υστέρων η κυβέρνηση κατάλαβε (;) τι μας περίμενε.
Είναι ο αυταρχισμός και η αδιαλλαξία, σε συνδυασμό με την αριστερή συμπλεγματικότητα, που μας κάνει να αντιδρούμε. Δεν γνωρίζουμε τι συμφωνεί, δεν γνωρίζουμε γιατί διαφωνεί, όπου διαφωνεί, και δεν γνωρίζουμε αν αυτά στα οποία μας δεσμεύει τα πιστεύει ή θεωρεί ότι ευκαιριακά και μόνο μπορεί να τα δεχτεί. Πόσο κοντά είναι το γεγονός που, αφού για το συμφέρον της χώρας δέχτηκε να ανατρέψει τη θέση που υποστήριξε στο δημοψήφισμα, με τη στήριξη μάλιστα των υπολοίπων κομμάτων της αντιπολίτευσης, πήγε σε εκλογές, επιχειρηματολογώντας ότι «είμαστε πλέον όλοι συνυπεύθυνοι και επειδή εσείς δεν είστε αριστεροί, αφήστε να κάνω εγώ τις διαπραγματεύσεις και τους εφαρμοστικούς νόμους, για να συγκρατήσω την καπιταλιστική λαίλαπα μακριά από τη χώρα μας». Και πάλι η λογική του «τέταρτου γύρου».
Η βασική αρχή λοιπόν είναι μία: Όσο λιγότερη εμπιστοσύνη έχεις στη δέσμευση της εκτελεστικής εξουσίας, στην προστασία της δυτικής καπιταλιστικής δημοκρατίας, τόσο περισσότερο αντιδράς και αντιστέκεσαι στις εθνικές της επιλογές. Δυστυχώς, η αριστερή μας κυβέρνηση δεν πιστεύει στην αρχή «ανήκουμε στη Δύση» και γι’ αυτό δεν μπορεί να διαπραγματεύεται, ούτε να υπογράφει διεθνείς συμβάσεις.