Οι συνομιλίες για την ονομασία της ΠΓΔΜ συνεχίζονται


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Την επομένη της συνάντησης της Νέας Υόρκης (17 Ιανουαρίου) τα σκοπιανά ΜΜΕ διέρρευσαν τα ονόματα που πρότεινε στους εθνικούς εκπροσώπους Ελλάδας και Σκοπίων, πρέσβεις κ. Βασιλάκη και Ναουμόφσκι, ο μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών Μάθιου Νίμιτς για την ονομασία του κράτους των Σκοπίων («Άνω Μακεδονία», «Νέα Μακεδονία», «Μακεδονία του Βαρδάρη», «Δημοκρατία της Μακεδονίας»-Σκόπια, «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας»). Βασικά, όλα τους απηχούν το πνεύμα των δηλώσεών του, βάσει των οποίων «δεν θα ήταν ρεαλιστική μια ονομασία που δεν θα περιείχε το όνομα ‘‘Μακεδονία’’».

Κατά το μάλλον και ήττον εκφράζουν και αποτυπώνουν μια πραγματικότητα.
Όσοι έλληνες διπλωμάτες υπηρετούσαμε (και όσοι τώρα υπηρετούν) σε διεθνείς οργανισμούς
συχνά επεμβαίναμε για να υπενθυμίσουμε την αναφορά στη διεθνή ονομασία της ΠΓΔΜ (FYROM) και όχι στο συνταγματικό της όνομα, όπως έπρατταν πολλοί. Μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει από ελληνικής πλευράς επίσημη ανακοίνωση, πέραν εκείνης που ανέφερε ότι ο υπουργός των Εξωτερικών κ. Νίκος Κοτζιάς θα ενημέρωνε για τη συνάντηση της Νέας Υόρκης τον πρωθυπουργό κ. Τσίπρα, όπως και του κυβερνητικού εκπροσώπου, ο οποίος επισήμανε ότι η κυβέρνηση θα υπερασπιστεί τις ελληνικές θέσεις και συμφέροντα και ότι οι διαπραγματεύσεις θα συνεχισθούν. Αλλά και σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων παρατηρείται μια στάση αναμονής, με συγκρατημένου, μάλλον, ύφους παρεμβάσεις.

Πιστεύεται ότι μεγαλύτεροι προβληματισμοί δεν αφορούν μόνο τη συμπερίληψη, σε όλες τις προτάσεις του κ. Νίμιτς, της λέξης «Μακεδονία», όσο τα παράγωγά της, γλωσσικά και εθνολογικά. Ένα ερώτημα που ελάχιστοι θέτουν αφορά το γεγονός ότι σχεδόν τα πάντα επικεντρώνονται στο σλαβικό στοιχείο και ελάχιστα στο αλβανικό, που είναι η δεύτερη και ουσιαστική συνιστώσα της ΠΓΔΜ, σε ποσοστό 25%-30% του συνολικού πληθυσμού. Η απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί είναι ότι το θέμα της ονομασίας συνδέεται άμεσα με τον αλυτρωτισμό και τις πανσλαβιστικές επιδιώξεις για κάθοδο στο Αιγαίο…

Κύριος αρχιτέκτονας του «μακεδονικού κράτους» θεωρείται ο Τίτο, ο οποίος συνέστησε την «Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ενταγμένη όμως στην ευρύτερη της Γιουγκοσλαβίας) ευθύς μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο στόχος ήταν διπλός. Αφενός να αποτρέψει τη βουλγαροποίησή της, λόγω της φυλετικής και γλωσσικής συγγένειας, και αφετέρου να περιορίσει την επιρροή της Σερβίας, την οποία -ως γνήσιος Κροάτης- απευχόταν. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής δεν μπορούσαν να προβάλουν μεγάλες αντιστάσεις λόγω του εμφυλίου πολέμου και των συνεπειών του αλλά και διότι η «Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας» εστερείτο διεθνούς προσωπικότητας.

Αλλά και αργότερα, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας -επί Κίρο Γκλιγκόροφ- με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», δεν υπήρξαν σοβαρές και συντονισμένες ελληνικές αντιδράσεις και οι περισσότερες ήσαν συναισθηματικού χαρακτήρα. Ο τότε υπουργός των Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς παραπονούνταν συχνά ότι σε συναντήσεις του στις Βρυξέλλες και άλλα διεθνή φόρα βρισκόταν σε αμηχανία όταν οι συνομιλητές του αποκάλυπταν ότι άλλες θέσεις μεταφέρονταν από άλλα κυβερνητικά επίπεδα σε σχέση με το Σκοπιανό από αυτά που είχαν συζητηθεί και συμφωνηθεί στην Αθήνα. Ούτε η ειλικρινής δημόσια παραδοχή του Γκλιγκόροφ, ο οποίος τόνισε ότι δεν διεκδικούσαν καμιά φυλετική σχέση και συνέχεια με τους αρχαίους Μακεδόνες «Έλληνες», γιατί οι ίδιοι ήσαν απόγονοι των Σλάβων, έτυχε κατάλληλης αξιοποίησης.

Μια πρώτη δυναμική αντίδραση μπορεί να χαρακτηρισθεί εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου, που οδήγησε στην υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (1995), με την οποία προβλέφθηκε η προσωρινή ονομασία ΠΓΔΜ (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), που, επίσης, δεν ήταν άμοιρη πολλών λαθών και, στη συνέχεια, εσφαλμένων χειρισμών. Την όλη κατάσταση επιδείνωσε βέβαια η συμπεριφορά του Νίκολα Γκρούεφσκι, ο οποίος υπέθαλψε παντοιοτρόπως τη δημιουργία του ιδεολογήματος του «Μακεδονισμού» σε βαθμό και επίπεδο γελοιότητας, με την τοποθέτηση προτομών και αγαλμάτων προσώπων που ανήκουν στην ελληνική ιστορία. Κάποια ελληνική κυβέρνηση μάλλον θα έπρεπε να καλύψει τα έξοδα στους επιστρατευμένους «ιστορικούς» του για επισκέψεις στη Βεργίνα, στο Δίον, στους Φιλίππους κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, η παρατεταμένη εκκρεμότητα γύρω από την ονομασία της γειτονικής χώρας εγκυμονεί πολλούς κινδύνους.

Ο χώρος των Βαλκανίων δεν έχει αλλάξει απόλυτα φυσιογνωμία. Υπάρχουν ακόμη προβλήματα και διαφορές μεταξύ των κρατών της περιοχής που δεν διαφέρουν και πολύ από το πρόσφατο παρελθόν. Ο παλιός όρος «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» δεν ανήκει μόνο στην Ιστορία. Οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, συμπεριλαμβανομένης της ΠΓΔΜ, βρίσκονται σε μια διαδικασία ένταξης στην ΕΕ, η οποία με τη σειρά της είναι σε αναζήτηση ενίσχυσης της συνοχής της. Το αυτό ισχύει και ως προς το ΝΑΤΟ, αφού για να ενταχθεί σε αυτό, όπως είπε ο γ.γ. της Συμμαχίας στο Σκοπιανό Κοινοβούλιο, πρέπει προηγουμένως να επιλυθεί το ζήτημα της ονομασίας. Η ελληνική συναίνεση είναι εκ των ων ουκ άνευ. Η σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων θα εξυπηρετήσει και τα ελληνικά συμφέροντα.

Επιπλέον, η χώρα μας θα απαλλαγεί, εφόσον ευρεθεί κοινά αποδεκτή λύση για την ονομασία, από ένα χρόνιο πρόβλημα, για να στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπιση σοβαροτέρων προκλήσεων, προερχομένων από Ανατολάς.

Ο υπουργός των Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, που φέρει το βάρος και την ευθύνη των διαπραγματεύσεων με τα Σκόπια, ασφαλώς και είναι γνώστης των δυσκολιών. Η μεγαλύτερη στήριξη που μπορεί να του παρασχεθεί είναι μια ευρεία συναντίληψη των προσπαθειών του και η ευρύτερη δυνατή συναίνεση μεταξύ των πολιτικών μας δυνάμεων, με ψύχραιμη εκτίμηση της διεθνούς κατάστασης και των συγκυριών. Συναισθηματικής φύσης αντιδράσεις, με μαζικές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις, όπως στο παρελθόν, έβλαψαν παρά ωφέλησαν.

Κανόνας της διπλωματίας είναι όταν μία λύση δεν είναι εφικτή σε μία χρονική στιγμή, να αναβάλλεται για το μέλλον. Προσοχή όμως. Η αναβολή για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να περιπλέξει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Καταληκτικά και ως προσωπική μου εκτίμηση θα παρατηρούσα ότι αν ο κ. Νίμιτς προσέθετε στις ονομασίες που πρότεινε και το «Σλαβοαλβανική Βαλκανική Δημοκρατία», πιστεύω ότι θα κυριολεκτούσε. Γιατί η ονομασία αυτή θα ανταποκρινόταν σε δύο πραγματικότητες, τη γεωγραφική και την εθνολογική.


Σχολιάστε εδώ