Φτάνει πια…
Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
-Επιτέλους, πότε θα σηκώσουμε κεφάλι
Ακόμα και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, θυμάμαι πως καθώς τελείωνα το Γυμνάσιο είχα αρχίσει να μελαγχολώ, αφού θα έχανα τους φίλους, τις παρέες μου. Πόσες εικόνες, γεγονότα, λόγια, αισθήματα μου έχουν μείνει στο μυαλό και συχνά γυρνώ εκεί πίσω για να νιώσω πιο άνθρωπος. Τις τελευταίες μέρες εκείνης της χρονιάς έκλαιγα απαρηγόρητα, ήταν σαν να διαισθανόμουν ότι η ζωή, καθώς θα περνούσε και θα μεγάλωνα, εκτός από μετρημένες χαρές θα μου έδινε και λύπες, απογοητεύσεις, προδοσίες από ανθρώπους που θαύμαζα κι αγαπούσα. Τα χρόνια πέρασαν και δυσκόλεψαν. Μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι οι συμπατριώτες μου ζουν σε μια απίστευτη παράλυση σήμερα. Δεν αντιδρούν πουθενά.
Μια χλιαρή αντίσταση σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας κυριαρχεί σε μια κοινωνία απελπισμένων, που δεν λέει σε τίποτα «ΟΧΙ».
Ξαφνικά, ένα από τα τελευταία βράδια, άκουσα στις Ειδήσεις το όνομα του Μάθιου Μπογδάνου, ενός ελληνοαμερικάνου βοηθού εισαγγελέα στη Νέα Υόρκη, που μίλησε με βαθιά συγκίνηση για την «πατρίδα της καρδιάς του», την Ελλάδα. Έμεινα κολλημένη στην εικόνα του, θέλοντας να μη χάσω λέξη απ’ ό,τι έλεγε. Ελληνικές αρχαιότητες, σκόρπιες εδώ και εκεί, σ’ όλη την οικουμένη, προσπάθησε να συλλέξει, για να αποδείξει το μεγαλείο αυτού του έθνους, που χτυπιέται από παντού ανελέητα και το οποίο αγαπούσε με πάθος, ενώ προσπαθούσε να αποδείξει ότι η παρουσία των προγόνων του ήταν φανερή απ’ τον Βορρά ως τον Νότο, απ’ την Ανατολή ως τη Δύση.
Εντελώς απρόοπτα, άκουσα και πάλι στ’ αφτιά μου τα λόγια του φιλολόγου μου στην Τρίτη Γυμνασίου, που ήταν φωτεινά, γεμάτα από αγανάκτηση και πάθος κάνοντάς μας το μάθημα της Ιστορίας, τόσο που η σιγή στην αίθουσα ήταν απόλυτα συγκινητική. «Η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελληνική», μας είπε, κάνοντάς μας να αναρωτιόμαστε προς τι αυτή η έξαρση. Και βέβαια είναι μία και είναι Ελληνική. Έτσι ξέραμε. Δεν ξέραμε όμως ότι ένα μικρό κρατίδιο στα βόρεια σύνορά μας είχε σφετεριστεί αυτό το όνομα.
Τα Σκόπια είναι Σκόπια, με κατοίκους που δεν είναι Μακεδόνες. Είναι Αλβανοί, Βούλγαροι, Γιουγκοσλάβοι. Να το θυμάστε πάντα αυτό! Ο Τίτο, Πρόεδρος της Ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, ο τελευταίος ισχυρός τους ηγέτης, της έδωσε αυτό το όνομα με απώτερο σκοπό να εκμεταλλευτεί το όνομα «Μακεδονία», ζητώντας έξοδο στο Αιγαίο και ποιος ξέρει τι άλλο. Εμείς αδιαφορούμε γι’ αυτήν την εξέλιξη, αλλά να θυμάστε πάντα ότι τα Σκόπια δεν είναι Μακεδονία.
Μα γιατί αδιαφορούσαμε, γιατί δεν αντιδρούσαμε σ’ αυτήν την εξέλιξη; Γιατί αφήσαμε ένα αδύναμο κρατίδιο να προπαγανδίσει την ύπαρξή του λέγοντας ότι ήταν απόγονοι του Μ. Αλεξάνδρου και τους επιτρέψαμε να αγωνίζονται θεωρώντας τους ανόητους και αντιγραφείς μιας ιστορίας, αφού αυτοί δεν είχαν. Σήμερα, που όλα έχουν φτάσει στο απροχώρητο και ζητούν λύση, αγωνιούμε και προσδοκάμε να γίνει κάτι που δεν θα εξευτελίσει για άλλη μια φορά την πατρίδα μας. Ζούμε σ’ έναν ανεκπλήρωτο κύκλο επιθυμιών, προσπαθώντας να εξευμενίσουμε τους χειρότερους εχθρούς μας, τους Τούρκους, που οργιάζουν στο Αιγαίο και την Κύπρο, δεσμεύοντας ολόκληρες εκτάσεις με ασκήσεις, θέλοντας να μας δείξουν τη δύναμή τους. Από την άλλη οι Αλβανοί, που τους ταΐσαμε, τους ποτίσαμε, τους δώσαμε δουλειές, εγείρουν θέμα Τσάμηδων και κοντεύουν να γίνουν περισσότεροι από τους Έλληνες, έχοντας απαιτήσεις και δικαιώματα που, ως δημοκρατάρες εμείς, πρέπει να τους δώσουμε.
Πότε επιτέλους θα σηκώσουμε κεφάλι σε όλες αυτές τις ύαινες που καραδοκούν να κατασπαράξουν το τομάρι αυτής της ανόητης πατρίδας, που η αξιοπρέπειά της κοντεύει να πάει στον πάτο. Είναι σαν την πόρνη που την προστατεύουν οι αναρχικοί και οι αντεξουσιαστές. Πού είναι το κράτος, οι νόμοι, οι αρχές του, η προστασία του και η εμπιστοσύνη που πρέπει να παράσχει στον λαό του. Πείτε μου πότε ήταν έτσι. Η απογοήτευση και η έλλειψη σιγουριάς ότι κάποιος προστατεύει τα σπίτια και τις οικογένειές μας έχει ριγώσει στις καρδιές μας.
Και βέβαια πρέπει να γίνει δημοψήφισμα για το όνομα της γείτονος. Και βέβαια πρέπει ο λαός να ξέρει την αλήθεια, τα υπέρ ή τα κατά αυτού του δημοψηφίσματος. Κι έτσι, για μια φορά αληθινά και ξάστερα, να πει με φωνή δυνατή «Φτάνει πια». Είναι ο τόπος, η πατρίδα μας, η χώρα που είδαμε για πρώτη φορά τον ήλιο και λουστήκαμε κάτω από το φως του, σαν να μπαίνουμε στον κήπο της Εδέμ, τον φορτωμένο με όλα τα αγαθά της φύσης. Δεν είναι το απωθημένο κανενός που προσπαθεί να την εκβιάσει, κάνοντας τον μπαμπούλα με τις πλάτες, βέβαια, άλλων. Αλλά ποιων; Πότε πια θα σταματήσει αυτός ο πόλεμος συμφερόντων (που σαν αποτέλεσμα έχει το χάσιμο χιλιάδων ψυχών), όπου οι εκβιασμοί είναι το είδος μιας ύπουλης απειλής;