Τα «σοκολατάκια»

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Πρέπει να ομολογήσουμε πως στην εφηβική μας ηλικία ήμασταν φοβεροί τεντιμπόηδες. Για να ακριβολογήσουμε μάλιστα, ο πραγματικός τεντιμπόης ήμουν εγώ και δεν υπήρχε κατσικανιά για κατσικανιά που να μην εμπνευσθώ και να εκτελέσω, ενώ τα άλλα τα καλόπαιδα της παρέας ήσαν απλοί χειροκροτητές και αφηγητές των άθλων μου. Το γεγονός είναι ότι με ζήλευαν και με θαύμαζαν, αλλά, όπως και να το κάνουμε, ήμουν το άλλο πράμα. Και ενώ αρκετοί γονείς θαύμαζαν την εξυπνάδα μου, οι περισσότεροι έφτυναν τον κόρφο τους να μη μου μοιάσουν τα παιδιά τους. Πολύς καιρός πέρασε από τότε και βλέποντας το ημερολόγιο του τοίχου να δείχνει Δευτέρα 8 Ιανουαρίου, της Οσίας Δομινίκης, θυμήθηκα πως σαν σήμερα γιόρταζε η Δόμνα. Οι αναμνήσεις με γυρίσανε αρκετά χρονάκια πίσω και ένα θερμό δάκρυ ανέβλυσε από αναπόληση στο μάτι μου το εγχειρισμένο…

Πολύς καιρός πέρασε από τότε. Η Δόμνα ήταν αδελφή ενός φίλου μου, άνθρωπος ανοικτός, που γούσταρε τις πλάκες. Ιδιαίτερα νταλαβέρια μαζί της δεν είχα, παρότι γλυκοκοίταζα τα κοριτσάκια. Εγώ ήμουν ένας έφηβος ντυμένος στην τρίχα, πολύ μοδάτος και χλιδάτος, με δύο λόγια περνούσα για λεφτάς. Έτσι οι μανάδες των κοριτσιών ήξεραν πως ήμουν ο ιδανικός γαμπρός για το κορίτσι τους, γι’ αυτό και με ψόφαγαν στις περιποιήσεις. Βρισκόμαστε στα 1956-1957, δεν θυμάμαι ακριβώς.

Ο Ανταρτοπόλεμος βρίσκεται στο ζενίθ και η κυβέρνηση στην Αθήνα δεν μπορεί να τους χαλιναγωγήσει. Μετέρχεται συνέχεια κάποιο από τα λιγοστά μέσα πολέμου που διαθέτει, αλλά χαμένος κόπος. Κρατάει υπό τα όπλα στρατεύσιμους που έπρεπε προ πολλού να έχει απολύσει αλλά και επιστρατεύει για χωροφύλακες πολλούς παλαιοτέρων κλάσεων και τους στέλνει να φυλάξουν τα άγρια θυμάρια.

Για την ώρα, εγώ δεν προβλέπεται να κληθώ στον στρατό, έτσι ασχολούμαι με τα κοριτσάκια, όμως επί ματαίω, γιατί πρόλαβαν και τα καπάρωσαν άλλοι.

Την εποχή εκείνη έχουμε στέκι μας ένα μικρό βιβλιοπωλείο στη Νέα Σμύρνη και ο βιβλιοπώλης, παλιά καραβάνα, μας έχει, στο τζάμπα, για τις πρόχειρες δουλειές του μαγαζιού.

Ο καιρός περνάει και καθώς οι αντάρτες δεν σκύβουν το κεφάλι, το κράτος επιστρατεύει και τον βιβλιοπώλη, που μας εμπιστεύεται το βιβλιοπωλείο με τον όρο να προσέχουμε σαν τα μάτια μας το μαγαζί και τη γυναίκα του. Οι εποχές έρχονται και παρέρχονται, η ζωή μετά τον πόλεμο παραμένει μίζερη και όλοι ελπίζουμε σ’ ένα καλύτερο αύριο.

Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις πάνε κατά διαβόλου. Κατά διαβόλου επίσης πάει το μικρό βιβλιοπωλείο αλλά και εγώ με τη Νίτσα, που γυροφέρνω τόσο καιρό τώρα, πάω κατά διαόλου. Συνωστισμός διαβόλων δηλαδή, αλλά η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει.

Και φτάνουμε στη γιορτή της Δόμνας. Καθόμαστε στο μικρό βιβλιοπωλείο και συζητάμε τι δώρο να της κάνουμε. Καταλήγουμε στην τούρτα, με χρηματική συμμετοχή όλων, γιατί για κάτι καλύτερο οικονομικά δεν βγαίνουμε. Και τότε ξεπετάγεται ο Μάρκος, που δουλεύει σε ζαχαροπλαστείο. «Να κάνουμε», λέει, «δώρο πλάκα, να γελάσουμε όλοι. Θα αγοράσουμε ένα άδειο κουτί για σοκολατάκια, θα πάρουμε ζαρζαβατικά από το μανάβικο, όπως καρότα, κολοκύθια, τέλος πάντων διάφορα, θα αγοράσουμε και χρυσόχαρτα από το χαρτοπωλείο και θα σας φτιάξω εγώ σοκολατάκια-όνειρο».

Όλοι ήξεραν πως ο Μάρκος είναι μοναδικός στη συσκευασία εορταστικών πακέτων. Ξαμολήθηκαν λοιπόν να αγοράσουν τα υλικά και ο Μάρκος ετέθη επί το έργον. Άρχισε να κόβει τα κολοκύθια, τις μελιτζάνες τα καρότα σαν να ήσανε σοκολατάκια γκραν. Τα τύλιξε σε χρυσόχαρτο και τα τοποθέτησε σαν χορευτική παρτιτούρα στο κουτί, εισπράττοντας μπόλικα «μπράβο».

Το βράδυ, γύρω στις οκτώ, φόρεσα το καλό μου το κοστούμι (μπλε νουάρ με άσπρες ρίγες), πήρα το κουτί υπό μάλης και πήγα για τα «χρόνια πολλά». Άλλος δεν ήρθε μαζί μου, γιατί φοβήθηκαν, φαίνεται, τα βρώμικα, κι έτσι εισέπραξα μόνος μου τις περιποιήσεις. Το κουτί δεν το άνοιξαν, επειδή ήταν το εκλεκτό του κυρίου Νίκου, και το φύλαξαν για κάποιον αξιόλογο επισκέπτη. Τη συνέχεια την έμαθα αργότερα, μαζί με την «καλημέρα» που μου κόψανε.

Ήρθε να τους δει επισκέπτης από την Αμερική ο θείος Τζον. Να η ευκαιρία. Το κουτί άνοιξε και ο θείος Τζον έτριψε τα μάτια του από την ομορφιά της συσκευασίας. «Ούτε στο Νιου Γιορκ Σίτι», είπε, «δεν βρίσκεις τόσο όμορφα γλυκά». Πήρε ένα, το μάσησε, το μάσησε, δεν καταπινόταν . Έβγαλε με τρόπο το μα­ντήλι του και έφτυσε. Η Δόμνα, που κατάλαβε, προσπάθησε να του εξηγήσει…


Σχολιάστε εδώ