Το θέμα FYROM: Εμείς και οι άλλοι (ευρωπαίοι και κοινοτικοί εταίροι)
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Eνεπνεύσθην τον τίτλο από ένα σύντομο ταξίδι σε χώρα της Εσπερίας, την οποία, όπως και τον λαό της, πιστεύω ότι γνωρίζω καλά. Αυτό γράφεται εκ προοιμίου για να αποφευχθεί η εντύπωση ότι πρόκειται για επιπόλαιες εκτιμήσεις, συνηθισμένες έπειτα από τουριστικής, συνήθως, φύσης επισκέψεις, που δεν επιτρέπουν εμβάθυνση σε ό,τι βλέπουμε ή ακούμε. Πρόκειται για τη γειτονική μας Ιταλία, με την οποία, όπως και τον λαό της, μας συνδέουν ιστορικοί, πολιτιστικοί αλλά και φυλετικοί δεσμοί, αν λάβουμε υπόψη ότι ένα μεγάλο μέρος της ιταλικής χερσονήσου, η αποκαλούμενη Μεγάλη Ελλάδα (Magna Graecia), είχε αποικηθεί και κατοικηθεί από Έλληνες και η ελληνική γλώσσα, ήθη και έθιμα είχαν διατηρηθεί για αιώνες μετά τη ρωμαϊκή κατάκτησή της. Σήμερα οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών και κυρίως των πόλεων είναι σημαντικές, μέχρι χαώδεις.
Η ελληνική πρωτεύουσα, αν δεν υπήρχε η Ακρόπολη και οι γύρω αρχαιολογικοί χώροι, θα ήταν ένα απέραντο, ακαλαίσθητο χωριό και όχι μια πόλη-σύμβολο του δυτικού πολιτισμού. Η αντιπαροχή, η αλόγιστη και άναρχη δόμηση κατέστρεψαν τη φυσιογνωμία του αττικού τοπίου, σε σημείο να έχουν οριστικά απολεσθεί γαίες ιστορικές, όπως του Μαραθώνα, της Παιανίας, της Παλλήνης κ.ά., που για αιώνες καλύπτονταν από ελαιώνες και αμπελώνες. Αφήνοντας τη Ρώμη, με κατεύθυνση το αεροδρόμιο στο Φιουμιτσίνο, διανύεις μια μεγάλη απόσταση 30 περίπου χιλιομέτρων που είναι ύπαιθρος. Καθόλου ή ελάχιστη η ακάλυπτη γη από το «κλεινόν άστυ», την Αθήνα, προς το Αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος»…
Οι διαφορές δεν περιορίζονται μόνο στο αισθητικό μέρος των πόλεων. Επεκτείνονται και στο θέμα των συμπεριφορών και αντιδράσεων στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Παρά τις αναμφισβήτητες αρετές και τα προτερήματα των Ελλήνων, οι αντιδράσεις και πολλές ενέργειές μας, σε σύγκριση με τους περισσοτέρους κοινοτικούς μας εταίρους, της Δυτικής, κυρίως, και Βορείου Ευρώπης, είναι περισσότερο συναισθηματικού χαρακτήρα. Λείπει ο απαιτούμενος ρεαλισμός, το μέτρο και η κρίση, που για να είναι ορθή ή να πλησιάζει την ορθότητα απαιτείται γνώση, που συνήθως μας λείπει ή δεν μας ενδιαφέρει να την αποκτήσουμε. Από επαγγελματικό αλλά και προσωπικό ενδιαφέρον παρακολουθούσα τα βραδινά κεντρικά δελτία ειδήσεων των κρατικών αλλά και ιδιωτικών καναλιών. Ο χρόνος ήταν στο ήμισυ, περίπου, των ημετέρων και δεν άφηνε περιθώρια για πλατειασμούς και εκτροπές από τα πραγματικά θέματα της ειδησεογραφίας. Έλειπαν, επίσης, ακραίου τύπου κριτικές σε πράξεις και ενέργειες της κυβέρνησης, σε μια χώρα που σε λίγους μήνες είναι πολύ πιθανό να διεξαχθούν γενικές εκλογές. Στο ίδιο περίπου πνεύμα και η αρθρογραφία του ημερήσιου Τύπου. Αποφευγόταν, ως επί το πλείστον, η εντυπωσιακή ειδησεογραφία, που εξάπτει τα πολιτικά πάθη.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι στη συμπεριφορά μας δεν διαφέρουμε και πολύ από τους αρχαίους προγόνους μας. Ξεχνιέται όμως ένα ουσιώδες στοιχείο. Η αρχαία Ελλάδα ήταν το κέντρο του αρχαίου κόσμου, ενώ με την τραγωδία και την κωμωδία των μεγάλων ποιητών και δραματουργών μετριάζονταν οι υπερβολές και τιθασεύονταν οι ανθρώπινες αδυναμίες. Η πολιτική οξύτητα δεν ήταν, βέβαια, σπάνιο φαινόμενο. Ακόμη και ο Περικλής κινδύνευσε με εξοστρακισμό, αφού κατηγορήθηκε για καταχρήσεις στην εκτέλεση των έργων της Ακρόπολης. Απάντησε ότι δαπανήθηκαν «εις το δέον»! Η Ακρόπολη και ο Παρθενώνας παραμένουν σύμβολα της τελειότητας και οι επικριτές του στο όνειδος της Ιστορίας… Η σημερινή Ελλάδα δεν μπορεί να συγκριθεί με την αρχαία. Είναι βέβαια η αδιάκοπτη συνέχειά της, με αδιάλειπτο κοινό στοιχείο τη γλώσσα, για την οποία λέει ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης: «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική… μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…».
Και όμως και αυτή κακοποιείται σήμερα. Εφημερίδες με ξενόγλωσσους τίτλους, πινακίδες καταστημάτων ξενόγλωσσες, κάτι που γενικεύεται επικίνδυνα, ραδιοφωνικά προγράμματα με αποκλειστικά ξένα τραγούδια και φτηνός μιμητισμός στο διαφημιστικό πεδίο. Στη Γαλλία σφοδρή υπήρξε, προ ετών, η αντίδραση της Γαλλικής Ακαδημίας στη χρήση ορισμένων αγγλικανισμών, αν και έχουν επιβληθεί διεθνώς. Σε τομείς εξόχως ευαίσθητους, όπως η εξωτερική μας πολιτική, που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και την εσωτερική, φαίνεται να έχουμε ελάχιστα διδαχθεί από το απώτερο και πρόσφατο παρελθόν μας. Ταυτιζόμαστε εύκολα με επιλογές άλλων, ακόμη και αν οι επιλογές αυτές δεν εξυπηρετούν τα δικά μας συμφέροντα. Για τις μικρές και ευρισκόμενες σε ευαίσθητο γεωπολιτικά πεδίο χώρες, όπως η Ελλάδα, η επιδίωξη συμμαχιών και η ένταξη σε διεθνείς οργανισμούς είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων. Αρκεί βέβαια να υπερασπίζονται με σθεναρότητα, με καλά μελετημένες θέσεις και εξασφάλιση συμμαχιών.
Την περίοδο που διανύουμε σημειώνεται μεγάλη διπλωματική κινητικότητα γύρω από το θέμα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων (FYROM). Η αναζήτηση ονομασίας κοινά αποδεκτής αποτελεί και επιταγή των Ηνωμένων Εθνών, που, εμμέσως πλην σαφώς, δικαιώνει τις ελληνικές θέσεις μη αποδοχής του συνταγματικού ονόματος της γειτονικής χώρας, που σφετερίζεται την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της ελληνικής Μακεδονίας. Ο υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Κοτζιάς επεξεργάζεται τη δυνατότητα εύρεσης λύσης εντός του α’ εξαμήνου του τρέχοντος έτους, μια προσπάθεια που αν τελεσφορήσει θα είναι επ’ ωφελεία όλων των μερών και οπωσδήποτε της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που θα απαλλαγεί από το βάρος ενός ανυπάρκτου στην ουσία προβλήματος, κατάλοιπου άλλων εποχών στην πολύπαθη ιστορία των Βαλκανίων. Υποθέτουμε ότι υπάρχουν και πρέπει να υπάρχουν επαφές μεταξύ της κυβέρνησης και των αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων και άλλων αρμοδίων φορέων. Ήδη σημειώνονται πολλές αντιδράσεις από κόμματα και ιδιώτες, νόμιμες μεν και θεμιτές, αρκεί να είναι σώφρονες, να αντιλαμβάνονται τη διεθνή διάσταση του προβλήματος και να μην κινούνται στο πνεύμα του «οίκαδε», αντιδράσεις που έβλαψαν ανεπανόρθωτα τον Ελληνισμό.
Προβλημάτισε και η παρέμβαση της Εκκλησίας της Ελλάδος, διά του ανωτάτου μάλιστα διοικητικού της οργάνου, της Ιεράς Συνόδου. Η Εκκλησία, οι πράξεις της οποίας κατά κανόνα χαρακτηρίζονται από σύνεση, καλό είναι να αποφεύγει να παρεμβαίνει σε θέματα που ανάγονται στην αρμοδιότητα της πολιτικής.