Το κρίσιμο στοίχημα Τσίπρα – Κοτζιά

Τα «τοξικά» ζητήματα που απειλούν τη διαδικασία

Με κρίσιμα ζητήματα να είναι ανοικτά ξεκινά η διαπραγμάτευση για το όνομα της ΠΓΔΜ, που μετατρέπεται σε μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση και προσωπικά για τον Νίκο Κοτζιά αλλά και τον Αλέξη Τσίπρα, καθώς επιχειρούν να λύσουν τον γόρδιο δεσμό 27 ετών σε μια στιγμή που οι εξωγενείς παράγοντες είναι ευνοϊκοί, ανεβάζοντας όμως τον πήχη για την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και στο εσωτερικό διαμορφώνεται θετικό κλίμα, παρά τις λεπτές ισορροπίες λόγω της στάσης του Πάνου Καμμένου, που δεν φαίνεται πά­ντως να απειλούν την κυβερνητική πλειοψηφία…

Ορισμένα ανοικτά ζητήματα όμως είναι «τοξικά» καθώς μπορεί να τινάξουν στον αέρα ακόμη και μια καλή επιλογή στο θέμα του ονόματος. Η γνωστή εμμονή του κ. Νίμιτς ότι θα πρέπει να υπάρξει δέσμευση για μη χρήση του όρου «Μακεδονία» (χωρίς κάποιον επιθετικό προσδιορισμό) όχι μόνο από τη σκοπιανή πλευρά αλλά και από την Ελλάδα, η δηλωμένη αδυναμία του κ. Ζάεφ να προχωρήσει σε αναθεώρηση του Συντάγματος που θα ενσωματώνει τη λύση και τα παιγνίδια σχετικά με το εύρος χρήσης, που θα αφήνουν περιθώρια για διολίσθηση σε παραλλαγές της διπλής ονομασίας, είναι ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν μέσα στις επόμενες εβδομάδες…


Νίμιτς: Ούτε η Ελλάδα να μπορεί να χρησιμοποιεί τον όρο «Μακεδονία»!


Είναι προφανές ότι μια λύση η οποία θα υποχρεώνει και την κατάργηση της χρήσης του όρου «Μακεδονία» για την Ελλάδα, υποχρεώνοντας την προσθήκη επιθετικού προσδιορισμού («Ελληνική Μακεδονία»), θα αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα στην αποδοχή της από την ελληνική κοινή γνώμη.
Ο Νίκος Κοτζιάς με υπερβολική αυτοπεποίθηση δηλώνει ότι θέλει και θα επιδιώξει να λύσει όλα τα εκκρεμή ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, καθώς, όπως ο ίδιος τονίζει, πρέπει να απελευθερωθούν δυνάμεις της χώρας που εγκλωβίζονται από χρονίζοντα προβλήματα και να προσφερθούν δυνατότητες πολιτικές και οικονομικές για την άσκηση ουσιαστικής βαλκανικής πολιτικής και ανάληψη περιφερειακού ρόλου από τη χώρα μας.

Ο κ. Κοτζιάς έχει πείσει τον Αλέξη Τσίπρα ότι η δημιουργία κινητικότητας στα εθνικά θέματα θα ωφελήσει τη χώρα καθώς είτε θα οδηγήσει σε λύση προβλημάτων είτε θα πείσει εταίρους και συμμάχους για τις καλές προθέσεις της κυβέρνησης.

Όμως η κινητικότητα πολύ συχνά, όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση του Γιώργου Παπανδρέου, του οποίου είχε διατελέσει στενός συνεργάτης για σειρά ετών ο κ. Κοτζιάς, γίνεται αυτοσκοπός και καθίσταται αντιπαραγωγική και αδιέξοδη.

Στο θέμα των Σκοπίων η Αθήνα έχει μοναδική ευκαιρία να επιδιώξει λύση η οποία θα ανταποκρίνεται κατ’ ελάχιστον στις επιδιώξεις και στους στόχους που έχουν τεθεί την τελευταία εικοσαετία.
Λύση που θα θέτει φραγμό σε κάθε προσπάθεια μονοπώλησης του ονόματος της Μακεδονίας, σε κάθε αλυτρωτισμό εις βάρος της χώρας μας και θα λύνει υπό μορφή πακέτου όλα τα προβλήματα που έχουν προκύψει ή ίσως προκύψουν στο μέλλον από το θέμα της ονομασίας.

Μόνο μια συνολική λύση όλων αυτών των προβλημάτων μπορεί να θέσει σε νέες, στέρεες βάσεις στις σχέσεις των δύο χωρών, που μετά την επίλυση της διαφοράς μπορούν να αναπτύξουν μια πραγματική συμμαχία στον βαλκανικό χώρο.

Η υπέρμετρη αισιοδοξία, την οποία καλλιεργούν και οι δύο πλευρές, καθεμιά για τους δικούς της λόγους, λειτουργεί μάλλον αντιπαραγωγικά καθώς προς το παρόν δεν έχουν υπάρξει σημάδια για το μέχρι πού είναι διατεθειμένη να κινηθεί η σκοπιανή πλευρά, ενώ και η ελληνική θέση («σύνθετη ονομασία για κάθε χρήση»), όπως τη διατυπώνει ο καθ’ ύλην αρμόδιος Νίκος Κοτζιάς, αφήνει πολλά περιθώρια για παραλλαγές και θολές διατυπώσεις.

Η σκοπιανή πλευρά και ειδικά ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ καίγονται για να προλάβουν το χρονοδιάγραμμα της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ και της ένταξης στο ΝΑΤΟ, κάτι που προϋποθέτει ότι τουλάχιστον νωρίς την άνοιξη θα πρέπει να έχει βρεθεί λύση στο θέμα της ονομασίας. Όμως την ίδια στιγμή ο κ. Ζάεφ δεν έχει ανεξάντλητα περιθώρια κινήσεων, καθώς η κυβέρνησή του στηρίζεται από τους βουλευτές των αλβανόφωνων κομμάτων και μια λύση για να είναι βιώσιμη δεν μπορεί να στηριχθεί σε μια ισχνή πλειοψηφία, η οποία θα διαμορφωθεί με την ψήφο των αλβανόφωνων.

Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα πράγματι θεωρεί ότι μπορεί να επιλυθεί το ζήτημα της ονομασίας -ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν πίστεψε στην υπόθεση της ονομασίας-, αλλά στο Μέγαρο Μάξιμου γνωρίζουν ότι ατυχείς χειρισμοί στην υπόθεση μπορούν να προκαλέσουν χιονοστιβάδα αντιδράσεων που θα δοκιμάσουν τις αντοχές της κυβέρνησης. Αντιδράσεις που πιθανόν δεν θα καθοδηγηθούν από την αντιπολίτευση αλλά θα εμπεδώσουν στην καχύποπτη κοινή γνώμη την αίσθηση ότι η κυβέρνηση μετά την αποδοχή των Μνημονίων είναι έτοιμη, κατ’ εντολή των δανειστών, να κλείσει και τα εθνικά θέματα.

Οι κ. Τσίπρας και Κοτζιάς γνωρίζουν όμως κάτι ακόμη: Εάν δεν επιτευχθεί λύση στο Σκοπιανό, είναι υποχρεωμένοι να διατηρήσουν τα βέτο σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, μια υπόθεση διόλου εύκολη, ειδικά στο ΝΑΤΟ, όπου όλα τα κράτη-μέλη, με καμιά εξαίρεση, είναι υπέρ της ένταξης της ΠΓΔΜ στη Συμμαχία ακόμη και με το προσωρινό όνομα. Εν έτει 2018 δεν υπάρχει στο ΝΑΤΟ ούτε ένας ηγέτης που να στηρίζει σθεναρά την ελληνική θέση, όπως βρέθηκε το 2008 ο Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στην απόφαση του Βουκουρεστίου.

Μπορεί ένα νέο βέτο να δώσει την ευκαιρία για πατριωτικές κορώνες στο εσωτερικό από την κυβέρνηση (και ειδικά τον Πάνο Καμμένο), αλλά όλοι γνωρίζουν ότι το πολιτικό και διπλωματικό κόστος θα είναι βαρύ και πιθανότατα θα σημάνει το τέλος της διπλωματικής προσπάθειας για εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

Η κυβέρνηση, ειδικά ο Νίκος Κοτζιάς, που έχει αναλάβει προσωπικά τη διαπραγμάτευση, έχει τη μεγάλη ευθύνη επιδίωξης λύσης, τη στιγμή που οι συνθήκες εμφανίζονται ευνοϊκές.

Το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων δεν είναι απλώς ένα συμβολικό ζήτημα, συναισθηματικά φορτισμένο, αλλά ένα σοβαρό ζήτημα γεωπολιτικής και ασφάλειας ενώ συγχρόνως διακυβεύεται και το κύρος και η αξιοπιστία της χώρας μας.

Γι’ αυτό η λύση δεν μπορεί να είναι αποσπασματική και να αφήνει «ουρές» και εκκρεμότητες για το μέλλον…

Κωνσταντίνος Τσάκαλος

 Σχετικά άρθρα




Σχολιάστε εδώ