Π. Παυλόπουλος: Ο Αυτοκράτορας «Ιανός», μεταξύ Αθήνας και Ρώμης

Ανδριανός… ο «Princeps» και ζηλωτής της ειρήνης

ΣΗΜΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ «ΑΘΗΝΑ-ΡΩΜΗ 117-2017 μ.Χ., ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑ ΡΩΜΑΙΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΙΟ ΑΡΧΟΝΤΑ ΑΔΡΙΑΝΟ» Αθήνα, 16.01.2018

Εισαγωγή

Στις 11 Αυγούστου του 117 μ.Χ., ο Αδριανός αναδεικνυόταν Αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, διαδεχόμενος τον Τραϊανό. Ο τελευταίος, είχε ετοιμάσει μεθοδικά -όπως έκανε για όλα τα δημόσια πράγματα- την διαδοχή του, εκπαιδεύοντας δίπλα του για χρόνια το νεαρό Αδριανό.

Α. Η εκπαίδευση του Αδριανού ήταν διπλή: Από την μια πλευρά καλλιεργούσε την μόρφωσή του, με τόσο έντονα να ελληνικά της στοιχεία, ώστε οι σύγχρονοί του στην Ρώμη του έδωσαν το προσωνύμιο «Graeculus», «Μικρός Έλληνας». Και, από την άλλη πλευρά, ολοκλήρωνε την στρατιωτική του παιδεία, ακολουθώντας, σχεδόν πάντα, τον Τραϊανό στις εκστρατείες του εκτός Ρώμης, ιδίως τα τελευταία χρόνια, όταν ο Αυτοκράτορας είχε επεκτείνει την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε τέτοιον βαθμό, ώστε ν’ αποκτήσει την μεγαλύτερη έκτασή της στην ιστορία της.

Β. Αυτή την κληρονομιά του Τραϊανού παρέλαβε ο Αδριανός, ένας Αυτοκράτορας πραγματικός «Ιανός», αφού στην όλη αυτοκρατορική προετοιμασία του μετείχε η Ρώμη, ως προς το «Imperium» και η Αθήνα, ως προς την κλασική Παιδεία του. Η όλη αυτοκρατορική του πορεία -πρωτίστως δε το γεγονός ότι δεν ενδιαφέρθηκε για την περαιτέρω επέκταση των ορίων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας- απέδειξαν ότι στον χαρακτήρα του Αδριανού επικράτησε η Αθήνα, ενώ η Ρώμη απλώς προσέθεσε σ’ αυτόν το θεσμικό στίγμα της υποδειγματικής θεραπείας της Res Publica.

I. O Αδριανός και η Αθήνα.

Το Πνεύμα της Αρχαίας Αθήνας άφησε βαθειά τα σημάδια του στην προσωπικότητα του Αδριανού, ήδη από την εφηβική του ηλικία.

Α. Οι πρώιμες φιλοσοφικές του ανησυχίες τον κατεύθυναν στον δρόμο των Στωικών, αλλ’ ακόμη και του Επικουρείων. Τον επηρέασε όμως κατ’ εξοχήν ο «στωικισμός», μέσω της μελέτης του Επικτήτου.

1. Ίσως δε ήταν η θέση του Επικτήτου, σύμφωνα με την οποία η πεμπτουσία της ελεύθερης βούλησης πρέπει να κατευθύνεται όχι στην επαύξηση αλλά στην πιο σώφρονα διαχείριση των κεκτημένων που, όπως προεκτέθηκε, τον οδήγησε να επιλέξει όχι την επέκταση των ορίων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά την πιο ορθολογική οργάνωσή της, με πυρήνα την Res Publica. Ήταν αυτή η νοοτροπία του Αδριανού που ώθησε τον Σίλλερ να τον αποκαλέσει «πρώτο υπηρέτη της Αυτοκρατορίας».

2. Κάπως έτσι ο Αδριανός έμεινε στην ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας περισσότερο ως ο «Princeps» που φρόντισε με ζήλο την εμπέδωση της ειρήνης, τον εξορθολογισμό της αυτοκρατορικής διοίκησης και τον εξωραϊσμό των πόλεων.

Β. Η, κάπως άγνωστη βέβαια, λογοτεχνική πτυχή του Αδριανού τονίζει ακόμη περισσότερο την Ελληνική – Αθηναϊκή του πλευρά.

1. Έγραψε αρκετούς στίχους στα ελληνικά και στα λατινικά. Η ποίησή του στα ελληνικά είναι σαφώς ανώτερη, από λογοτεχνικής πλευράς, εκείνης των λατινικών του στίχων. Ούτε αυτή όμως μπόρεσε να τον καταξιώσει τελικώς, αφού κατατάσσεται στους «ελάσσονες ποιητές» της εποχής του.

2. Στο σημείο αυτό αξίζει να μνημονευθεί και τούτο: Η έντονη ενασχόλησή του με την ποίηση στα νιάτα του και ο κάπως ελεύθερος τρόπος ζωής του εκείνα τα χρόνια, ανησύχησαν τους κύκλους της Ρώμης μήπως βρίσκονταν μπροστά σ’ ένα νέο «φαινόμενο Νέρωνα», ο οποίος είχε ήδη υποστεί τις συνέπειες της «Damnatio Memoriae». Η πορεία του Αδριανού στην συνέχεια διέψευσε, πανηγυρικά, όλους αυτούς τους φόβους. Και ο Αδριανός μπορεί να μην άφησε «όνομα» ως ποιητής, πλην όμως το όποιο λογοτεχνικό του τάλαντο έβαλε το δικό του λιθάρι στο οικοδόμημα της απαστράψασας εν τέλει ηγετικής του προσωπικότητας.

Γ. Η μακρόχρονη παρουσία του στην Ελλάδα, κυρίως δε στην Αθήνα, επισφράγισε εμβληματικά την «Αθηναϊκή» όψη του «Αδριανού-Ιανού».

1. Ο Αδριανός ήλθε, το φθινόπωρο του 124 μ.Χ., στην Ελλάδα, προορισμό που πρέπει να είχε από την αρχή στο μυαλό του, όταν ξεκίνησε τις περιοδείες του. Έφθασε εγκαίρως για την συμμετοχή του στα Ελευσίνια Μυστήρια. Και λίγους μήνες μετά, στις αρχές του 125 μ.Χ., μετέσχε στις εορτές των Διονυσίων. Κατά την διάρκεια του χειμώνα περιόδευσε στην Πελοπόννησο. Η ακριβής διαδρομή παραμένει ασαφής, ωστόσο ο Παυσανίας αναφέρει διάφορα σημάδια, όπως οι ναοί που έχτισε ο αυτοκράτορας και το άγαλμά του, που κατασκεύασαν οι ευγνώμονες κάτοικοι της Επιδαύρου, ευχαριστώντας τον για τις ευεργεσίες του.

2. Ο Αδριανός ήλθε πάλι στην Ελλάδα το 128 μ.Χ. Αυτή την φορά η περιοδεία του στην Ελλάδα πρέπει να επικεντρώθηκε στην Αθήνα και στην Σπάρτη. Ό Αδριανός είχε στο νου του μία ελληνική αναβίωση μέσω Δελφικής Αμφικτυονίας, αλλ’ αποφάσισε πλέον κάτι μεγαλεπήβολο: Το «Πανελλήνιον» επρόκειτο να είναι ένα συμβούλιο που θα έφερνε κοντά τις ελληνικές πόλεις, όπου και να βρίσκονταν γεωγραφικά. Το μέρος συνάντησης θα ήταν ο νέος ναός του Διός στην Αθήνα. Έχοντας θέσει σε κίνηση τις προετοιμασίες – το ν’ αποφασισθεί ποιάς πόλης το αίτημα ν’ αναγνωρισθεί ως ελληνική θα έπαιρνε, από μόνο του, πολύ χρόνο – αναχώρησε για την πόλη της Εφέσου.

3. Ο μετέπειτα θάνατος του Αντίνοου τον επηρέασε βαθειά. Σίγουρα όμως πέρασε τον χειμώνα του 131-132 στην Αθήνα και πιθανώς παρέμεινε περισσότερο στην Ελλάδα, ή και ανατολικότερα, εξαιτίας της νέας επανάστασης των Ιουδαίων, που ξέσπασε το 132 μ.Χ.

4. Τις Ελληνικές -ιδίως δε «Αθηναϊκές»- ρίζες του Αδριανού μαρτυρούν ανά τους αιώνες τα έργα του στην Ελλάδα.

α) Πλειάδα μνημείων της Αρχαίας Ελληνικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς οφείλουν την «επιβίωση» τους ανά τους αιώνες στις πρόνοιες του Αδριανού. Ιδιαίτερης μνείας αξίζει η «Πύλη του Αδριανού», δια της οποίας ο Αδριανός θέλησε να οριοθετήσει το «σύνορο» μεταξύ της «Παλαιάς Αθήνας» που ολοκλήρωσε -με σημείο αναφοράς τον Ναό του Ολυμπίου Διός, ο οποίος δεν είχε περατωθεί από την εποχή του Πεισιστράτου -και της «Νέας Αθήνας», προς την πλευρά της Ακρόπολης, που αποκατέστησε με τρόπο, ο οποίος σεβάσθηκε στο ακέραιο την αρχετυπική της μορφή. Υπό τα δεδομένα αυτά, η Πύλη του Αδριανού θα μπορούσε κάλλιστα να συμβολίσει έναν άλλο Αδριανό «Ιανό», εκείνον μεταξύ της Αθήνας πριν από την εποχή του και της Αθήνας μετά απ’ αυτόν.

β) Επιπλέον, η «Αδριάνεια Βιβλιοθήκη» και το «Αδριάνειο Υδραγωγείο» στην Αθήνα δεσπόζουν, ακόμη και σήμερα, στο «ταμείο» της συνεισφοράς του για την διάσωση και την περαιτέρω ανάδειξη του μεγαλείου της Αρχαίας Ελλάδας. «Τύχη αγαθή», στην Ελλάδα φιλοτεχνήθηκε η προτομή που εκφράζει, με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο, το σύνθετο -και ιδίως Ελληνικό- πρότυπο του Αδριανού. Αυτή η έξοχη μαρμάρινη προτομή του Αδριανού, την οποία έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη το 1933 στην Λεωφόρο Συγγρού, αποκαλύπτει μ’ ενάργεια τα βασικά χαρακτηριστικά του Αδριανού: Αποστρέφεται τα επίγεια και έχει στραμμένο το βλέμμα και το νου προς τα υπερκόσμια. Απεικονίζεται με γενειάδα φιλοσόφου και στεφανώνεται με στεφάνι από φύλλα βελανιδιάς, το οποίο κοσμεί ένας αετός, το έμβλημα του Διός, που του προσδίδει την ιδιότητα του «Σωτήρα των Πολιτών».

ΙΙ. Ο Αδριανός και η Ρώμη.

Την «Ρωμαϊκή» όψη του «Αδριανού-Ιανού» συνθέτει κυρίως το θεσμικό του έργο. Κατ’ εξοχήν δε η νομοθεσία του, το περιεχόμενο της οποίας όμως αναδεικνύει εμφανώς, και εδώ, την έντονη επιρροή της Αθήνας, με προεξάρχουσα την επιρροή του στωϊκισμού. Δεν είναι υπερβολή να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο Αδριανός επιχείρησε ν’ αναβαπτίσει το «Imperium» και την «Res Publica» της Ρώμης στα νάματα της ελληνικής φιλοσοφίας -ιδίως δε της στωϊκής- προσανατολίζοντας την «Εξουσία» στην εξυπηρέτηση του «Δημόσιου Συμφέροντος». Αρκούν τα εξής δείγματα της νομοθετικής -και, εν γένει, της θεσμικής- κληρονομιάς του Αδριανού.

Α. Κορυφαία θέση στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις στου Αδριανού κατέχουν εκείνες που αφορούν την οργάνωση και τη λειτουργία της απονομής της Δικαιοσύνης. Η τελειοποίηση της «Cognitio Extra Ordinem» και των εξ αυτής καταγόμενων γενικών ρητρών της έννομης τάξης, δίνει το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της συνεισφοράς του Αδριανού προς αυτή την κατεύθυνση:

1. Ο ρωμαϊκής προέλευσης και «κοπής» Νόμος, καθώς κατ’ ανάγκην προσαρμοζόταν στις ιδιόμορφες συνθήκες των εκάστοτε διακυμάνσεων της πορείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οδήγησε στην δημιουργία «γενικών ρητρών» -π.χ. επιείκεια, καλή πίστη, χρηστά ήθη- οι οποίες ακόμη και σήμερα συνιστούν «απαστράπτουσες» ψηφίδες του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού, κυρίως ως ουσιώδη συστατικά της αναλογικής ισότητας και της, lato sensu, Δικαιοσύνης. Καθοριστική προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε η συμβολή του «Jus Praetorium» («Jus Honorarium») και της «Cognitio Extra Ordinem».

2. Η ανάγκη αντιμετώπισης του παρωχημένου χαρακτήρα αλλά και της κανονιστικής ακαμψίας της Δωδεκάδελτης νομοθεσίας -το ιστορικό παράδειγμα του Γαΐου, ως προς την αδυναμία κάλυψης των συνεπειών της «κοπής κλημάτων» μέσω της ρύθμισης περί «κοπής δένδρων», είναι άκρως χαρακτηριστικό- που οδήγησαν σ’ ένα είδος «δικονομικής αφλογιστίας» το δια των δικονομικών τύπων των «legis actiones» σύστημα επίλυσης των διαφορών μεταξύ ιδιωτών, ώθησε το πολιτειακό σύστημα της Ρώμης στην επινόηση της

«Per Formulam» διαδικασίας και, συνακόλουθα, της διαμόρφωσης του «Jus Praetorium» («Jus Honorarium»). Η «Per Formulam» διαδικασία ίσχυσε ως το 342 μ.Χ, όταν και καταργήθηκε με διάταξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου:

α) Την «Per Formulam» διαδικασία παγίωσε η «Lex Aebutia» (149/126 π.Χ.), καθιερώνοντας οριστικά τα δύο στάδια απονομής της δικαιοσύνης στο πλαίσιο πλέον του «Jus Praetorium». Το πρώτο στάδιο («in jure») συνίστατο στην ενώπιον του αρμόδιου Πραίτωρα -συνήθως ήταν ο «Praetor Peregrinus»- πα-ράσταση, ο οποίος διατύπωνε την «Formula» της εν γένει επίλυσης της διαφοράς και όριζε τον αρμόδιο δικαστή. Ιδιώτη δικαστή, οριζόμενο ad hoc («judex datus»), αντίθετα προς την προγενέστερη διαδικασία των «legis actiones», όπου ο δικαστής ήταν ανώτερο κρατικό όργανο, εγγεγραμμένο σε ειδικό λεύκωμα («album judicum»). Ενώπιον αυτού του δικαστή εκτυλισσόταν πλέον το δεύτερο -και τελευταίο- στάδιο επίλυσης της διαφοράς («in judicio»), στο πλαίσιο του οποίου εκδιδόταν η οριστική απόφαση, πάντα όμως εντός των κανονιστικών ορίων της σχετικής «Formula».

β) Και ναι μεν στην «Per Formulam» διαδικασία ο αρμόδιος «Praetor» δεν είχε πλήρη δικαιοπλαστική ικανότητα, πλην όμως καθορίζοντας, κατ’ αποτέλεσμα, το όλο νομικό πλαίσιο επίλυσης της διαφοράς οδηγείτο, νομοτελειακώς, σ’ ερμηνευτικές μεθόδους δραστικής επικουρίας, συμπλήρωσης ή και διόρθω-σης των ισχυόντων κανόνων δικαίου («Jus Civile»). Εξ ου και ο κλασικός ορισμός που έδωσε στο σταδιακώς διαμορφωθέν «Jus Praetorium» o Παπινιανός (D.1,1,7,1): «Jus praetorium est quod praetores introduxerunt, adiuvandi vel supplendi vel corrigendi juris civilis gratia propter utilitatem publicam, quod et honorarium dicitur ad honorem praetoris nominatum».

3. Ήδη από την εποχή του Αυγούστου, και παραλλήλως προς την διαδικασία «Per Formulam», αναπτύχθηκε σταδιακώς και μια «εξαιρετική διαγνωστική διαδικασία», ήτοι εκείνη της «Cognitio Extra Ordinem», για την επίλυση των ιδιωτικών διαφορών. Μια διαδικασία, η οποία υποκατέστησε πλήρως την αντίστοιχη «Per Formulam» διαδικασία μετά το τέλος του 3ου μ.Χ. αιώνα. Όπως

ήδη τονίσθηκε, κατά την εποχή του Αδριανού και υπό την δική του κατεύθυνση η «Cognitio Extra Ordinem» έφθασε στο απόγειό της.

α) Μέσω της «Cognitio Extra Ordinem», η οποία λειτουργούσε «extra ordinem judicorum», παρακαμπτόταν, ουσιαστικά, η «Per Formulam» διαδικασία: Η επίδικη διαφορά επιλυόταν από τον αρμόδιο δικαστή -κρατικό όργανο και όχι ιδιώτη-τον οποίο όριζε ο Ηγεμόνας. Προηγουμένως όμως ο Ηγεμόνας, μέσω των «rescripta» τα οποία εξέδιδε -ύστερα από τη γνώμη ειδικού συμβουλίου, του «Scrinium libellorum»- ως απαντήσεις, κατόπιν αναφορών («libelli»), επί των αμφισβητούμενων νομικών ζητημάτων, ουσιαστικώς προσδιόριζε και τον κανόνα δικαίου που όφειλε να εφαρμόσει ο αρμόδιος δικαστής.

β) Η δικονομική πρακτική της «Cognitio Extra Ordinem» άφησε στην ιστορία του δικαίου μια σειρά από πολύτιμες γενικές ρήτρες, οι οποίες διαμορφώθηκαν μέσ’ από τα διαδοχικά «rescripta» των Ρωμαίων Ηγεμόνων. Ιδίως δε εκείνων οι οποίοι είχαν βαθειά επηρεασθεί από την στωική φιλοσοφία. Εμβληματικά υπήρξαν τα σχετικά «rescripta» ιδίως του Τραϊανού, του Αδριανού, του Αντωνίνου, του Μάρκου Αυριλίου, του Σεπτιμίου Σεβήρου -τα «Apokrimata» του οποίου αποτελούν πάντα πολύτιμη οργανωμένη συλλογή- και του Διο-κλητιανού. Στις γενικές αυτές ρήτρες που προέκυψαν μεσ’ από την διαδικασία της «Cognitio Extra Ordinem» έχουν τις ρίζες τους, όπως ήδη τονίσθηκε, αρκετές από τις ρήτρες ευθυδικίας, τις οποίες γνωρίζει και εφαρμόζει πάντα το σύγχρονο δίκαιο, ιδίως στις δυτικού τύπου Δημοκρατίες.

Β. To, stricto sensu, νομοθετικό έργο του Αδριανού, εξαιρετικά εκτεταμένο και προσαρμοσμένο στις ανάγκες των ιδιαιτεροτήτων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της περιόδου του, φέρει βαθειά τ’ ανθρωπιστικά χαρακτηριστικά που απορρέουν από την στωική φιλοσοφία, ιδίως δε από το έργο του Επικτήτου. Ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικά αυτής της νομοθετικής νοοτροπίας του Αδριανού είναι, μεταξύ άλλων φυσικά, τα εξής:

1. Στο πεδίο του, lato sensu, ποινικού δικαίου, ο Αδριανός επέφερε βαθύτατες τομές με ανθρωπιστικό στίγμα, κυρίως καθιερώνοντας τον γνήσιο υποκειμενικό χαρακτήρα της ποινικής ευθύνης που, ως τις μέρες του, έφερε πολλά οιονεί αντικειμενικά χαρακτηριστικά, αφού αρκούσε για την επιβολή ποινής ακόμη και η απλή αμέλεια. Ο Αδριανός ήταν εκείνος που υιοθέτησε πρώτος την γενική αρχή, σύμφωνα με την οποία πυρήνας της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος είναι ο δόλος. Και στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα ο άμεσος δόλος πρώτου βαθμού. Συνεπώς, από τον Αδριανό κατάγεται ο κανόνας που απαντάται στους Πανδέκτες (Digesta, 48.8.14): «In maleficiis voluntas spectatur, non exitus»).

2. Αλλά και στο πεδίο του αστικού δικαίου, του «Jus Civile», η νομοθεσία του Αδριανού διακρίνεται για την υιοθέτηση κανόνων δικαίου που στηρίζονται στην υπεράσπιση του Ανθρώπου και των -στοιχειωδών βεβαίως ακόμη- ελευθεριών του στο πλαίσιο ρύθμισης των κατ’ ιδίαν κοινωνικών σχέσεων. Έτσι π.χ. επί Αδριανού:

α) Θεσμοθετήθηκαν διατάξεις και προέκυψαν γενικές αρχές, οι οποίες επέβαλαν μια πιο ανθρώπινη μεταχείριση των δούλων, κάθε είδους.

β) Σειρά νομοθετημάτων απέβλεψε στην ενίσχυση των ασθενέστερων οικονομικώς αγροτών, μέσω της παραχώρησης σε αυτούς δικαιωμάτων επί των χέρσων αγρών. Τούτο επήλθε, κατά βάση, δια του θεσμού μιας μορφής επιμόρτου αγροληψίας, μέσω της οποίας ο κάθε αγρότης αποκτούσε επί του αγρού δικαίωμα επικαρπίας ή -σπανιότατα βεβαίως- και κυριότητας, με ανάλογη δυνατότητα κληρονομικής διαδοχής («Lex Ηadriana de Ruribus Agris»).

γ) Στο πεδίο των οικογενειακών σχέσεων μειώθηκε δραστικά η εμβέλεια της -οιονεί δικτατορικής ως τότε –«Patria Potestas», μέσω των διατάξεων που απαγόρευαν την καταχρηστική άσκησή της. Κάπως έτσι επί Αδριανού η οικογένεια, ως κοινωνικός δεσμός, αρχίζει ν’ αποκτά τα χαρακτηριστικά, τα οποία ταιριάζουν σ’ αυτό που ύστερα ανέδειξε την οικογένεια σε ουσιαστική «κοινωνία προσώπων». Και εδώ λοιπόν ο ακόλουθος κανόνας των Πανδεκτών έλκει την καταγωγή του από τον Αδριανό (Digesta, 48.9.5): «Patria potestas in pietate debet, non atrocitate consistere».

Επίλογος

Αυτό το «διπολικό» Ελληνορωμαϊκό μέγεθος και αντίστοιχο κλασικό μεγαλείο της αυτοκρατορικής οντότητας του Αδριανού μπορούμε να το ανακαλύψουμε -ίσως μάλιστα καλλίτερα, υπό ορισμένες επόψεις, και από τις ιστορικές πηγές- μεσ’ από την ανεπανάληπτα βαθυστόχαστη προσέγγιση της Μαργαρίτας Γιουρσενάρ, στ’ «Απομνημονεύματα του Αδριανού». Διαβάζοντάς τα γνωρίζει κανείς, σχεδόν από κοντά, τον Αδριανό «Ιανό» μεταξύ Αθήνας και Ρώμης. Εκείνον που ακόμη και σήμερα συμβολίζουν, π.χ.:

Α. Στο πεδίο της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του Αρχαίου Κόσμου, το «πάντρεμα»:

1. Του ρωμαϊκής καταβολής Πανθέου, που κατασκεύασε αρχικώς ο Αγρίππας και αποκατέστησε -μετά την καταστροφή του από πυρκαγιά περί το 80 μ.Χ- ο Αδριανός, με τον ανυπέρβλητο θόλο του να εμπνέει την αρχιτεκτονική παράδοση της Αναγέννησης.

2. Με την έπαυλη του Tivoli, 20 χιλιόμετρα μακριά από την Ρώμη, που χτίσθηκε υπό την «άοκνη» επίβλεψη του Αδριανού, μεταξύ 126-134 μ.Χ. Και το οποίο συνίσταται σε μιαν αρμονική σύνθεση μνημείων και τοπίων, που είχαν γοητεύσει τον Αδριανό κατά τις περιπλανήσεις του, ιδίως στην Αρχαία Ελλάδα. Ως προς την τελευταία παρατήρηση, τ’ «αποτυπώματα» της εκλεπτυσμένης παρέμβασης των Ελλήνων αρχιτεκτόνων, που συνέπραξαν στην κατασκευή της έπαυλης του Tivoli, μαρτυρούν με μιαν ανυπέρβλητη πειστικότητα πραγματικής τέχνης.

Β. Και στο πεδίο του Πνεύματος, μια λογοτεχνική έξαρση γνήσιου Ανθρωπισμού, στο πλαίσιο του οποίου κυριαρχεί -πάντοτε με την «καθοδήγηση» του Επικτήτου και της στωϊκής, κυρίως, φιλοσοφίας- από την μια πλευρά το μεγαλείο της βαθειάς συναίσθησης της ματαιότητας των εγκοσμίων. Και, από την άλλη πλευρά -αλλά και συνακόλουθα- της διεκδίκησης της μόνης μορφής αιωνιότητας, στην οποία μπορεί ν’ αποβλέπει ο Άνθρωπος: Της αιωνιότητας που αντιστοιχεί στην υστεροφημία, την οποία διασφαλίζουν τα έργα του, lato sensu, Πνεύματος, αυτά τα, ευδιάκριτα ανά τους αιώνες, ίχνη στην πορεία της Ανθρωπότητας, κατά την αέναη αναζήτηση του προορισμού της. Ίχνη που και όταν σβήσουν, αφήνουν πίσω τους την κληρονομιά ενός, γόνιμου για την Παιδεία του Ανθρώπου, μύθου. Αυτή την λογοτεχνική έξαρση συμπυκνώνουν, με ιδανικό τρόπο, οι εξής στίχοι που αποδίδονται στον Αδριανό, κατά την «Παλατινή Ανθολογία» και την «Historia Augusta», λίγο πριν αναπαυθεί:

«Animula, vagula, blandula
Hospes comesque copropris…»

(«Μικρή ψυχή μου, περιπλανώμενη γητεύτρα,
φιλοξενούμενη μαζί και σύντροφε του σώματος…»)

Γ. Την πνευματική και θεσμική αίγλη του Αδριανού, που τον οδήγησε στην κορυφή των Αυτοκρατόρων του Αρχαίου Κόσμου -και όχι μόνο της Ρώμης- ολοκλήρωσε η διαδοχή που ο ίδιος προετοίμασε, κατά το πρότυπο του προκατόχου του Τραϊανού. Ο Αυτοκράτορας Αντωνίνος όχι μόνο σεβάσθηκε, αλλά πραγματικά εξύψωσε το πρότυπο του Αδριανού, εγκαινιάζοντας την εξίσου εμβληματική περίοδο των Αντωνίνων.

1. Αυτό τον σεβασμό του Αντωνίνου επισφράγισε η αγωνιώδης, στην κυριολεξία, προσπάθεια που κατέβαλε, προκειμένου να πείσει την Σύγκλητο ν’ αποφασίσει την «αποθέωση» του Αδριανού και να του χτίσει ομώνυμο Ναό στο ρωμαϊκό Πεδίον του Άρεως. Δύσκολη αποστολή, για μια Ρώμη που ακόμη και τότε αδυνατούσε να κατανοήσει το αυτοκρατορικό πρότυπο, το οποίο κληροδότησε ο Αδριανός της «πεφωτισμένης Auctoritas», του «ανθρωποκεντρικού Imperium», ο «εχθρός» κάθε μορφής λαϊκισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι, ως το τέλος της, η ρωμαϊκή κοινωνία ουδέποτε μπόρεσε ν’ αποβάλει το σύνδρομο που τρεφόταν με «panem et circenses» («άρτον και θεάματα»). Σύνδρομο το οποίο, κατά την ορθότερη ιστορικώς άποψη, οδήγησε -φυσικά μαζί με άλλα αίτια- στο λυκόφως της και στην τελική παρακμή της.

2. Ο σεβασμός του Αντωνίνου προς τον Αδριανό υπήρξε μια από τις «αποσκευές» του για την αιωνιότητα, πέρα από τα δικά του «δίκαια» έργα. Διόλου τυχαίο ότι ο Αντωνίνος έμεινε στην ιστορία, μεταξύ άλλων, ως «Pius», «Ευσεβής».


Σχολιάστε εδώ