Η φούσκα και η λεμονόκουπα

Υπό
JOHN GALT


Ένα προϊόν που δεν μπορεί να αναπαραχθεί ενέχει τον κίνδυνο να γίνει οικονομική φούσκα. Ένα πίνακας του Πικάσο, για παράδειγμα, ως πρωτότυπο, δεν μπορεί να αναπαραχθεί, άρα η τιμή του μπορεί να φουσκώνει σε επίπεδα που ούτε υπολογίζονται ούτε δικαιολογούνται. Τη στιγμή που η τεχνολογία επιτρέπει ακόμη και στον πιο φτωχό πολίτη να αγοράσει ένα απόλυτα ακριβές αντίγραφο του πίνακα, η αίσθηση ότι σου ανήκει το πρωτότυπο κάνει την τιμή του να ξεπερνάει τα όρια της λογικής.

Επειδή όμως δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι αυτός που πληρώνει δεν μπορεί να είναι και κερδοσκόπος, εξηγούμε ότι στη φούσκα ο τελευταίος πληρώνει τον λογαριασμό. Μη γνωρίζοντας πότε θα σκάσει, τη στιγμή που η τιμή του πίνακα θα καταρρεύσει, αποφασίζει να παίξει μουσικές καρέκλες ή ρωσική ρουλέτα με τον εαυτό του και με όσους τον ακολουθούν. Η φούσκα σκάει στα χέρια του τελευταίου ιδιοκτήτη.

Το φαινόμενο της φούσκας το γνωρίζουμε από τις αξίες των ακινήτων, στις τιμές του χρηματιστηρίου και, στις ημέρες μας, στην εκλογική δύναμη προσώπων, κινημάτων ή ακόμη και κυβερνήσεων. Δυστυχώς, πολλά θα μπορούσαμε να πούμε αν θέλαμε να εξηγήσουμε γιατί κάποιοι άνθρωποι προτιμούν το Α ή το Β προϊόν, που, αν και καλύπτουν την ίδια ανάγκη, ποιοτικά διαφέρουν. Αλλά γιατί κάποιος πληρώνει μια υψηλή τιμή για το πρωτότυπο, όταν μπορεί, σχεδόν δωρεάν, να έχει ένα αντίγραφο, δεν το γνωρίζουμε. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.

Η ιστορία των Μνημονίων, η επιστροφή της κοινωνίας μας στις προμνημονιακές θεσμικές και διοικητικές συνθήκες, η χωρίς ελέγχους, κριτήρια και θεσμούς διαχείριση των κοινών είναι μια φούσκα. Εκφράζεται μάλιστα απόλυτα και με τη φράση «τα Μνημόνια καταργούνται με έναν νόμο και ένα άρθρο». Όχι βέβαια γιατί δεν μπορούν να καταργηθούν, αφού το Μνημόνιο είναι στην ουσία έξι νόμοι και ένα πλήθος διοικητικών πράξεων, που παύουν να ισχύουν, αν δεν ισχύουν οι νόμοι, αλλά γιατί, αν καταργηθούν -αν σκάσει η φούσκα-, απλά φεύγουμε από την Ευρώπη και τη ζώνη του ευρώ και πολύ πιθανά και από το ΝΑΤΟ.

«Μικρό το κακό», θα έλεγε ένα σημαντικό τμήμα των Ελλήνων, όπως και η πολιτική ηγεσία που τους εκφράζει. Έτσι έλεγαν όμως και στους μετόχους των εταιρειών και των τραπεζών όλοι οι ανεύθυνοι τραπεζίτες όταν δάνειζαν με κέρδη, πολλαπλασιάζοντας την πιστωτική μεγέθυνση πριν από το 2007. Η φούσκα έσκασε, η παγκόσμια οικονομία, και μαζί της και η χώρα μας, μάτωσε, και οι συγκεκριμένοι διαχειριστές, ακόμη και σήμερα, χωρίς να ρωτούν τους ανέργους και «όλης της γης τους κολασμένους», αισιοδοξούν για το αύριο.

Όσοι λοιπόν, ακόμη και σήμερα, κρατούν τη φούσκα που λέγεται «έξοδος από τα Μνημόνια», κατάργησή τους και αλλαγές μετά την καθαρή έξοδο του Ιουλίου, δεν έχουν καταλάβει τι σημαίνει φούσκα. Την αγόρασαν τον Ιανουάριο του 2015, τη στήριξαν τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, τη γέμισαν φιλοδοξίες και ψευδαισθήσεις, νόμιζαν ότι δεν θα την οικειοποιηθούν και τώρα περιμένουν, ως απλοί κερδοσκόποι, να μεταφέρουν την ιδιοκτησία της σε κάποιους άλλους.

Είναι ακριβώς όπως κάποιοι άλλοι, που ψάχνουν να βρουν πώς και πότε θα πέσει η κυβέρνηση. Τι θα γίνει με την «τρόικα», με τη συγκυβέρνηση, με την αριστερή ταυτότητα και ιδεολογία, με το πόσο συμπαγής είναι η Κοινοβουλευτική Ομάδα κ.ά.; Όπως όμως έχουμε εξηγήσει και άλλη φορά, η φούσκα έχει τιμή, όταν σκάσει. Όπως και η φούσκα της τιμής του πίνακα του Πικάσο, που καταρρέει, αν αποδειχθεί ότι ο πίνακας ήταν πλαστός. Αφού την αγόρασαν λοιπόν, ας συνεχίσουν να τη φουσκώνουν, καθώς κανείς δεν θέλει πλέον να την αγοράσει.

Λεμονόκουπα: Το άνευ αξίας υπόλοιπο ενός σημαντικού για την ανθρώπινη επιβίωση αγαθού. Παραφραστικά, το κατάλοιπο μιας διαδικασίας που απέβλεπε στο να απομυζήσει και να οικειοποιηθεί ο χρήστης την αξία του περιεχομένου. Αν για παράδειγμα κάποιος τυχαία συνειδητοποιήσει ότι οι άλλοι τον «πέταξαν σαν στυμμένη λεμονόκουπα», δηλαδή δεν έχει γι’ αυτούς καμιά αξία χρήσης, τότε αντιλαμβάνεται πόσο πλήρωσε την ψευδαίσθησή του για την αύρα που έκτιζε, ότι αυτός και μόνο είναι το πρωτότυπο. Ένα πρωτότυπο που εκπροσωπεί η πολιτική του. «Δεσμεύομαι και αν δεν μπορώ να ανατρέψω, δεν θα εφαρμόσω».

Δύο πόρτες έχει η ζωή (όχι με κεφαλαίο Ζ…), άνοιξα μια και μπήκα. Ήταν η φούσκα που δέσμευσε την Αριστερά, ώστε να αποδεχτεί και να ακολουθήσει. Τους έλεγε: «Θα είμαι καλό παιδί, έως ότου μπορέσω να κάνω τη δική μου πολιτική». Θα σταθεροποιηθώ, θα μετασχηματιστώ, θα αναδιαρθρωθώ, θα συμμαχήσω ακόμη και με τον διάολο, αρκεί να υπάρχω. Η αισιοδοξία και ο μετασχηματισμός θα μου επιτρέψει να υπάρχω και να διαχειρίζομαι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την κοινωνία. Τόσοι άλλοι το έκαναν πριν από εμένα στο παρελθόν. Γιατί όχι κι εγώ; Σε τελική ανάλυση, ποιος θέλει αναμπουμπούλες και συγκρούσεις σε μια ασταθή οικογένεια;

«Κανείς», είναι η απάντηση. Ούτε κι εκείνοι, που δεν το α­ντιλήφθηκαν στην αρχή. Αλλά ταυτόχρονα και κανείς δεν θέλει να ξαναγυρίσει στο προ του 2007 παρελθόν. Όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως. Θέλουμε θεσμούς και κανόνες κοινωνικής συμβίωσης που δεν θα επιτρέπουν σε καμιά κοινωνία, όσο ισχυρή κι αν είναι (βλέπε ΗΠΑ), να μπορεί να διαταράξει με φούσκες την ισορροπία. Δεν μπορούμε να έχουμε περιοχές της Ευρώπης που θα αναπτύσσονται ανεύθυνα, εκμεταλλευόμενες επιείκεια και ανοχή κανόνων συμβίωσης. Δεν μπορούμε να έχουμε κυβερνήσεις που θα θεωρούν ότι θα μπορούν να εφαρμόζουν πολιτική πέρα από τα συμφωνηθέντα, απλώς και μόνο για να συνδράμουν στην εθνική τους διαπλοκή. Η εποχή που η Συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν μια συμφωνία, που κατά το δοκούν μπορούσαμε να την παραβούμε, έχει παρέλθει για όλους.

Η φούσκα της Ευρώπης έσκασε το 2008 και μαζί με αυτή και η δική μας. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που εισήχθησαν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες απέβλεπαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στη δημιουργία μιας νέας ισορροπίας, περισσότερο συμμετρικής και με μεγαλύτερη ευστάθεια. Κάποιοι εγκατέλειψαν το πλοίο. Κάποιοι, με κλάματα στα μάτια, το δέχτηκαν. Κάποιοι θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να διαπραγματεύονται τη δική τους φούσκα με την απειλή ότι μπορεί να μολύνουν τους άλλους εσαεί. Οι συγκεκριμένοι έφτασαν στο τέλος της διαπραγματευτικής τους θητείας.

Η φούσκα του αριστερού μας μέλλοντος έχει σκάσει, έστω κι ανεπαίσθητα. Δεν μένει τίποτα άλλο από το να το αντιληφθούν και οι έχοντες ακόμη ψευδαισθήσεις. Δυστυχώς γι’ αυτούς και ευτυχώς για τους υπόλοιπους, είναι πλέον λεμονόκουπες.


Σχολιάστε εδώ