Η υφαλοκρηπίδα μεταξύ εξωτερικής πολιτικής και Διεθνούς Δικαίου
Υπό του
Δρ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΓΟΥΝΑΡΗ
Πρεσβευτού ε.τ.,
τέως Εμπειρογνώμονος Δικαίου Θαλάσσης του ΥΠΕΞ
Παλαιότερα, ο βυθός και το υπέδαφος της θαλάσσης δεν εφαίνετο να γεννούν πολλά προβλήματα στην επιστήμη του Διεθνούς Δικαίου. Η τεχνολογική εξέλιξη, ιδιαιτέρως μετά τη διακήρυξη Τρούμαν το 1945, κατέστησε δυνατή την ανακάλυψη και εκμετάλλευση πολύ υψηλών ποσοτήτων πετρελαίου και άλλων υδρογονανθράκων από τον βυθό της θαλάσσης. Εξ αφορμής της ανάγκης εκμεταλλεύσεως των κοιτασμάτων αυτών ανεπτύχθη μια νέα επιμέρους θεωρία του Διεθνούς Δικαίου, η καλουμένη «θεωρία της υφαλοκρηπίδος».
Το πρώτο άρθρο της τέταρτης συμβάσεως της Γενεύης του 1958 για την υφαλοκρηπίδα όριζε ως υφαλοκρηπίδα:
«Τον βυθό της θαλάσσης και το υπέδαφος των υποθαλασσίων περιοχών των παρακειμένων εις τας ακτάς αλλά ευρισκομένων εκτός της αιγιαλίτιδος ζώνης, μέχρι βάθους 200 μέτρων ή και πέραν του ορίου τούτου, μέχρι το σημείο ένθα το βάθος των υπερκειμένων υδάτων επιτρέπει την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των εν λόγω περιοχών, όπως επίσης τον βυθό της θαλάσσης και το υπέδαφος των αντιστοίχων υποθαλασσίων περιοχών, αίτινες συνέχονται προς τας ακτάς των νήσων».
Με βάση όμως το άρθρο 76 της Σύμβασης Δικαίου θαλάσσης του 1982, η υφαλοκρηπίδα αρχίζει από την ακτογραμμή και δύναται να φτάσει μέχρι την εξωτερική γραμμή του υφαλοπλαισίου ή μέχρι τα 200 ν.μ., αν η έκταση του υφαλοπλαισίου είναι μικρότερη των 200 ν.μ., και εφόσον βέβαια η απόσταση από το γειτονικό παράκτιο κράτος είναι ίση ή μεγαλύτερη των 400 ν.μ. (200+200), εάν η απόσταση είναι μικρότερη των 400 ν.μ. τότε χρήζει οριοθέτησης με βάση το Διεθνές Δίκαιο, κάτω δε από ορισμένες προϋποθέσεις για τα ωκεάνια παράκτια κράτη μπορεί να φτάσει τα 350 ν.μ. από την ακτογραμμή.
Κατά τον γερμανό καθηγητή G. Dahm, η θεωρία αυτή ενέχει, όσο καμία άλλη θεωρία του Διεθνούς Δικαίου, τον κίνδυνο να παρερμηνευτεί και να εφαρμοστεί για σκοπούς ασχέτους προς τον αρχικό σκοπό της. Μια τέτοια κατάχρηση δύναται να αποτραπεί μόνον όταν διαχωριστεί ευθύς εξαρχής το νομικό καθεστώς του βυθού και του υπεδάφους αυτού από εκείνο των υπερκειμένων του υδάτων.
Στην πρώτη διάσκεψη Θαλασσίου Δικαίου της Γενεύης, το έτος 1958, κατορθώθη να δοθεί μια τέτοια ερμηνεία της υφαλοκρηπίδος, ώστε άρχισε στην πραγματικότητα η οριοθέτηση του βυθού και του υπεδάφους της θαλάσσης σε διεθνή έκταση. Αυτό υπήρξε απίστευτη εξέλιξη μιας εννοίας η οποία είχε μέχρι το 1930 μόνον ωκεανογραφογεωλογικό χαρακτήρα και χρησιμοποιείτο για νομιμοποίηση διεκδικήσεων επί της χωρικής θαλάσσης. Κατά τον γερμανό καθηγητή G. Doeker η σύμβαση της υφαλοκρηπίδος του 1958 κατέδειξε τη δυναμική φύση της εξελίξεως του Διεθνούς Δικαίου, η οποία συμβαδίζει με τη δυναμική δομή της διεθνούς πολιτικής.
Και πράγματι το έδαφος και υπέδαφος της θαλάσσης, λόγω της στρατηγικής και οικονομικής σημασίας των, ενέτειναν τον διακρατικό ανταγωνισμό για μία πραγματική κατάκτηση της υφαλοκρηπίδος.
Έκτοτε, η εξέλιξη στον τομέα της εκμεταλλεύσεως των φυσικών πόρων των θαλασσών σημείωσε ακόμη μεγαλύτερη πρόοδο. Η νέα τεχνολογία επέτρεψε όχι μόνο την εκμετάλλευση του εδάφους και υπεδάφους της χωρικής θαλάσσης αλλά και την έρευνα και εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας και του βυθού των ωκεανών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να προσθέσουμε ότι κατά το άρθρο 2 της Συμβάσεως της Γενεύης του 1958, όπως επίσης σύμφωνα και με το άρθρο 76 της Σύμβασης του 1982, η υφαλοκρηπίδα περιλαμβάνει και μεγάλες ποσότητες καθιστικών ειδών, δηλαδή ζώντας οργανισμούς, οι οποίοι κατά το στάδιο κατά το οποίο είναι δυνατή η αλιεία αυτών είναι είτε ακίνητοι επί του βυθού της θαλάσσης ή υπ’ αυτόν, είτε ανίκανοι να μετακινηθούν, ειμή μόνο εφόσον παραμένουν διαρκώς εν φυσική επαφή μετά του βυθού της θαλάσσης ή του υπεδάφους. Η υφαλοκρηπίδα περιλαμβάνει επίσης μεγάλες ποσότητες μετάλλων (σίδηρον, μαγνήσιον, μαγγάνιον, κοβάλτιον κ.ά.).
Η επιστημονική έρευνα των διεθνών υδάτων κατά κανόνα είναι ελεύθερη, διότι ανήκει στο καθεστώς της ελευθέρας ερεύνης της ανοικτής θαλάσσης. Φυσικά η έρευνα εδώ πρέπει να περιορίζεται μόνο σε ό,τι έχει σχέση με το ύδωρ, δηλαδή σύνθεση ύδατος, βιολογική εξέταση, υδάτινα ρεύματα κ.λπ. Επειδή πάντοτε είναι δύσκολο να αποδειχθεί εάν ένα πλοίο ερευνών περιορίζεται μόνον στην έρευνα του ύδατος και δεν προχωρεί συγχρόνως σε εξερεύνηση της υφαλοκρηπίδας, απαιτείται για την έρευνα αυτή σχετική άδεια εκ μέρους του παράκτιου κράτους, αφού υπάρχουν πολλά κράτη τα οποία εκμεταλλεύονται την ελευθερία ερεύνης των διεθνών υδάτων για να εξερευνήσουν διά σεισμογραφικών οργάνων παρανόμως την υφαλοκρηπίδα άλλου κράτους. Αυτό προτίθεται να εκμεταλλευτεί και η Τουρκία και κατόπιν να επικαλεστεί την ελευθερία ερεύνης των διεθνών υδάτων σε περίπτωση που η Ελλάς αναγκαστεί να αντιδράσει κατά τρόπο δυναμικό (βύθισης του τουρκικού πλοίου από υποβρύχιο ή από τον αέρα). Τα τουρκικά αυτά σχέδια αφορούν στην πραγματικότητα την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και της Νοτιανατολικής Μεσογείου (περιοχές Καστελλορίζου και λοιπών μικρών ελληνικών νησίδων), η οποία ανήκει νομικώς, γεωλογικώς και ιστορικώς στην Ελλάδα.
Σχεδόν όλα τα κράτη, με διακηρύξεις και με την εσωτερική νομοθεσία των, ακόμη και με άρθρα του Συντάγματός των, επιφυλάσσονται να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων των που αφορούν την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας των. Η Ελλάδα θα έπρεπε προ πολλού να είχε δημιουργήσει σχετική νομοθεσία για όλα τα θέματα προστασίας κυριαρχικών δικαιωμάτων μας στην υφαλοκρηπίδα, κάτι, βέβαια, που δεν έπραξε. Δεν αποτελεί υπερβολή να λεχθεί ότι είναι ίσως η μόνη χώρα με τόσο πτωχή νομοθεσία σχετικά με την υφαλοκρηπίδα. Η ανάγκη εκσυγχρονίσεως της πενιχράς ελληνικής νομοθεσίας περί υδρογονανθράκων και εξερεύνησης και εκμετάλλευσης αυτών όπως και η θέσπισις νέων νόμων για την προστασία της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και των άλλων θαλασσίων ζωνών έγινε περισσότερο έντονη μετά τη Σύμβαση Δικαίου Θαλάσσης του 1982.
Κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να λάβει κάθε μέτρο που θα κρίνει σκόπιμο για την προάσπιση των αποκλειστικών κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Αυτό το δικαίωμα αποτελεί βασική αρχή του Διεθνούς Θετικού Δικαίου (γραπτού και εθιμικού). Κατά συνέπεια, η είσοδος των τουρκικών εξερευνητικών σκαφών σε περιοχές πάνω από την ελληνική υφαλοκρηπίδα, τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο (περιοχές Καστελλορίζου και άλλων μικρών ελληνικών νησιών), έχει αντικειμενικό σκοπό την εξερεύνηση της υφαλοκρηπίδας της Ελλάδος άνευ αδείας της. Αυτό αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των αποκλειστικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος στον υποθαλάσσιο πλούτο της. Η παρεμπόδιση των ερευνών αυτού του είδους αποτελεί έννομο αμυντικό δικαίωμα της Ελλάδος και καθήκον της και είναι νομικώς και ηθικώς βάσιμο. Το είδος των ληπτέων μέτρων επαφίεται πάντοτε στις κρατικές αρχές και μάλιστα στις κυβερνήσεις, αρκεί να είναι σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο.
Όταν τουρκικά εξερευνητικά σκάφη εισέρχονται στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου πάνω από την ελληνική υφαλοκρηπίδα, η έρευνα είναι εξερεύνηση και αφορά αυτή καθαυτή την ελληνική υφαλοκρηπίδα και όχι διαφιλονικουμένη περιοχή, όπως θέλει η τουρκική προπαγάνδα και οι φίλοι της να παρουσιάζουν, διότι το τμήμα αυτό της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου ανήκει στην Ελλάδα αδιαφιλονίκητα βάσει του Διεθνούς Δικαίου.
Άλλες περιοχές
Ιδιαίτερη οικονομική σημασία παρουσιάζουν οι θαλάσσιες περιοχές του Περσικού Κόλπου, της Βενεζουέλας, του Κόλπου του Μεξικού, των δυτικών ακτών των ΗΠΑ, της Βορείου Θαλάσσης και του Αιγαίου.