Πρωτοχρονιάτικο
Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Εκ πρώτης όψεως, εάν το καλοεξετάσουμε, δημιουργείται το ερώτημα αν η πρωτοχρονιά είναι η πρώτη ή η τελευταία εορτή του χρόνου. Διότι όπως και να το πάρουμε, είναι εορτή «double face», χαρακτηρισμός που της ταιριάζει γάντι σε κάθε περίπτωση. Βέβαια, θα ήταν πολύ ωραίο και πολύ ρομαντικό οι εορτασμοί αυτοί να οφείλονταν στην απόλυτη ευτυχία που μας χάρισαν οι 365 ημέρες του χρόνου που φεύγει, αλλά, επειδή είμαστε πλεονέκτες, δεν μας ικανοποιεί τίποτα. Εν πάση περιπτώσει, εορτάζομε αναιτίως έναν ταλαίπωρο άγιο από τη μακρινή Καισάρεια, που ενδεχομένως οι ανάσες του μυρίζανε σκόρδο, και που σαν να μην έφτανε αυτό, ενώ ήταν πατριωτάκι μας, εμείς τον εξευγενίσαμε σε Φινλανδό Pere Noel και αυτομάτως μας έπιασαν τα κουβαρνταλίκια.
Χωρίς λόγο του χαρίσαμε «επαγγελματική στέγη» στον απώτατο Βορρά, σε μια εποχή που τα «κόκκινα» δάνεια βρίσκονται στο ζενίθ και κανένας δεν πληρώνει. Κάποτε, πιο παλιά, η Πρωτοχρονιά ήταν η «εορτή των παιδιών», αφού την ημέρα αυτή ολοχρονίς καρτερούσαν για να τσιμπήσουν το δωράκι τους, που σίγουρα ήταν κάποιο παιχνίδι. Βέβαια, εκτός από το γονικό δώρο, που λεγόταν «μποναμάς», οι πιτσιρικάδες διέθεταν και προσωπικό χρήμα, προερχόμενο από τις εισπράξεις που άφηναν τα κάλαντα.
Χωρίς καμιά ιδιαίτερη πατρική έγκριση, εξοπλισμένοι με τριγωνάκι, συγκροτούσαν με δύο-τρεις άλλους φίλους ομάδα και μέχρι βαθυτάτης νυκτός τριγύρναγαν και «τα έλεγαν» σε σπίτια και μαγαζιά. Καθώς φυσιογνωμικά ήσαν λίγο-πολύ γνωστά τα παιδιά στα πέριξ, το «να τα πούμε;», ερώτημα που έθετε ο επικεφαλής της ομάδος, είχε σαν συνέχεια το «ξήλωμα» του ακροατή, για να μάθει πως «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία». Μιας και οι εισπράξεις από τα κάλαντα δεν ήσαν διόλου ευκαταφρόνητες, οι πιτσιρικάδες βρήκαν αντιζήλους στις εισπράξεις μερικούς «περιθωριακούς», που με ένα παλιό γραμμόφωνο γυρνούσαν και τα λέγανε στις συγκοινωνίες και τα καταστήματα. Ο πληθωρισμός των «καλαντάρηδων» έβγαλε στους δρόμους τους συλλόγους των Τυφλών, που ανεβοκατέβαιναν την Πανεπιστημίου ψάλλοντας πως «Άγιος Βασίλης έρχεται και δεν μας καταδέχεται…».
Σήμερα έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο τα κάλαντα, ιδίως από παιδιά που δεν φυλάγονται από κάποιον μπρατσωμένο μεγάλο. Ο λόγος είναι πως δέχονται επιθέσεις και τους αρπάζουνε το χρήμα. Και όμως, δεν είναι μακρύς ο καιρός που και οι κακοποιοί, όταν συναντούσαν στον δρόμο παιδιά να τα λένε, δακρυσμένοι από συγκίνηση, έδιναν κάτι στον μικρό από το δικό τους «προϊόν εγκλήματος», για το καλό του χρόνου. Και δεν είναι τόσο μακρινή η ημέρα, που το απόγευμα της παραμονής Πρωτοχρονιάς οι πιτσιρικάδες, κρατώντας αντί για τρίγωνο ένα καράβι, έλεγαν πάλιν τα κάλαντα, μόνον που τώρα οι στίχοι τους ήταν καθαρά πατριωτικοί. Τους θυμούμαι, σαν και τώρα, που ήρθανε στο σπίτι, κρατώντας ηλεκτροφωτισμένο με στήλες τον «Αβέρωφ».
Τι ήταν εκείνο το απόγευμα της παραμονής. Όλος ο κόσμος ξεχυνόταν στους δρόμους και δημιουργούσε το αδιαχώρητο στα μαγαζιά, που έμεναν ανοικτά έως αργά το βράδυ. Στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» γινόταν η κλήρωση του Λαχείου των Συντακτών, με πρώτο λαχνό την πολυκατοικία και τους άλλους λαχνούς τα διαμερίσματα. Τους μπαλονάδες, που πουλούσαν τα τεράστια μπαλόνια, που πετούσαν μία φορά τον χρόνο, ακριβώς την παραμονή. Οι εφημεριδοπώλες ξεφώνιζαν τα παραρτήματα με τους «κερδίζοντας αριθμούς του λαχείου», ενώ οι ξηροί καρποί είχαν πια ξεπουλήσει την ελπίδα πως τα καλά που θα ‘ρθουνε θα είναι σαν τα στραγάλια και τα αράπικα φιστίκια στη φρουτιέρα. Έχουν στηθεί τραπεζάκια και πουλάνε ρόδια, να τα σπάσουνε στα σκαλοπάτια του σπιτιού για γούρι, κι ελπίζουν σε μεγάλα κέρδη στα τυχερά παιχνίδια που θα παίξουνε απόψε…
Πρωτοχρονιά, μια βραδιά γεμάτη ελπίδα…