Τι κάνουμε επιτέλους;
Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
-Είμαστε οι διακονιάρηδες
-Αιμορραγούμε ασταμάτητα…
Απόγευμα Παρασκευής, είναι πια η ώρα που μπαίνω στο σπίτι ύστερα από μια κουραστική μέρα, γεμάτη άγχος και ένταση. Η συνηθισμένη μου κίνηση είναι να βουλιάξω σε μια βαθιά πολυθρόνα, στη σέρα του δωματίου μου, και εκεί να με νανουρίσει το ψιθύρισμα της τηλεόρασης, του διαβολεμένου εργαλείου, που βγάζει στη φόρα καλά και άσχημα γεγονότα. Μόλις ακούσω τη μουσική του δελτίου ειδήσεων, σαν να με χτυπά ηλεκτρικό ρεύμα, ψάχνω μισοκοιμισμένη να βρω το κομπιούτερ της τηλεόρασης για να την κλείσω. Δεν θέλω να ακούσω τίποτα, δεν χαίρομαι για τίποτα, δεν πιστεύω τίποτα, είναι νομίζω το συναίσθημα κάθε Έλληνα που μπούχτισε να τρώει κουτόχορτο και κοιτά πώς θα βγάλει πέρα τις γιορτές. Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο, δεν έμεινε τίποτα. Σε λίγο θα δούμε και τους παππούδες να λένε τα κάλαντα, μπας κι οικονομήσουν κανένα χαρτζιλίκι.
Υπάρχουν βέβαια κάνα δυο σειρές ξένες που αξίζει να τις παρακολουθήσεις. Όμως έχει καταντήσει μονότονο το «σίριαλ» κλέφτες κι αστυνόμοι, που παίζεται κάθε Σάββατο στους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο. Ενδιαφέρουσα, ζωντανή εκπομπή, στο ίδιο πάντα στενό, που, παραδόξως, τα δέντρα του κρατούν ακόμα, δημιουργώντας ένα σκηνικό αρκετά εντυπωσιακό. Αλλά κι αυτό μας τελείωσε. Βλέπεις, βαριέται κανείς να βλέπει τα ίδια και τα ίδια, αφού όποιον και να ρωτήσεις δεν ξέρει να σου απαντήσει την αιτία αυτής της μάχης.
Και μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό, οι μίζες, οι απατεωνιές συνεχίζονται, κατά την ίδια ακριβώς λογική, που επικρατεί χρόνια. Πόσες φορές αναβλήθηκε η ανάπτυξη του αεροδρομίου και γιατί; Κλείσανε και τις Σκουριές, γιατί θυμήθηκαν τώρα ότι καταστρέφουν το περιβάλλον κι έκοψαν το ψωμί σε τόσες οικογένειες, ικανοποιώντας τους ντόπιους συνδικαλιστές, που, ωστόσο, πιστεύω ότι είναι βαλμένοι για να κλείνουν τη στρόφιγγα μιας «βρύσης» που έδινε «νερό» σε εργάτες. Φαντάζομαι τώρα ότι οι φουκαράδες ψάχνουν απεγνωσμένα για δουλειά. Το μόνο που μάθαμε καλά είναι η λέξη «Μνημόνιο». Τελικά τιμωρηθήκαμε για περιουσίες που μας άφησαν οι γονείς μας και τώρα προσπαθούμε να απαλλαγούμε απ’ αυτές για να αποφύγουμε την αφαίμαξη των οικονομικών μας. Διαλύσαμε τον κοινωνικό ιστό δημιουργώντας καινούργιες τάξεις, χωρίς να του προσφέρουμε τίποτα ουσιαστικά. Χτυπήσαμε τη θρησκεία και προσπαθούμε να διαλύσουμε την οικογένεια. Τι κάνουμε επιτέλους;
Είμαστε οι διακονιάρηδες που χαίρονται για τα 300 ευρώ φιλοδώρημα; Χάσαμε την αυτάρκεια και την περηφάνια μας, αρκούμενοι στην ελεημοσύνη του κράτους; Πρέπει να δουλέψουμε, δημιουργώντας μόνοι μας ευκαιρίες, μπορούμε, είμαστε ένας έξυπνος λαός, που τα βγάζει πάντα πέρα και δεν περίμενε τίποτε και ποτέ από κανέναν. Αγωνιζόταν, ξενιτευόταν, αλλά επιζούσε και προόδευε, όταν του δινόταν η ευκαιρία. Αιμορραγούμε ασταμάτητα και δεν κάνουμε κάτι ως κράτος για να σταματήσουμε αυτήν την αιμορραγία, τη φυγή των επιστημόνων μας, που μας πονά αφάνταστα. Δεν υπάρχουν πια περιθώρια ανοχής. Τα οφίτσια είναι παροδικά, η προσφορά στον λαό και την πατρίδα παραμένει για χρόνια και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για μια σωστή και έντιμη διακυβέρνηση.