Κοινωνική ασφάλιση ή επιλογή των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών;

Κοινωνική ασφάλιση ή επιλογή των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών;


Του
ΣΑΒΒΑ Γ. ΡΟΜΠΟΛΗ
Ομότ. Καθ. Παντείου Πανεπιστημίου


Οι συνθήκες σύνδεσης του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς στην Ελλάδα και κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο (Αύγουστος 2018 και μετά), εξαιτίας της προβλεπόμενης αναιμικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και της περιορισμένης αύξησης της απασχόλησης, σε συνδυασμό με το πλαίσιο εποπτείας και παρακολούθησης της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής οδηγούν στην αναζήτηση εναλλακτικών στρατηγικών που θα προσανατολίσουν το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα στη μακροχρόνια βιωσιμότητα, εν όψει, μεταξύ των άλλων, των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων (γήρανση του πληθυσμού, baby booming).

Οι περισσότερες απ’ αυτές τις προτάσεις επικεντρώνονται κυρίως στην αντιμετώπιση του φαινομένου της γήρανσης του πληθυσμού, παραβλέποντας το γεγονός των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, που αυξάνονται με ραγδαίο ρυθμό, καθώς και των νέων τεχνολογιών του αυτοματισμού, της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης, που πλήττουν τη διάρθρωση και το μέγεθος της απασχόλησης.


Εάν οι εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι δεν επαρκούν για την κάλυψη των συντάξεών τους, τότε η σύνταξη θα περικόπτεται αυτόματα


Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες προτάσεις, ακραίας-νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, επηρεάσθηκαν, κατά βάση, από τις ιδέες των Φρίντμαν – Σβαρτς και εφαρμόστηκαν πειραματικά και βίαια στη Λατινική Αμερική (π.χ. Χιλή του Πινοσέτ) και μετά το 1990 επεκτάθηκαν και στον υπόλοιπο κόσμο, όπως η Ιταλία, η Σουηδία ,Βαλτικές χώρες κ.α, χωρίς να εξετάζεται ούτε το πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον αυτών των χωρών, σε σύγκριση με αυτό της Ελλάδας, αλλά ούτε και οι συνέπειες που προκάλεσαν στους ασφαλισμένους, στους συνταξιούχους, στα κοινωνικοασφαλιστικά συστήματα και στους κρατικούς προϋπολογισμούς αυτών των χωρών, ώστε να αξιολογηθούν εάν είναι οικονομικά βιώσιμες και κοινωνικά αποτελεσματικές, προκειμένου να εφαρμοστούν και στη χώρα μας ή όχι.


H νεοφιλελεύθερη στρατηγική επιλογή οδηγεί την ασφάλιση στις κρίσεις των κεφαλαιαγορών και χρηματαγορών, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται ως προς την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και το βιοτικό επίπεδο των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων


Η Διεθνής Ένωση Κοινωνικής Ασφάλισης (ISSA) συνιστά στα κράτη ότι οι βασικές αρχές μιας στρατηγικής κατεύθυνσης που απαιτείται να έχει μια κοινωνική και βιώσιμη κοινωνικοασφαλιστική παρέμβαση είναι οι εξής:

α) Βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση αλλά και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.

β) Επιδράσεις στην οικονομία.

γ) Επάρκεια των παροχών και ζητήματα που αφορούν την αναδιανομή του εισοδήματος.

δ) Πολιτικός κίνδυνος και κοινωνική αστάθεια. Τα συνταξιοδοτικά συστήματα που επιλέγονται για την οργάνωση και την παροχή των συ­νταξιοδοτικών παροχών των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης διακρίνονται, κατά βάση, σε διανεμητικά και σε κεφαλαιοποιητικά, είτε με καθορισμένες παροχές είτε με καθορισμένες εισφορές.

Υπάρχουν και συνδυασμοί των προηγούμενων συστημάτων (υβριδικά συστήματα), όπως το σύστημα των καθορισμένων εισφορών νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC). Στα συστήματα καθορισμένων παροχών η τελική παροχή του ασφαλισμένου καθορίζεται με μαθηματικό τύπο σε συνάρτηση με τον μισθό και τα έτη ασφάλισης (απασχόληση), ενώ με το σύστημα των καθορισμένων εισφορών η παροχή εξαρτάται από το ύψος της επενδυτικής απόδοσης (αγορές κεφαλαίου).

Επίσης, στην πρώτη περίπτωση τον κίνδυνο του γήρατος τον αναλαμβάνει το κράτος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ο κίνδυνος του γήρατος μεταφέρεται στον συνταξιούχο (ατομικά). Στη δημόσια συζήτηση (επιστημονική, πολιτική, κοινωνική) που διεξάγεται στη χώρα μας προτείνεται η διατήρηση της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης, όπως έχει διαμορφωθεί με τις μνημονιακές πολιτικές της περιόδου 2010-2021 και επιπλέον διατυπώνεται η πρόταση της πλήρους αναμόρφωσης της επικουρικής ασφάλισης, προκειμένου να καταλήξει σταδιακά σ’ ένα περισσότερο ευέλικτο σύστημα και με δυνατότητα επιλογών:

α) Μίας επικουρικής ασφάλισης για όλους και με κίνητρο συμμετοχής.

β) Κεφαλαιοποίησης των εισφορών των νέων ασφαλισμένων, ώστε οι εισφορές να αποκτήσουν χαρακτήρα αποταμίευσης.

γ) Ενοποίησης των εισφορών της επικουρικής και της εφάπαξ παροχής σε μία ενιαία εισφορά, με καταγραφή στον ατομικό λογαριασμό κάθε ασφαλισμένου.


Mε την πρόταση αυτή το πρόβλημα θα παραμένει και απλά η κεφαλαιοποίηση θα ΜΕΤΑΦΕΡΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ στον ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟ…


Με άλλα λόγια, στη νεοφιλελεύθερη αυτή πρόταση αυτή διακρίνει κανείς μια ιδιαίτερη έμφαση στην ατομικότητα, την ιδιωτικοποίηση και την εξατομίκευση της επικουρικής ασφάλισης και της εφάπαξ παροχής. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η διανεμητικότητα (εθνική σύνταξη) της κοινωνικής ασφάλισης περιορίζεται στο 25%-30% και η υπερκεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης (μη προσδιορισμένες παροχές) περιορίζεται στο 70%-75%, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου τα κεφαλαιοποιητικά στοιχεία των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης είναι 30% και τα διανεμητικά-κοινωνικά στοιχεία είναι 70%. Επίσης, στη δημόσια συζήτηση διατυπώνεται μια άλλη, ακραία-νεοφιλελεύθερη πρόταση, η οποία προτείνει, επιπλέον του νεοφιλελεύθερου νομοθετικού – θεσμικού πλαισίου των πρόσφατων (2010-2021) κοινωνικοασφαλιστικών παρεμβάσεων, την περαιτέρω κεφαλαιοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, με την εφαρμογή του συστήματος των ατομικών λογαριασμών νοητής κεφαλαιοποίησης (Σουηδία, Ιταλία, Βαλτικές Χώρες) και στις κύριες συντάξεις.

Να σημειωθεί ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα στη Σουηδία ασκείται έντονη κριτική για τις συνέπειες του συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης (ατομικές μερίδες), που εφαρμόστηκε πριν από δύο δεκαετίες. Πιο συγκεκριμένα, η κριτική αυτή εστιάζεται στην κατάργηση της έννοιας της αλληλεγγύης στην κοινωνική ασφάλιση καθώς και στην επάρκεια των παροχών (βιοτικό επίπεδο συνταξιούχων), δεδομένου ότι οι αυτόματοι σταθεροποιητές που εφαρμόζονται στο σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης επικεντρώνονται αποκλειστικά στη χρηματοοικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, παραβλέποντας το ύψος των παροχών.

Έτσι, ασφαλισμένοι οι οποίοι στον εργασιακό τους βίο αντιμετώπισαν χαμηλό επίπεδο μισθών και ευελιξία της απασχόλησης λαμβάνουν πολύ μικρή σύνταξη. Επιπλέον, είναι προφανές ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική επιλογή του συστήματος της νοητής κεφαλαιοποίησης απομακρύνει την κοινωνική ασφάλιση από τις θεμελιώδεις αρχές της, μετατρέποντας το κοινωνικοασφαλιστικό δικαίωμα σε ατομική απόδοση, κατευθύνοντας παράλληλα το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στις αποδόσεις και στις κρίσεις των κεφαλαιαγορών και χρηματαγορών, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται ως προς την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και το βιοτικό επίπεδο των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων.

Ειδικότερα, το σοβαρότερο πρόβλημα, μεταξύ των άλλων, μιας τέτοιας παρέμβασης στο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι το κόστος μετάβασης από το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων εισφορών στους ατομικούς λογαριασμούς νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC), σε συνδυασμό με την επιβάρυνση που θα επιφορτισθούν τόσο τα δημόσια οικονομικά της χώρας όσο και η γενιά της μετάβασης. Το προτεινόμενο σύστημα, ακραίας-νεοφιλελεύθερης έμπνευσης και εφαρμογής,της νοητής κεφαλαιοποίησης (ατομικές μερίδες) στην κύρια σύ­νταξη και την υγεία (ατομικά προγράμματα) σε ασφαλιστικές εταιρείες διατυπώθηκε ως ερώτημα στο πρόσφατο (Δεκέμβριος 2017) συνέδριο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπό την έννοια «να δοθεί το δικαίωμα στους νέους εργαζόμενους να επιλέγουν μεταξύ του ΕΦΚΑ και των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών για την υποχρεωτική τους ασφάλιση (σύνταξη και υγεία)».


Mε την πρόταση αυτή εάν οι εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι δεν επαρκούν για την κάλυψη των συντάξεών τους, τότε η σύνταξη θα περικόπτεται αυτόματα


Όμως, η πρόταση αυτή, εκτός του ότι προσκρούει στο άρθρο 22 παρ. 5 του ελληνικού Συντάγματος, δεν αντιμετωπίζει ούτε τα οικονομικά, κοινωνικοασφαλιστικά και υγειονομικά προβλήματα του συστήματος κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας ούτε το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού, γιατί και πάλι με τις εισφορές των σημερινών εργαζομένων χορηγούνται οι συντάξεις των συνταξιούχων. Η χρήση των ραντών αντιμετωπίζει το πρόβλημα της μακροζωίας αλλά όχι το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού. Η γήρανση του πληθυσμού αλλάζει τη δομή του πληθυσμού μιας χώρας και επηρεάζει το εργατικό δυναμικό και το πλήθος των εργαζομένων που με τις εισφορές τους πληρώνονται οι συντάξεις των συνταξιούχων.

Έτσι, από τη στιγμή που το σύστημα της νοητής κεφαλαιοποίησης λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, το πρόβλημα θα παραμένει. Απλά, μεταφέρεται από το κράτος στον ασφαλισμένο, διαμέσου των ασφαλιστικών εταιρειών, και αυτό γιατί ο ασφαλισμένος κατά τη στιγμή της συνταξιοδότησής του μπορεί να λάβει παροχή μικρότερη και από τις εισφορές που θα έχει καταβάλει. Κι αυτό γιατί εάν οι εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι δεν επαρκούν για την κάλυψη των συντάξεών τους, τότε η σύνταξη θα περικόπτεται αυτόματα.

Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή μιας τέτοιας, ακραίας-νεοφιλελεύθερης πολιτικής και στην κύρια σύνταξη, λαμβάνοντας υπόψη τις δημογραφικές προβολές, τη γήρανση του πληθυσμού και τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, θα οδηγήσει σε μια μέση κύρια σύνταξη περίπου στα 250 ευρώ (μεικτά) τον μήνα. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την πρόταση αυτή, η οποία προσάδει περισσότερο με πρόταση ασφαλιστικού marketing και λιγότερο με πρόταση μεταρρύθμισης του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας, θα καταργηθεί η εθνική σύνταξη που χρηματοδοτεί το κράτος από τη φορολογία καθώς και η διανεμητικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, για να αντικατασταθεί από μια μικρότερη σύνταξη, που θα υπόκειται στον κίνδυνο της γήρανσης του πληθυσμού, των οικονομικών κύκλων και των αγορών.

Αυτό το ποσό θα συμπληρώνεται από μια υποχρεωτική επικουρική σύνταξη, κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα, το ύψος της οποίας θα προσεγγίζει τα 250 ευρώ (μεικτά), με 6% συνολικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών και το επίπεδό της θα εξαρτάται από την απόδοση των επενδύσεων και τους κινδύνους των κεφαλαιαγορών και των χρηματαγορών. Άρα, το συνολικό ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης δεν θα ξεπερνάει τα 500 ευρώ (μεικτά) τον μήνα, καταργώντας κάθε χρηματοδότηση, κάθε διανεμητικότητα και κάθε εγγύηση του κράτους, με αποτέλεσμα την κυριαρχία (100%) της υπερκεφαλαιοποίησης στην ασφάλιση καθώς και την ανησυχητική, κοινωνικά, πολιτικά και μακροοικονομικά, διεύρυνση της κοινωνικής ανασφάλειας και της φτωχοποίησης του πληθυσμού στη χώρα μας. Επίσης, ο ισχυρισμός της συγκεκριμένης πρότασης, βάσει της οποίας η μείωση των εισφορών στο 10% θα οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας, δεν επιβεβαιώνεται και αυτό γιατί τα οικονομετρικά υποδείγματα που χρησιμοποιούνται για αυτές τις προβλέψεις έχουν μια σημαντική παράληψη, η οποία συνίσταται στον δημογραφικό παράγοντα.

Mε άλλα λόγια, στα υποδείγματα αυτά εισάγονται παραδοχές οι οποίες στηρίζονται σε ιστορικές παρατηρήσεις παραγόντων που συσχετίζονται μεταξύ τους, αγνοώντας τη δημογραφική διάρθρωση του πληθυσμού. Με τα δεδομένα αυτά, είναι εύληπτο, με τον πιο σαφή τρόπο, ότι η κοινωνική ασφάλιση, ως υποχρεωτική και αποκλειστική επιλογή, θα πρέπει να λειτουργεί με το διανεμητικό σύστημα των καθορισμένων παροχών και να στηρίζεται στις βασικές αρχές της κοινωνικής ασφάλισης, που είναι η αλληλεγγύη των γενεών, η ισότητα των μελών και η αναλογικότητα των εισφορών και παροχών.


Αξίζει να σημειωθεί ότι χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, διατηρούν τον βασικό πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης εφαρμόζοντας το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών, πραγματοποιώντας παραμετρικές αλλαγές, προκειμένου να εξασφαλίζεται η προσαρμογή στη γήρανση του πληθυσμού.

Συμπερασματικά, η εφαρμογή του συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης και στην κύρια σύνταξη (ατομικές μερίδες) και την υγεία (ατομικά προγράμματα) δεν θα λύσει το συνταξιοδοτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα της χώρας μας. Αντίθετα, θα το οξύνει οικονομικά και κοινωνικά.

Και αυτό γιατί, πρώτον, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το μεγάλο κόστος μετάβασης, το οποίο θα το επωμιστούν οι φορολογούμενοι πολίτες (100-120 δισ. ευρώ), δηλαδή οι νέες γενιές, δεύτερον, δεν αντιμετωπίζεται το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού και, τρίτον, δεν παρέχεται ένα υψηλότερο επίπεδο παροχών στους ασφαλισμένους συγκριτικά με το ισχύον σύστημα της κύριας ασφάλισης. Η κύρια διαφορά του συστήματος της νοητής κεφαλαιοποίησης (ατομικές μερίδες) με το σύστημα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης είναι ότι το κράτος δεν αναλαμβάνει καμιά ευθύνη απέναντι στον ασφαλισμένο (δεν παρέχει καμιά χρηματοδότηση) και ο κίνδυνος του γήρατος μεταφέρεται εξ ολοκλήρου στον ασφαλισμένο/συνταξιούχο.

Τέλος, ένα τέτοιο σύστημα ατομικών λογαριασμών νοητής κεφαλαιοποίησης αποτελεί μια μη ορθολογική επιλογή ασφάλισης για έναν νέο εργαζόμενο, σε σύγκριση τόσο με το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών όσο και με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Κι αυτό γιατί αυτοί που θα συνταξιοδοτηθούν στην αρχή του νέου συστήματος θα λάβουν μεγαλύτερη παροχή συγκριτικά με αυτούς που θα συνταξιοδοτηθούν μελλοντικά. Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος που πρωτοασφαλίστηκε το 1995 και εισέλθει στο νέο σύστημα με 22 έτη προϋπηρεσία θα λάβει τουλάχιστον 15% υψηλότερη παροχή σε σχέση με κάποιον που θα ασφαλιστεί για πρώτη φορά το 2015, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.

Αντίθετα, ένα διανεμητικό σύστημα μπορεί να καταστεί μακροχρόνια βιώσιμο, όπως και ένα πλήρως κεφαλαιοποιητικό, εφόσον υπάρχει συνεχής αναλογιστική αποτίμηση, η οποία θα εξασφαλίζει ότι η περίοδος της συνταξιοδότησης είναι ανάλογη της περιόδου καταβολής των εισφορών των εργαζομένων/εργοδοτών και του κράτους. Όπως αποδεικνύεται με τον πιο σαφή και εύληπτο τρόπο, η κοινωνική ασφάλιση καλύπτει κινδύνους γήρατος και ασθενείας με επάρκεια και κοινωνική αποτελεσματικότητα, ενώ οι ασφαλιστικές εταιρείες (ιδιωτική ασφάλιση) αναλαμβάνουν την κάλυψη κινδύνων με βασικό κριτήριο τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Ελλάδα αποτελεί η Ασπίς Πρόνοια και στις ΗΠΑ αποτελεί η κατάρρευση της ασφαλιστικής εταιρείας ΑΙG, την οποία διέσωσε ο κρατικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ (φορολογία) καταβάλλοντας 85 δισ. δολάρια.


Σχολιάστε εδώ