Οι οκτώ κρίσιμοι μήνες


Του
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ
Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών


Mέσα στο 2017 έφθασε σ’ ένα πέρας η πρώτη, τουλάχιστον, φάση της κρίσης που ξεκίνησε το 2008. Δεν πρόκειται ασφαλώς για έναν κύκλο που ολοκληρώθηκε, αλλά για μια σπείρα που εξελίσσεται στον χρόνο και εμφανίζει συνεχώς νέα, σημαντικά προβλήματα, τόσο σε έκταση όσο και σε ποιότητα.
Γιατί υπήρξε ιδιαίτερα κρίσιμο το 2017; Γιατί αποκαλύφθηκε ότι η στρατηγική που ακολουθήθηκε εδώ και χρόνια από τις κυρίαρχες οικονομικοπολιτικές ελίτ οδήγησε σ’ ένα επικίνδυνο αδιέξοδο την Ευρώπη.

Με κάποιον τρόπο, η Ευρώπη βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: Είτε θα συνεχίσει, μέσα από ωραιοποιήσεις, ευχολόγια και ανώδυνες για το σύστημα συμφερόντων μεταρρυθμίσεις, την ίδια πορεία είτε θα προχωρήσει σε σημαντικές αναθεωρήσεις και τομές της στρατηγικής αυτής.

2017: Τα αδιέξοδα δεν κρύβονται πια
Μέσα στο 2017 έγινε φανερό ότι μετά το Brexit, τις έντονες οικονομικές κοινωνικές και εθνικές αντιθέσεις, τη συνεχιζόμενη εξοντωτική λιτότητα και την αλλοίωση της ιστορικής δημοκρατικής-πολιτισμικής κληρονομιάς της Ευρώπης, με την άνοδο της Ακροδεξιάς του ρατσισμού και του εθνικισμού, φθάνουμε πλέον σ’ ένα ιστορικό όριο:

Η διάλυση της ΕΕ δεν αποτελεί σήμερα μια δυσοίωνη προφητεία κάποιων σκοτεινών εγκεφάλων αλλά ένα σοβαρό ενδεχόμενο, στο οποίο οδηγούμεθα νομοτελειακά.

Μια πρώτη θετική ένδειξη, που αποδεικνύει ότι οι διαπιστώσεις αυτές υιοθετούνται όχι μόνο από τις δοκιμαζόμενες κοινωνίες αλλά και από τμήματα των ηγετικών ελίτ, είναι το γεγονός ότι τόσο η στρατηγική της λιτότητας και των αυστηρών δημοσιονομικών περιορισμών όσο και η τυφλή υπακοή και υποταγή στην απόλυτη κυριαρχία της γερμανικής ελίτ έχουν ως έναν μεγάλο βαθμό απονομιμοποιηθεί.

Γι’ αυτό και το χρονικό ορόσημο του 2018 αποκτά ιδιαίτερη κρισιμότητα και σημασία. Με κάποιον τρόπο θα πρέπει να αποτελέσει την ιστορική στροφή, τη φάση περάσματος από την πρώτη περίοδο της κρίσης -και των αδιεξόδων που διαμόρφωσε η πολιτική της διαχείριση- σε μια επόμενη περίοδο, όπου τα κρίσιμα προβλήματα θα πρέπει οπωσδήποτε να βρουν απάντηση.

Είναι δυνατόν να υπάρξει πράγματι μια σημαντική ιστορική στροφή στην Ευρώπη;
Η απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Η Ιστορία μας διδάσκει ότι όταν σ’ ένα σημείο, σε μια χώρα, σε μια εξουσία συγκεντρώνεται μια απόλυτη ισχύς -τόσο οικονομική όσο και πολιτικοϊδεολογική-, τότε αυτό το απόλυτο κέντρο ισχύος προβάλλει ισχυρές αντιστάσεις προκειμένου να διατηρήσει την κυριαρχία του. Δεν είναι διατεθειμένο να μεταρρυθμισθεί, να παραιτηθεί εθελουσίως από ένα τμήμα της εξουσίας του… Σε λίγες περιπτώσεις επιλέγεται η παραχώρηση εξουσίας προκειμένου να περισωθεί ένα τμήμα της απόλυτης κυριαρχίας.

Πάντως η Γερμανία, το περίφημο «γερμανικό πνεύμα» δεν έχει επιδείξει ιστορικά τέτοιου είδους αντανακλαστικά. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του 20ού αιώνα και οι ανείπωτες καταστροφές που επέφεραν οι πόλεμοι αυτοί δεν μπορούν να επιτρέψουν εύκολα αισιόδοξες προβλέψεις…

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι εξελίξεις επηρεάζονται σημαντικά, αν όχι καίρια, από τους συσχετισμούς που αναπτύσσονται τόσο σε οικονομικοκοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.

Η πολιτική κρίση μεταφέρεται στη Γερμανία
Η κατάσταση στη Γερμανία, με τη δυσχέρεια που προκύπτει για τον σχηματισμό κυβέρνησης, αποδεικνύει ότι η γερμανική ελίτ και το σύστημα συμφερόντων που αυτή εκπροσωπεί δεν μπορούν να αναπαραχθούν αυτόματα σε πολιτικό-διακυβερνητικό επίπεδο, γιατί το ίδιο το κομματικό σύστημα γνωρίζει μια σημαντική κρίση. Ο ίδιος ο Ζ. Γκάμπριελ απειλεί ότι εάν η νέα γερμανική κυβέρνηση δεν επαναπροσδιορίσει την ευρωπαϊκή της στρατηγική και εάν δεν προχωρήσει σε ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, τότε το SPD δεν έχει κανέναν λόγο να συμμετάσχει στην κυβέρνηση.

Τι μας λέει ο Ζ. Γκάμπριελ; Ότι η γερμανική οικονομικοπολιτική ελίτ έχει απολέσει την αποδοχή και τη νομιμοποίησή της στην Ευρώπη τόσο στα θέματα της οικονομίας όσο και της πολιτικής στρατηγικής. Στο δε εσωτερικό της χώρας έχει χάσει την εμπιστοσύνη μιας σοβαρής μερίδας των εργαζομένων.
Αυτό σημαίνει ότι η απόλυτη κυριαρχία της Γερμανίας έχει χαθεί και αναζητούνται τώρα, μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα, νέες ισορροπίες, που θα προκύψουν από μια σειρά συμβιβασμών και παραχωρήσεων… Σ’ αυτό το πλαίσιο των νέων ισορροπιών, η Γαλλία, αναπόφευκτα, θα απαιτήσει μια νέα θέση ισχύος πολιτικής αλλά και ρυθμίσεις που αφενός θα περιορίσουν τα αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα και αφετέρου θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των χρεών των κρατών-μελών… Ταυτόχρονα, κανένας νέος επαναπροσδιορισμός της ευρωπαϊκής στρατηγικής δεν μπορεί να συντελεσθεί εάν δεν υπάρξουν δημοκρατικές, διαφανείς, διαδικασίες στη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων.

Δεν μπορεί η Ευρώπη να προχωρήσει εάν συνεχίσει να λειτουργεί ως «αρένα» εσωτερικού ανταγωνισμού, εάν διαχωρισθεί επίσημα και θεσμικά σε ζώνες πολλών ταχυτήτων, εάν οι χωρισμοί, οι εθνικισμοί, οι παντοειδείς ρατσισμοί επικαθορίζουν πολιτικοοικονομικές της επιλογές, τις αντιλήψεις και τις αξίες της.

Η δύσκολη πορεία εξόδου από τα Μνημόνια
Οι όποιες εξελίξεις στην Ευρώπη, ιδιαίτερα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018, ενδιαφέρουν άμεσα τη χώρα μας. Οι επόμενοι οκτώ μήνες για την οριστική έξοδό μας από τα Μνημόνια και την αυστηρή επιτροπεία απαιτούν ένα θετικό ευρωπαϊκό περιβάλλον, χωρίς νέες αναταράξεις και εντάσεις…
Από τα μέσα περίπου του 2017, όταν είχε πλέον αποτυπωθεί στην πράξη το πλήρες αδιέξοδο της γερμανικής ελίτ στα θέματα της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, έγινε φανερό ότι δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για νέες κρίσεις και εντάσεις στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη.

Αυτή η θετική παράμετρος ενισχύθηκε σημαντικά από την καλή πορεία εξέλιξης των μακροοικονομικών μεγεθών της οικονομίας μας, χωρίς φυσικά να παραβλέπουμε το κοινωνικό κόστος και τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πολίτες από την υπερφορολόγηση αλλά και την παρατεινόμενη οικονομική κρίση.

Οπωσδήποτε όμως τόσο η επιτυχής πρώτη έξοδος της χώρας στις αγορές και η εντυπωσιακή πτώση της τιμής των ελληνικών ομολόγων όσο και το γενικότερο, ευνοϊκό, διεθνές οικονομικό και πολιτικό κλίμα διαμορφώνουν μια ιδιαίτερα θετική συγκυρία, την οποία θα πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο.

Το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης ανοίγει οριστικά τον δρόμο για μια σοβαρή συζήτηση που θα αφορά το ζήτημα της ριζικής και ουσιαστικής αντιμετώπισης του ελληνικού χρέους. Το θέμα της ρύθμισης του χρέους δεν αφορά μόνο την αντιμετώπιση των αποπληρωμών των δόσεων μετά το 2023 αλλά και μια ενδεχόμενη επαναδιαπραγμάτευση των υψηλών πλεονασμάτων της τάξεως του 3,5% για την επόμενη, μετά το 2019, περίοδο. Μια ευνοϊκή ρύθμιση στο κρίσιμο αυτό ζήτημα θα επέτρεπε τη σημαντική διεύρυνση του δημοσιονομικού χώρου, γεγονός που θα συμβάλει αποφασιστικά τόσο στην ταχύτερη ανάπτυξη όσο και στην ουσιαστική βελτίωση της ζωής των πολιτών.

Ασφαλώς, τόσο η κρίσιμη αυτή περίοδος των προσεχών οκτώ μηνών όσο και η πορεία της χώρας κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο απαιτούν συλλογική και συνολική προσπάθεια τόσο σε οικονομικοπαραγωγικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.

Όμως, παρότι θα ήταν ευκταίο να επιτευχθεί μια πολιτική συνεννόηση σε εθνικό επίπεδο, εντούτοις η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ (με τον έωλο μανδύα της Κεντροαριστεράς) τηρούν όχι απλώς αρνητική αλλά κυριολεκτικώς πολεμική στάση και θέση απέναντι στην κυβέρνηση.

ΝΔ – ΠΑΣΟΚ: Ζωτικός χώρος τα Μνημόνια
Πολλοί ερμηνεύουν τη στάση αυτή ως μια συνήθη αντιπολιτευτική θέση, που, έστω και εάν προσλαμβάνει πολλές φορές ακραία χαρακτηριστικά, εντάσσεται κατ’ ουσίαν στο πεδίο της κομματικής αντιπαράθεσης.

Όμως, στην πραγματικότητα, οι ερμηνείες αυτές είναι ανεπαρκείς και επιφανειακές. Για να κατανοήσουμε όμως την πολιτική στρατηγική της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, θα πρέπει να αναζητήσουμε τα βαθύτερα, τα δομικά χαρακτηριστικά που επικαθορίζουν σήμερα τις επιλογές τους.

Η μνημονιακή εποχή, ως κορωνίδα, ως αποκορύφωση μιας ολόκληρης περιόδου, που ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, έδρασε καταλυτικά πάνω στο πολιτικό μας σύστημα, μετασχημάτισε και αλλοίωσε τον ίδιο τον πολιτικοϊδεολογικό πυρήνα και τις κοινωνικές αναγωγές των κομμάτων αυτών.

Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ταυτίσθηκαν με το νεοφιλελεύθερο πρότυπο και τις αντικοινωνικές του επιλογές. Τα Μνημόνια και ο νεοφιλελευθερισμός, τα συστημικά-διαπλεκόμενα συμφέροντα απέβησαν ζωτικός τους χώρος, μέσα στον οποίον επιβιώνουν και αναπνέουν…

Δεν διαχειρίσθηκαν απλώς τα Μνημόνια και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές… Αντίθετα, ο νεοφιλελευθερισμός και τα Μνημόνια διαχειρίσθηκαν και ενσωμάτωσαν τα κόμματα αυτά… Έγιναν το φυσικό τους περιβάλλον, μέσα στο οποίο τα κόμματα αυτά επιβιώνουν και αναπαράγονται…

Η έξοδος από τα Μνημόνια, η άσκηση ευρύτερων κοινωνικών και αναπτυξιακών πολιτικών οδηγεί ΝΔ και ΠΑΣΟΚ σ’ ένα εχθρικό πεδίο, καθώς τους στερεί το νεοφιλελεύθερο-μνημονιακό οξυγόνο…

Θέλουν τέταρτο Μνημόνιο
Γι’ αυτό και η αντιπολιτευτική τους επιλογή είναι η οικονομική αποτυχία και καθήλωση της κυβέρνησης, ώστε να επιβληθεί -με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- ένα τέταρτο Μνημόνιο και να συνεχισθούν οι ακραίες-νεοφιλελεύθερες πολιτικές, προκειμένου να διασφαλίσουν τα ίδια πεδία επιβίωσης και να διατηρήσουν ζωντανή την προσδοκία επανόδου τους στην εξουσία μέσω της κατάρρευσης της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ.

Στο πρόσφατο Συνέδριο της ΝΔ, ο αγοραίος νεοφιλελευθερισμός του Κυρ. Μητσοτάκη ταυτίσθηκε πλήρως με τις απόψεις και τους απολογισμούς του Αντ. Σαμαρά, που διανθίστηκαν με εθνικιστικές και αντικρατιστικές κορώνες… Για να αποδειχθεί για άλλη μια φορά ότι η ιστορική -μη αντιστρεπτή- μετάλλαξη της ΝΔ σε ακροδεξιό-νεοφιλελεύθερο μόρφωμα συνετελέσθη με οριστικό τρόπο την εποχή της μνημονιακής συνδιαχείρισης με το ΠΑΣΟΚ, από την περίοδο του Λ. Παπαδήμου μέχρι το τέλος του 2014… Έκτοτε η ΝΔ κινείται με τις δυνάμεις αδράνειας του νεοφιλελευθερισμού και του ακροδεξιού πυρήνα, που καθορίζουν τις επιλογές της.

Όσο για τον νεοφιλελεύθερο-σημιτικό εκσυγχρονισμό, το γνήσιο τέκνο του, ο Γ. Στουρνάρας, τον εκπροσώπησε επαρκέστατα με τις προτάσεις του για πρόγραμμα στήριξης, δηλαδή για τέταρτο Μνημόνιο… Ους ο νεοφιλελευθερισμός και τα Μνημόνια συνέζευξαν…


Σχολιάστε εδώ