Η Τουρκική απειλή γίνεται πλέον άμεση

Η Τουρκική απειλή γίνεται πλέον άμεση

Πρόκειται για μια ασύμμετρη απειλή που επιβάλλεται να αντιμετωπισθεί άμεσα, για λόγους εθνικής ασφάλειας και εθνικής συνοχής.


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Το παραμύθι για δήθεν κατεχόμενα από την Ελλάδα «Τουρκικά» νησιά το δημιούργησε η Άγκυρα για να «τεκμηριώσει», υποτίθεται, τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο. Με την ίδια λογική, είχε αρχίσει να προβάλλει, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Ο σημερινός Τούρκος Πρόεδρος δεν έχει πρόβλημα να αμφισβητεί, επιπλέον, την ίδια τη Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία, σημειωτέον, είναι και ιδρυτική Συνθήκη της ίδιας της Κεμαλικής Τουρκικής Δημοκρατίας.

Το πιο ανησυχητικό είναι ότι Συμπολίτευση και Αντιπολίτευση στην Τουρκία ανταγωνίζονται για το ποιος θα κάνει σκληρότερες δηλώσεις για τα δήθεν «κατεχόμενα» από την Ελλάδα «Τουρκικά» νησιά. Ο Αρχηγός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος Κεμάλ Κιλιντζάρογλου έκανε λόγο για 18 νησιά. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου τα ανεβίβασε σε 102 νησιά, «στο Αιγαίο και στο Κρητικόν Πέλαγος»! Διετύπωσε μάλιστα εμμέσως απειλή πολέμου, υποδεικνύοντας ότι το θέμα μπορεί να λυθεί είτε με διαπραγματεύσεις είτε με πολεμική ενέργεια. Τα νησιά, είπε, «μπορούν να απελευθερωθούν από τα στρατεύματά μας»!


Σε ό,τι αφορά τα Δωδεκάνησα, τα οποία ενώθηκαν με την Ελλάδα μεταπολεμικά, μετά τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, το 1947, οι συνημμένοι χάρτες στις Συνθήκες που υπεγράφησαν μεταξύ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και Ιταλίας είναι απολύτως σαφείς και λεπτομερέστατοι.


Με απλά λόγια, η Άγκυρα καλεί την Ελλάδα να δεχθεί το παραμύθι των δήθεν κατεχομένων «Τουρκικών» νησιών και να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις. Σε διαφορετική περίπτωση, απειλεί με κατάληψη. Εάν αναρωτηθεί κανείς ποια είναι αυτά τα νησιά που διεκδικεί η Άγκυρα, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών μερίμνησε να διευκρινίσει ότι δεν βρίσκονται μόνο στο Αιγαίο αλλά και στο Κρητικό πέλαγος. Στο Αιγαίο, η Τουρκική πλευρά διεκδικεί όλα τα μικρά νησιά και νησίδες που δεν αναφέρονται ονομαστικώς στις Συνθήκες αλλά απλώς ως παρακείμεναι νήσοι και νησίδες. Για τον καλόπιστο αναγνώστη δεν υπάρχει, προφανώς, καμιά ασάφεια ή αμφιβολία. Πολύ περισσότερο όταν αναφέρεται ρητά στη Συνθήκη της Λωζάννης ότι πέραν των κατονομαζομένων νήσων Ίμβρου, Τενέδου και Λαγουσών, η Άγκυρα δεν έχει κανένα δικαίωμα ή κυριαρχία επί νήσων ή νησίδων που βρίσκονται πέραν των τριών ναυτικών μιλίων από τις ακτές της.

Η Άγκυρα γνωρίζει, βεβαίως, ότι όσα υποστηρίζει είναι εντελώς ανυπόστατα, όπως, άλλωστε, γνωρίζει ποιο είναι το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο και όσα προνοεί για τα χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Επιδιώκει όμως να βρει προσχήματα και να κατασκευάσει εκ του μη όντος αφορμές ώστε να αμφισβητήσει το status quo στο Αιγαίο, και όχι μόνο, και να προβάλει διεκδικήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, αρνείται συστηματικά να δεχθεί ως πλαίσιο συζητήσεως και αναφοράς το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο και ζητά διμερές πολιτικό παζάρι πάνω σε θέματα Ελληνικής κυριαρχίας και δικαιωμάτων που απορρέουν από το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο και διεθνείς Συνθήκες και Συμβάσεις.

Ο αφιονισμός του Τουρκικού λαού με ψευδείς καταγγελίες ότι η Ελλάδα «κατέχει» δήθεν «Τουρκικά» νησιά διαστρεβλώνει πλήρως την πραγματικότητα και προσδίδει στις αυθαίρετες Τουρκικές διεκδικήσεις μια άλλη διάσταση, που είναι προπαρασκευαστική ρήξεως και πολέμου.


Η Ελλάδα έχει απόλυτη και άμεση ανάγκη να αφήσει πίσω της τη σημερινή κατάσταση και να μπει γρήγορα σε ρυθμούς εθνικής στρατηγικής και αναπτύξεως.

Ο προσανατολισμός αυτός της Τουρκικής πολιτικής και η ανταγωνιστική δημαγωγική πολιτική εθνικιστικής υπερκεράσεως μεταξύ τους καθιστά πολύ επικίνδυνη την κατάσταση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και φέρνει πιο κοντά το ενδεχόμενο ένοπλης ρήξεως. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, με τη ρητορική «κατεχομένων» δήθεν «Τουρκικών» νησιών και με την απροκάλυπτη αμφισβήτηση της ίδιας της Συνθήκης της Λωζάννης, οι κατευναστικές προσεγγίσεις υπολαμβάνονται ως εκδήλωση αδυναμίας και είναι παντελώς ατελέσφορες και αντενδεικνυόμενες.

Τα πιο ανησυχητικά στοιχεία στη σημερινή Ελληνοτουρκική αντιπαράθεση είναι, προφανώς, πρώτον, η οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, η οποία έχει μάλιστα δομικό και όχι απλώς συγκυριακό χαρακτήρα. Δεύτερον, η καθήλωση, για μια ολόκληρη περίοδο δέκα χρόνων, των εξοπλιστικών προσπαθειών της χώρας. Σε μια αποφασιστική μάλιστα στιγμή των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, όταν διακυβεύονται ύψιστα συμφέροντα και η ίδια η ασφάλεια και η ακεραιότητα της χώρας.

Κοντά στους δύο παραπάνω παράγοντες, προστίθενται οι γιγάντιοι εξοπλισμοί της άλλης πλευράς αλλά και η πολύ σημαντική μεγέθυνση του εθνικού οικονομικού προϊόντος, κατά την τελευταία δεκαπενταετία. Οι παράγοντες αυτοί ενισχύουν την αυτοπεποίθηση και την αλαζονεία της Τουρκικής ηγεσίας και την καθιστούν ακόμη πιο επιθετική και αναθεωρητική.

Κοντά σ’ αυτά, είναι γνωστή, βεβαίως, η σαθρή εσωτερική πολιτική κατάσταση της Τουρκίας και ο βαθύς διχασμός στην κοινωνία της, όπως είναι επίσης γνωστά τα εξωτερικά προβλήματά της και η ένταση στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό με την Ευρώπη. Οι δυσκολίες όμως αυτές δεν είναι ανυπέρβλητες για το καθεστώς Ερντογάν. Ορισμένες μάλιστα καλά υπολογισμένες εξωτερικές περιπέτειες και κρίσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσα για την υπέρβασή τους και για την ενίσχυση του καθεστώτος.

Η προοπτική όμως αυτή αντιφάσκει με την ολέθρια πραγματικότητα των Μνημονίων, στην οποία έχει παγιδευθεί η χώρα. Η χώρα πρέπει επίσης να βρει γρήγορα τρόπους για την άμεση αμυντική της ενίσχυση. Η Ελλάδα δεν επέτρεψε ποτέ, από το 1922, να ανατραπεί η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο, γιατί έβλεπε πάντα ότι η ασφάλειά του ήταν συνυφασμένη με την αεροναυτική ισορροπία.

Η Ελλάδα πρέπει επίσης να αναθεωρήσει τάχιστα την πολιτική των ανοικτών συνόρων στην παράνομη μετανάστευση, με πρόσχημα τους δήθεν «πρόσφυγες».

Πρόκειται για μια ασύμμετρη απειλή που επιβάλλεται να αντιμετωπισθεί άμεσα, για λόγους εθνικής ασφάλειας και εθνικής συνοχής.


Σχολιάστε εδώ