Πότε θα ξανάρθει το χαμόγελο στα χείλη του Έλληνα…


Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Με ρυθμούς εξαιρετικά γοργούς, ήρθαν και φέτος τα Χριστούγεννα, με μια άλλη όμως μορφή. Είναι η γλυκύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης, που φέτος έχει όμως μια πίκρα διάχυτη στην ατμόσφαιρα από το βάρος των υποχρεώσεων και της ασφυκτικής οικονομικής κατάστασης, που πνίγει τα νοικοκυριά και απαγορεύει την πάσης φύσεως ξενοιασιά. Πόσο πια θα κρατήσει αυτή η άδικη μεταχείριση από το κράτος, που κάποτε κάποτε γίνεται ανάλγητο, θαρρείς και ζει σ’ έναν άλλο κόσμο; Πότε θα ξανάρθει το χαμόγελο στα χείλη των Ελλήνων, που με νύχια και με δόντια προσπαθούν να σώσουν τα σπίτια τους, ανταποκρινόμενοι στους φόρους που τους έχουν επιβάλει όσο καμία άλλη φορά, στην ανεργία που καλπάζει σαν άγριο άλογο, στους χαμηλούς μισθούς και τις συντάξεις;

Έχουν δίκιο που λένε ότι πριν από 50 χρόνια τα Χριστούγεννα ήταν ωραιότερα. Πώς να ξεχάσει κανείς τα παγκάκια στην οδό Αιόλου που γέμιζαν χριστουγεννιάτικα στολίδια, τον κόσμο που συνωστιζόταν στον δρόμο κάτω από τον ήχο των καλάντων, που ακούγονταν παντού απ’ τη μικρή ορχήστρα του Συλλόγου Τυφλών, τα μελομακάρονα που πήγαιναν κι έρχονταν στον φούρνο της κάθε γειτονιάς μες στις μεγάλες μαύρες λαμαρίνες, τα τσουρέκια και τα κουλουράκια με τη γεύση κανέλας, τα μαγαζιά που δεν υπάρχουν πια, τον Λαμπρόπουλο και το Μινιόν;

Θυμάμαι που χάζευα μαζί με άλλα παιδιά τις βιτρίνες τους, με παιχνίδια μαγικά, όπως το τρενάκι που γύριζε, την κούκλα που ανοιγόκλεινε τα μάτια, πανέμορφη, φερμένη απ’ το Παρίσι, που δεν είχε καμία σχέση με εκείνες τις τεράστιες κούκλες απ’ την Αμερική που έστελναν οι ξενιτεμένοι στους δικούς τους. Και τότε όσοι είχαν δικούς τους στην ξενιτιά αισθάνονταν πλούσιοι, καμάρωναν σαν τα γύφτικα σκεπάρνια και, μα την αλήθεια, δεν υπήρχε σπίτι όπου πάνω στο μεγάλο, διπλό κρεβάτι να μην έβαζαν μια απ’ αυτές τις άγαρμπες κούκλες με τα ξανθά, μπουκλωτά μαλλιά. Τους έστελναν και ρουχισμό απ’ τα καλάθια των μεγάλων καταστημάτων της Νέας Γης, απ’ το Αμέρικα ντε!

Είχα, λοιπόν, μια φίλη που πάντα τις παραμονές τσακωνόμαστε επειδή κορδωνόταν με τα φρου φρου και τα φουσκωτά μανικάκια. «Τσικίτα» τη φώναζα, θέλοντας να την πειράξω. Αυτό, βέβαια, πριν από την παραμονή, που παίρναμε τα τρίγωνα για να πάμε να τα πούμε. Πάντα έβαζα μπροστά τους πιο θαρραλέους, ένα μικρό κοπάδι παιδιά, ενώ ψέλλιζα τον γνωστό ύμνο με χαμηλωμένο κεφάλι, πίσω πίσω, για να μην απλώσω πρώτη το χέρι. Η μοιρασιά απ’ τα έσοδα της εξόδου είχε τη γλύκα της ανταμοιβής. Ένα εσύ… ένα εγώ. Τώρα, δεκαράκι ήταν, πενηνταράκι ήταν, δεν είχε και πολλή σημασία. Όλοι είχαν από 10 νομίσματα και ήμαστε εντάξει. Η πρώτη μας δουλειά ήταν να αγοράσουμε ζαχαρωτά και καμιά σοκολάτα, ενώ στη γωνιά του δρόμου το καροτσάκι με το σάμαλι μας περίμενε. Παίζαμε ατελείωτα, μέχρι που νύχτωνε, με τις ξύλινες σβούρες και τους χρωματιστούς βόλους, κι όταν πια τα λεφτά μας είχαν τελειώσει.

Σήμερα τα παιδιά μας δεν έχουν εκείνη την ατελείωτη τρέλα του παιχνιδιού στον δρόμο. Παιχνίδι τους είναι καθετί ηλεκτρονικό. Το ξέρω, πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, όμως οι άνθρωποι έχουν αλλάξει πολύ, είναι στρυφνοί, κλεισμένοι στο καβούκι τους, περιμένοντας με ελπίδα την ευκαιρία ενός μεροκάματου. Έτσι, μπορεί να έχουν ακόμη βαθιά στην ψυχή τους την αγάπη για τον συνάνθρωπό τους, τη συμπαράσταση στον φίλο και γείτονα, όμως εκείνη η χαρά απ’ τα χιλιάδες χρωματιστά φώτα, τα ταπεινά στολίδια, τα φτηνά παιχνίδια, που μ’ αυτά χαίρονταν κι έπαιζαν τα παιδιά, έχει φύγει ανεπιστρεπτί.


Σχολιάστε εδώ