Το 2017 τελειώνει, αλλά έρχεται το κρίσιμο 2018


Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας


-Ποιοι είναι οι κίνδυνοι

Τα βασικά συμπεράσματα για τις οικονομικές εξελίξεις το 2017 είναι τα ακόλουθα:

• Ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ υπολογίζεται να κινηθεί γύρω από την περιοχή του 1,5%, μακριά από τον στόχο του 2,7%, που είχε τεθεί στον προϋπολογισμό του 2017. Το υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να δώσει κάποια εξήγηση για τους λόγους που παρατηρήθηκε αυτή η μείωση. Λόγους όχι περιγραφικούς αλλά αξιολογικούς. Τι δεν πήγε καλά; Υπάρχει λάθος στο μείγμα της οικονομικής πολιτικής ή όχι; Η δική του συμμετοχή αξιολογείται ως σωστή; Η «ταξική» (sic) πολιτική που ακολουθεί μήπως έχει επιπτώσεις στη μεγέθυνση του ΑΕΠ; Τέλος πάντων, κάτι πρέπει να μας πει σε σχέση με την απτή πραγματικότητα.

• Ο σαφώς μικρότερος ρυθμός μεγέθυνσης οφείλεται στους μειωμένους ρυθμούς μεγέθυνσης όλων των συνιστωσών του ΑΕΠ (ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, επενδύσεις, εξαγωγές) και αύξησης των εισαγωγών σε σχέση με τους στόχους του προϋπολογισμού του 2017. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί τόσο η μείωση των επενδύσεων (στον βαθμό που δεν αντανακλά, αποκλειστικά, υστερήσεις στην εκτέλεση του ΠΔΕ) όσο και η αύξηση των εισαγωγών στο γ’ τρίμηνο του 2017.

• Το 2017 η οικονομία εξέρχεται από μακρά αποπληθωριστική περίοδο. Ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή καταγράφει άνοδο της τάξης του 1,1% τον Νοέμβριο.

• Το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε σταθερά καθ’ όλη τη διάρκεια του 2017 και διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο σε 20,5%. Το ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης παρέμεινε θετικό για το διάστημα Ιανουαρίου – Οκτωβρίου, µε την πλειονότητα, ωστόσο, των προσλήψεων να αφορά θέσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης (ελαστικές μορφές απασχόλησης).

• Χωρίς σημαντικές διακυμάνσεις το ισοζύγιο πληρωμών και τα επιμέρους ισοζύγια.

• Βελτιωμένος ο δείκτης οικονομικού κλίματος και οι περισσότεροι επιμέρους κλάδοι.

• Συνεχίζεται η πτώση στον κατασκευαστικό κλάδο.

• Σχεδόν διπλάσιο έναντι του στόχου το πρωτογενές αποτέλεσμα του κρατικού προϋπολογισμού το δεκάμηνο του 2017 και υψηλότερο σε σχέση µε το αντίστοιχο περσινό σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης. Θεωρείται πλέον βέβαιο ότι η απόδοση θα υπερβεί και πάλι τον στόχο για το 2017.

• Ενίσχυση των εισπράξεων έμμεσων φόρων, υστέρηση των εισπράξεων άμεσων φόρων σε σχέση µε πέρυσι. Το τελευταίο απαιτεί ιδιαίτερη παρακολούθηση.

• Σημαντική μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου σε σχέση µε πέρυσι. Η μείωση ανέρχεται στο 26,5% σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης και σε 32,1% αν συμπεριληφθούν και οι επιστροφές φόρων.

• Συνεχίζεται η συσσώρευση νέων ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου. Η τάση, ωστόσο, φαίνεται να αποκλιμακώνεται. Σταθερή βελτίωση καταγράφεται στις εισπράξεις παλαιών και νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών.

• Σημαντική αποκλιμάκωση της απόδοσης των δεκαετών ελληνικών κρατικών ομολόγων. Πάντως χρειάζεται να περιμένουμε να σταθεροποιηθεί η αγορά, για ασφαλέστερα συμπεράσματα.

• Συνεχίζεται η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών καθώς και της αποταμίευσής τους. Τούτο οφείλεται σαφώς στις υπέρμετρες υποχρεώσεις τους (φορολογικές και άλλες) έναντι του Δημοσίου και των τραπεζών (δάνεια).

• Το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να μην προσφέρει ρευστότητα στην οικονομία και βρίσκεται αντιμέτωπο με το πρόβλημα των μη αποτελεσματικών δανείων και με τους επερχόμενους πλειστηριασμούς. Σύμφωνα με την Έκθεση για τους Επιχειρησιακούς Στόχους Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) τον Σεπτέμβριο του 2017 ανήλθαν σε 100,4 δισ. ευρώ ή το 44,6% των συνολικών ανοιγμάτων, παρουσιάζοντας μείωση 2,4% σε σύγκριση με το τέλος Ιουνίου 2017 και 5,5% σε σύγκριση με το τέλος Δεκεμβρίου 2016. Η μείωση αυτή προήλθε κυρίως από διαγραφές δανείων (1,1 δισ. ευρώ το τρίτο τρίμηνο του 2017 και 4,4 δισ. ευρώ το διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2017) και πωλήσεις δανείων (1,4 δισ. ευρώ το τρίτο τρίμηνο του 2017 και 1,8 δισ. ευρώ το διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2017), οι οποίες αφορούσαν όμως σχεδόν στο σύνολό τους μεμονωμένη συναλλαγή συγκεκριμένης τράπεζας. Αντίθετα, η μείωση που προήλθε από εισπράξεις και ρευστοποιήσεις ήταν περιορισμένη.

• Ο Δείκτης Μισθολογικού Κόστους του γ’ τριμήνου 2017, χωρίς καμιά διόρθωση (εποχική ή διόρθωση ως προς τον αριθμό των εργασίμων ημερών), σε σύγκριση με τον αντίστοιχο Δείκτη του γ’ τριμήνου 2016, παρουσιάζει μείωση κατά 1,3% έναντι αύξησης 1,3% κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2016 προς το 2015.

Οι προβλέψεις για το 2018
Οι προβλέψεις διεθνών και εγχώριων φορέων για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ συγκλίνουν στην πρόβλεψη ενός ρυθμού της τάξης του 2% και άνω, με ανώτατο όριο το 2,6%.

Η διαφοροποίηση των ανωτέρω σεναρίων δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με διαφορετική αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται η ελληνική οικονομία, όπως και των παραγόντων εκείνων που η επίδρασή τους κρίνεται ως θετική.

Υπάρχουν κίνδυνοι που μπορούν να προέλθουν από την αβεβαιότητα για την έκβαση της διαδικασίας αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ καθώς και η ενίσχυση των πολιτικών προστατευτισμού στις ΗΠΑ. Επίσης, σοβαρός κίνδυνος μπορεί να προέλθει από τη μεταβλητότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα και τις επιλογές του Προέδρου Τραμπ ως προς το ρυθμιστικό και ελεγκτικό πλαίσιο, κάτι που συνιστά έναν ακόμα διεθνή παράγοντα επισφάλειας, αλλά και την αναμενόμενη σκλήρυνση της νομισματικής πολιτικής (FED).

Στους εγχώριους παράγοντες, το κυριότερο πρόβλημα είναι η διευθέτηση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζικών ιδρυμάτων και γενικότερα η κατάσταση των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών.

Σημειώνω με έμφαση: Χωρίς την εκτίμηση των διεθνών παραγόντων ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι υγιές (χωρίς εξειδίκευση, για την ώρα), δεν πρόκειται να τελειώσει το πρόγραμμα. Οι ρητές παρεμβάσεις του Μ. Ντράγκι καθώς και η επίσπευση της διαδικασίας των stress tests για τις ελληνικές τράπεζες, η οποία μπορεί να επιφέρει πολλαπλά οφέλη στην τόνωση της επενδυτικής, ώστε τα αποτελέσματα να είναι γνωστά αρκετούς μήνες πριν τον Αύγουστο του 2018, αποτελούν επιβεβαιώσεις της άποψής μου. Η κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα κρίνει εν πολλοίς τον τρόπο λήξης του προγράμματος.

Το ζήτημα της διευθέτησης του χρέους της Ελλάδος, αποτελεί ένα κρίσιμο στοίχημα για την ελληνική οικονομία. Ο νέος πρόεδρος του Eurogroup, ο Πορτογάλος Mario Centeno, με δηλώσεις του επανέλαβε όσα δήλωνε και ο προηγούμενος επικεφαλής, ο οποίος τόνιζε σε κάθε ευκαιρία ότι το ζήτημα του ελληνικού χρέους θα εξεταστεί στο τέλος του προγράμματος. Βεβαίως είχαμε και τις δηλώσεις του αντιπροέδρου της ΕΕ Βάλντις Ντομπρόβσκις περί έναρξης των συζητήσεων το διάστημα Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2018.

Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το συγκεκριμένο θέμα αποτελεί αρμοδιότητα του Eurogroup, όπου συμμετέχουν οι χώρες-μέλη, και οι οποίες, ουσιαστικά, είναι υπεύθυνες για τον δανεισμό των χωρών της Ευρωζώνης.

Συνεπώς, μεγαλύτερο βάρος θα πρέπει να δοθεί σε αυτό που υποστηρίζει ο επικεφαλής του Eurogroup.
Το ελάχιστο ζητούμενο εδώ, από τη μεριά της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να υπάρξει μια αναγκαία (αν και όχι ικανή) κανονικότητα, είναι αφενός να εφαρμοστούν τα ήδη αποφασισμένα μεσοπρόθεσμα μέτρα και να ληφθούν ορισμένα ακόμα, όπως το πώς θα χρησιμοποιηθούν τα περίπου 25 δισ. ευρώ που θα περισσέψουν από το πρόγραμμα των 86 δισ. ευρώ. Το χειρότερο σενάριο είναι να επιστραφούν στον ESM και επομένως να μην υπάρχουν πόροι για πιθανή χρησιμοποίησή τους:

Για συμμετοχή στη δημιουργία του αποθέματος ύψους 15 δισ. ευρώ που θα χρησιμεύσει ως κάλυψη των υποχρεώσεων της χώρας, τουλάχιστον για το πρώτο έτος μετά τη λήξη του προγράμματος.
Σε περίπτωση ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος, –
Την αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ.

Τα θέματα του χρέους έχουν πάρει μια περίεργη κατεύθυνση, από τη στιγμή που ο ESM αναθεώρησε τις εκτιμήσεις του σχετικά με τη μείωση που θα επιφέρουν στον λόγο δημόσιο χρέος/ΑΕΠ τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.

Οι τελευταίες εκτιμήσεις θεωρούν ότι ο λόγος ΔΧ/ΑΕΠ θα μειωθεί κατά περίπου 25 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2060 και ο λόγος Ακαθάριστων Αναγκών Χρηματοδότησης προς το ΑΕΠ κατά περίπου έξι ποσοστιαίες μονάδες.

Η προηγούμενη εκτίμηση του μηχανισμού ήταν για μείωση του χρέους ως ποσοστού επί του ΑΕΠ κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες.

Πάντως, ένα είναι βέβαιον: Το ελληνικό χρέος για τους Ευρωπαίους κρίνεται βιώσιμο έως το 2022, δηλαδή, για τα επόμενα πέντε χρόνια σε αντίθεση με τις απόψεις του ΔΝΤ αλλά και της ΕΚΤ. Αυτό σημαίνει ότι την προσεχή πενταετία λίγα ουσιαστικά πράγματα θα επιτρέψουν οι Ευρωπαίοι να συμβούν, πάντοτε εντός του πλαισίου λογικής που έχουν οι ίδιοι χαράξει. Εκτός της επίτευξης των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ, οι ιδιωτικοποιήσεις φαίνεται ότι θα αποτελέσουν τα κριτήρια πίεσης για περαιτέρω πιθανές διευκολύνσεις στο ελληνικό δημόσιο χρέος. Συγκεκριμένα, τα ποσά που προβλέπεται να συλλεγούν από τις ιδιωτικοποιήσεις για τα έτη 2017, 2018,και 2019 είναι, αντίστοιχα, 1,4 δισ. ευρώ, 2 δισ. ευρώ και 1 δισ. ευρώ, έναντι 0,3 δισ. ευρώ και 0,5 δισ. ευρώ το 2015 και το 2016 αντίστοιχα. Βεβαίως θα πρέπει να περιμένουμε τις αποφάσεις προκειμένου να τις αξιολογήσουμε με σωστό τρόπο. Πάντως, δοθείσης της ευκαιρίας, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πλέον καμιά αντίθεση (ιδεολογική, πολιτική) δεν προβάλλεται από την κυβέρνηση για την ιδιωτικοποίηση σχεδόν του συνόλου της δημόσιας περιουσίας.

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι
Ο βασικός κίνδυνος για την ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι η ενδεχόμενη παράταση ενός καθεστώτος οιονεί στασιμότητας, με παρατεταμένη περίοδο χαμηλών ρυθμών μεγέθυνσης. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα υπονομεύει διαχρονικά την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, λόγω της μη αποκλιμάκωσης ή και διεύρυνσης ακόμα του λόγου δημοσίου χρέους / ΑΕΠ. Επιπλέον, θα παρεμποδίζει την έγκαιρη και αποτελεσματική εκμετάλλευση της πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας (υψηλά παραγωγικά κενά). Ακόμη, η συνεπαγόμενη απαξίωση της παραγωγικής δυναμικότητας, συνοδευόμενη από την παρατηρούμενη διαρροή νεανικού εργατικού δυναμικού με αυξημένα προσόντα των τελευταίων ετών και τη σταθερή γήρανση του πληθυσμού, υπονομεύουν τη μακροχρόνια μεγέθυνση της οικονομίας και πολλαπλασιάζουν τους κινδύνους για τη δημοσιονομική σταθερότητα.

Ποιοι είναι οι στόχοι
Ο στόχος που τίθεται για το 2018, για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5%, είναι πολύ απαιτητικός. Εξαρτάται πρωτίστως από την επίτευξη υψηλού ρυθμού μεγέθυνσης της τάξεως του 2,4%. Όσο προσεγγίζεται ο στόχος για αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2018 κατά 2,4% τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες για ευθυγράμμιση του προϋπολογισμού με τον στόχο που έχει τεθεί.
Επίσης εδράζεται στην πρόβλεψη για σημαντικότατη βελτίωση του ισοζυγίου των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ). Το βελτιωμένο ισοζύγιο των ΟΚΑ, σε σχέση με το ΜΠΔΣ, αναμένεται να τροφοδοτηθεί από την υψηλότερη του αναμενομένου αύξηση των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές και ρυθμίσεις παλαιών οφειλών και να υποστηριχθεί από τη χαμηλότερη, έναντι της προβλεπόμενης στο ΜΠΔΣ, συνταξιοδοτική δαπάνη.

Σε κάθε περίπτωση, ενδεχόμενη μεγάλη αρνητική απόκλιση μεταξύ του τελικού πραγματοποιηθέντος δημοσιονομικού αποτελέσματος και της πρόβλεψης για το ισοζύγιο των ΟΚΑ θα θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης. Τούτο διότι οι ΟΚΑ αποτελούν επί της ουσίας το κλειδί για την επίτευξη των στόχων του 2018.


Σχολιάστε εδώ