Εν Βηθλεέμ τη πόλει…

Εν Βηθλεέμ τη πόλει…

Καλήν εσπέραν άρχοντες
κι αν είναι ορισμός σας…

Χριστού την θεία γέννηση
να πω στ΄ αρχοντικό σας

Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται
χαίρει η φύσις όλη

Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
ο βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Μου είναι αδύνατον να εξηγήσω το πώς και το γιατί, αλλά, κατά έναν περίεργο τρόπο, χαρούμενα Χριστούγεννα ποτέ -ή σχεδόν ποτέ- δεν κατάφερα να ζήσω.
Δεν γνωρίζω με ποιον μηχανισμό, ενώ ήσαν όλα τόσο «ανθηρά», την τελευταία στιγμή, την ώρα που τα παιδάκια μας πληροφορούσαν με τη μελωδική φωνούλα τους πως «Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει…», εγώ έπρεπε να θεωρηθώ ως ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος κάποιου φοβερού εγκλήματος και όφειλα να τιμωρηθώ αρμοδίως.

Έτσι, αντί τα αφτάκια μου να ακούσουν θερμές ευχές ή τα χειλάκια μου να γευθούν κουραμπιέδες ή μελομακάρονα, πέρναγαν οι γιορτές και ήμουνα ευτυχισμένος που το κεφάλι μου βρισκότανε ακόμα στη θέση του.

Με την πάροδο του χρόνου είχε καθιερωθεί ένα ιδιότυπο modus vivendi. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι μας το έκανε η Αργυρώ με γεμιστή γαλοπούλα και το ανταποδίδαμε τη Πρωτοχρονιά με μπόλικο καυτερό γκούλας.

Λίγες ημέρες πρωτύτερα είχε διεξαχθεί η συνήθης, ετήσια οικογενειακή συζήτηση: «Πώς θα τη βγάλουμε φέτος τα Χριστούγεννα; Πάλι με γαλοπούλα θα τη βγάλουμε;».
Η σωστή απάντηση ήταν: «Ναι, με γαλοπούλα». Διότι εκτός του ότι ήταν τζάμπα, η πρόσκληση δεν μου κόστιζε τίποτα, καθότι πήγαινα πάντοτε με άδεια χέρια. Το ρητό «Μούρη γαϊδουρινή, ζωή παραδεισένια» είχε διαρκώς την πιστή εφαρμογή του.

Την εποχή εκείνη αγόραζα δύο εφημερίδες. Μία πρωινή και μία απογευματινή.

Όχι πως κυνηγούσα να μάθω μια είδηση per mare, per terram, ούτε η αγορά οφειλόταν σε ασύγγνωστη διάθεση σπατάλης.
Απλώς, η περιπτερού μαζί με τα τσιγάρα μου πασάριζε και τις εφημερίδες. Πάντοτε πίστευα πως ο Τύπος ήταν ολέθριος για τις ανθρώπινες κοινωνίες και ότι άπαξ και εκδίδεται εφημερίδα, καλύτερα βάψε τα μαύρα. Ότι θα πάθαινα όμως τέτοιο κάζο, πού να το φανταστώ;

Ήταν απομεσήμερο. Κοιμόμουνα ήσυχος και πανευτυχής τη siesta μου, όπως λέμε ελληνικά τον μεσημεριανό μας υπνάκο, όταν, κραδαίνουσα την απογευματινή εφημερίδα, μπήκε ασθμαίνουσα στο υπνοδωμάτιο η σύζυγός μου. «Ξύπνα», μου φώναξε. Ξύπνησα. Και αφού πείστηκα ότι δεν ήταν οι κραυγές για να σωθούμε από φωτιά, κατάλαβα πως με περίμενε κάτι χειρότερο.

Χριστούγεννα στο εξωτερικό. Τον χρόνο εκείνο, οι Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους, οι ΣΕΚ, είχαν δρομολογήσει ένα τρένο για Μόναχο, με μία μόνον διανυκτέρευση, το «Ακρόπολις εξπρές», και εγώ είχα υποσχεθεί να πάμε ταξίδι με το τρένο αυτό «εν ευθέτω χρόνω…». Όμως το τραγικότερο υπήρχε στην εφημερίδα. Μια ολοσέλιδη καταχώριση που έλεγε «Ελάτε για Χριστούγεννα στη Βιέννη». Με αριστουργηματικό, είναι αλήθεια, τρόπο ο καλλιτέχνης απέδωσε σκηνές της καθημερινής εορταστικής ζωής, που δεν χόρταινες να βλέπεις. Στη σύνθεση είδα και τη γαλοπούλα της Αργυρώς να πετάει και να χάνεται στο άπειρο, για εφέτος.

Το βαγκόν ρεστοράν του «Ακρόπολις» ήταν ένα εγκαταλελειμμένο βαγόνι-εστιατόριο του «Εξπρές Οριάν». Κρύσταλλα και χλιδή παντού. Μέχρι και τα γκαρσόνια του βαγονιού φορούσαν τις παλιές στολές των σερβιτόρων. Καθισμένοι μόνοι μας στο πολυτελές τραπεζάκι, νιώθαμε πρίγκιπες σε διακοπές. Οι ΣΕΚ δεν μας άφησαν παραπονεμένους…

Ύστερα από ένα ταξίδι ονειρεμένο, το τρένο έφτασε στη Βιέννη. Έβρεχε εκνευριστικά.
Τα μαγαζιά είχαν κλείσει από νωρίς, καθώς είχαν ημιαργία, επειδή ήταν παραμονή. Η πόλη ήτανε νεκρή και ψυχή δεν συναντούσες στον έρημο δρόμο. Το κρύο και η υγρασία έστελναν τους ανθρώπους σαν κυνηγημένους σπίτια τους.

Και καθώς τα Χριστούγεννα είναι εορτή οικογενειακή, τα λεωφορεία και τα τραμ αποσύρονταν νωρίς από την κυκλοφορία. Τα «κελάρια» επίσης ήσαν κλειστά και δεν θα μπορούσαμε να γευτούμε εκείνο το εξαίσιο κρασί, το «Höriger», που παράγουν οι βιεννέζικοι αμπελώνες.
Με κλειστά τα κελάρια, δεν θα ακούσουμε ούτε αυθεντικό τσίτερ ούτε γνήσιο λαϊκό τραγούδι από τα υπερήφανα λιβάδια με τις γελάδες.
Με κλειστά τα καφέ, δεν θα μπορέσουμε να πιούμε μια καυτή κρέμα σοκολάτα, ούτε να διατάξουμε το γκαρσόνι, με την ποδιά ως τον αστράγαλο, να φέρει ένα κομμάτι τούρτα Ζάχερ.

Η εφετινή μου τιμωρία, προφανώς, λέγεται «ταξίδι στο εξωτερικό». Και δεν μας απομένει παρά να νοσταλγήσουμε τη γαλοπούλα της Βούλας…

Φωτο: Πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα, Κάλαντα  (1872, ιδιωτική συλλογή).


Σχολιάστε εδώ