Τα Χριστούγεννα έρχονται
Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Κι έτσι που λες, καλέ μου άνθρωπε, φτάσαμε αισίως στον δωδέκατο μήνα του χρόνου, τον Δεκέμβριο. Και για να δεις τι γρήγορα περνάει ο καιρός, δεν προλάβαμε να πούμε «καλό μήνα» κι ο Δεκέμβριος είχε πάρει τον δρόμο του. Πάει, πέρασαν τα «Νικολοβάρβαρα», στο «παρελθόν» ανήκουν και η Αγία Άννα, ο Άγιος Σπυρίδων και ο Άγιος Ελευθέριος, με την Αγία Αναστασία να χαμογελά ναζιάρικα στο βάθος.
Πολλοί είναι οι άγιοι που έχουν την εορτή τους τον Δεκέμβριο, τον μεγάλο αυτόν μήνα της Χριστιανοσύνης, που οι περισσότερες χώρες του κόσμου είτε έχουν αρχίσει την προεργασία του εορτασμού των Χριστουγέννων, είτε, δειλά δειλά, άπλωσαν την εορτή σε ολόκληρο τον μήνα. Κάτι ο εμπορικός ανταγωνισμός, κάτι η προσπάθεια να δειχνόμαστε σε κάθε ευκαιρία οι καλύτεροι, κάτι να προσελκύσουμε τον κοσμάκη και να του πάρουμε το ψιλό από την τσέπη, δεν διστάζουμε να φέρουμε τα Χριστούγεννα έναν μήνα -και παραπάνω- νωρίτερα.
«Τα κάλαντα», έργο του George Kordis για την εικονογράφηση του βιβλίου «Διηγήματα»
Στην Ελλάδα ουδέποτε συνέβαιναν αυτές οι ημερολογιακές κουτοπονηριές και τα Χριστούγεννα με τα κάλαντά τους τραγουδιόταν ακριβώς στην ώρα τους, μ’ έναν τρόπο καθαρά ελληνικό. Ό,τι είχε παρεισφρήσει, έστω τυχαία, στο ορθόδοξο δοξαστικό θεωρούνταν ο «αυθεντικός λόγος του Θεού», που όφειλαν να τηρούνε οι πάντες. Μονάχα όσοι μεγάλωσαν στην αλλοδαπή μέσα στις αποσκευές τους είχαν κι έφεραν ξένα ήθη και έθιμα, που με το πέρασμα του χρόνου πολιτογραφήθηκαν για δικά μας. Μοναδική εξαίρεση οι παλαιοημερολογίτες, που η προσήλωσή τους στο παραδοσιακό ημερολόγιο τους κράτησε μερικές ημέρες με διαφορά, χωρίς αυτό να έχει ιδιαίτερη σημασία για την πατρίδα μας. Από τα παλαιότερα χρόνια, τα Χριστούγεννα εν Ελλάδι εορτάζονταν με ευλάβεια και κατάνυξη.
Η χριστουγεννιάτικη λειτουργία στις εκκλησιές γινόταν την αυγή, πριν η ημέρα φωτίσει. Οι πιστοί, για να μην γκρεμοτσακιστούν στον δρόμο, φωτίζονταν στο σκοτάδι μ’ ένα φανάρι. Ακόμα και το κρύο της νύχτας δεν απέτρεπε τον εκκλησιασμό τους. Μπορεί να τουρτούριζε ο παππάς καθώς έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε», αλλά τα γεννητούρια αυτά μέσα στη νύχτα δεν μπορούσαν να γίνουν εμπόδιο να προσκυνήσουμε τον δικό μας Θεό. Κι ύστερα, στο κονάκι μας, πριν ακόμα φέξει για τα καλά, τι όμορφο και τι γλυκόπιοτο ήταν το καυτό γάλα με το βουτηχτό κουλουράκι. Το σπίτι στολιζόταν με τα εορτάσιμα γλυκά.
Τους κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα, τις δίπλες και ένα μεγάλο φουσκωτό Χριστόψωμο, με ένα καρύδι στο μέσον, περίμενε με το ασημένιο μαχαίρι να συντροφέψει το φαγητό. Και μοσχομύριζε η τραπεζαρία από το ψητό, που ξεροψήνονταν στον φούρνο, ή τη γαλοπούλα, που η γέμισή της ξυπνούσε αμαρτίες λαιμαργίας απωθημένες.
Το κόκκινο ή το άσπρο κρασί συντρόφευαν τις ευχές για ευτυχία και μακροημέρευση συγγενών και φίλων, κι όλο τσούγκριζε η οικογένεια μεταξύ της. Ένα δένδρο με κεράκια πλάι στο παραθύρι, η σόμπα, η σαλαμάνδρα, που φουλαρισμένη ανθρακίτη σκορπάει σ’ όλο το σπίτι θαλπωρή, οι βαριές βελούδινες κουρτίνες, τα «σιζαδεδάκια» στους τοίχους και τα καλογυαλισμένα ασημικά δίνουν μια λαμπερή όψη γιορτής σε κάθε σπίτι. Θα έπαιρναν και τα παιδιά τα δώρα τους σήμερα. Δώρα χρηστικά, δώρα με σοβαρότητα, αντίστοιχη με τη μεγάλη γιορτή. Ένα κουτί νερομπογιές, να πούμε, ή ένα βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα με τους αγώνες των Μακεδονομάχων ήταν το άπαν του δώρου, καθώς τα παιχνίδια ανήκαν στην Πρωτοχρονιά. Κι αν κάποιος γιόρταζε στο σπίτι, έχοντας την ονομαστική του εορτή, η αυριανή ημέρα ήταν αφιερωμένη στη γιορτή των θνητών. Στους Μανόληδες και τις Χριστίνες, που θα γευθούν με τη σειρά τους τις χριστουγεννιάτικες λιχουδιές.
Κι όταν έρθει το βράδυ της 25ης και το σόι φύγει χορτάτο από περιποίηση και αγάπη, ο μακρύς απολογισμός της ημέρας που θα κάνεις θα καταλήγει στο συμπέρασμα: «Ναι, ήτανε καλά τα Χριστούγεννα και φέτος»… Και ένας κίνδυνος υπάρχει μόνον. Να τα ισοπεδώσει όλα ο μοντερνισμός. Και μονάχα τότε ίσως δεις το καλικατζαράκι, άνεργο και θλιβερό, να κάθεται στη γωνιά και να παραμιλά: «Να τι είχαμε και τι χάσαμε…».