Να κρατήσουμε ζωντανή τη γλώσσα μας
Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε
Τελευταία, όλως περιέργως και πιο επιτακτικά, έχω την αίσθηση ότι ζω σε μια νεοσύστατη χώρα, που δεν έχει το δικό της αλφάβητο, που δεν ξέρει από κανόνες σύνταξης και η γλώσσα της είναι ένα συνονθύλευμα από διάφορες λέξεις, που εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να τις καταλάβω.
Τρόλαρε, λέει. Ε, και τι θα πει τρόλαρε; Έκανε τσουλήθρα, κατρακύλησε, τι; Όλες οι εκπομπές στην τηλεόραση έχουν ξένους τίτλους. Δηλαδή, η τόσο πλούσια ελληνική γλώσσα δεν μπορεί να αποδώσει αυτό που προβάλλεται από τους τηλεοπτικούς σταθμούς; Εν αρχή ην ο λόγος. Ποιος λόγος; Ο αγγλοσαξονικός, ο αμερικανόφιλος, ο πάσης φύσεως λόγος. Φτάσαμε στο σημείο και στα πρωινάδικα, που το κοινό τους αποτελείται κυρίως από νοικοκυρές, να χρησιμοποιούνται φράσεις ή επίθετα άγνωστα, όπως «είναι μουντ», «είναι νιουτ», «είναι γκλάμουρ».
Επιτέλους, ας δείξουμε λίγο σεβασμό στη δική μας γλώσσα, που θαρρείς ότι κι αυτήν ακόμα προσπαθούν να την εξαλείψουν με τρόπο πονηρό, εξαντλώντας όλα τα μέσα.
Άλλωστε πιστεύουν ότι για να καταστρέψουν τους Έλληνες πρέπει να τους χτυπήσουν στη γλώσσα, τον πολιτισμό, τη θρησκεία, την οικογένεια. Και αυτά είναι λόγια που είχαν ειπωθεί από τον μέγα και τρανό Κίσινγκερ, σε χρόνο άσχετο, λίγο μακρινό. Αλλά, θα μου πείτε, εμείς πρώτοι δεν καταργήσαμε τις ρίζες μας; Αφήσαμε στην άκρη τα Αρχαία Ελληνικά, που διδάσκονται ως δεύτερη γλώσσα στα ξένα πανεπιστήμια, και εξαλείψαμε τους τόνους, τα κόμματα, τα θαυμαστικά, που, όλα μα όλα, είχαν σκοπό να διευκολύνουν τον αναγνώστη στην κατανόηση των προτάσεων και να αποδώσουν πιο σωστά το κείμενο.
Όλα είχαν κάποιον σκοπό, που πιστοποιούσε την ταυτότητα της ελληνικής γλώσσας και τη διαφοροποιούσε από κάθε άλλη διάλεκτο. Με τον όμορφο φιλοσοφημένο της λόγο, που έμοιαζε με κέντημα γραφής, κατέκτησε λαούς που λάτρεψαν τους λυρικούς μας ποιητές, τον Όμηρο, για παράδειγμα, τον Θουκυδίδη, φιλόσοφο και ιστορικό με σκέψεις και αντιλήψεις που μέχρι σήμερα μπορούν να αποτελούν δείγμα πολιτικής και στρατιωτικής ευστροφίας, τον Αριστοτέλη, που το ίδιο το αμερικάνικο κράτος ενστερνίστηκε τις αρχές του για τη διακυβέρνηση του έθνους και μάλιστα αισθάνθηκε την ανάγκη να πει ότι ήταν περήφανο γι’ αυτό, επειδή εξασφάλιζε μια ήρεμη περίοδο σε κάθε κυβέρνηση, χωρίς τον φόβο της ανατροπής απ’ τη Γερουσία, επειδή μπορεί να διαφωνούσε σε αποφάσεις του Προέδρου.
Θυμάμαι μια φιλόλογο στο Λύκειο, που επέμενε να μην καταργηθεί το γράμμα «ν» στο τέλος των λέξεων. Τότε της κάναμε άγαρμπη πλάκα, που την εξόργιζε: «Είστε ανόητα, παρασυρόμενα απ’ την ξενομανία, που κατακλύζει τα πάντα». «Το γράμμα ‘‘ν’’», εξηγούσε, «εγείρει στοιχεία του εγκεφάλου που σε κάνουν πιο έξυπνο. Δοκιμάστε να πείτε ‘‘ν’’, για παράδειγμα το άρθρο ‘‘την’’, και αισθανθείτε την αντήχηση μέχρι ψηλά το κεφάλι».
Τότε γινόταν πανζουρλισμός -άλλο που δεν ήθελε όλη η τάξη να την ακούει να νιαουρίζει ασταμάτητα-, προκαλώντας την οργή της. «Δεν είναι αστείο, είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο. Γελάτε, ε; Γελάτε όσο θέλετε, γι’ αυτό είστε βλακόμουτρα», μας έλεγε.
Τότε μπορεί να την πειράζαμε, όμως, όταν το ξανάκουσα ύστερα, από μια σπουδαία φιλόλογο, μετάνιωσα που τότε τη δική μου τη θεωρούσα ξινή και γεροντοκόρη. Ήταν απ’ αυτούς τους ανθρώπους των γραμμάτων που προσπαθούν πάση θυσία να κρατήσουν ζωντανή τη γλώσσα μας, εξακολουθώντας να γράφουν με την παλιά γραμματική και χρησιμοποιώντας όλα τα σημεία στίξης: Τη δασεία, την οξεία, την περισπωμένη, τ’ αποσιωπητικά, τα θαυμαστικά κι ό,τι κάνει όμορφη την ελληνική γραφή.
Ας προσπαθήσουμε να κρατήσουμε ό,τι πολυτιμότερο έχουμε. Τα ΜΜΕ, τα καταστήματα, τα περιοδικά, οι τίτλοι των τηλεπαιχνιδιών θα μπορούσαν ωραιότατα να ειπωθούν στα ελληνικά. Τι θα πει «pet shop»; Δηλαδή, το «κατάστημα μικρών ζώων» ακούγεται άσχημα;