ΑΥΤΑ, ΕΚΕΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΤΑ ΚΑΙ ΣΑΠΙΣΜΕΝΑ ΦΡΟΥΤΑ

Του
Μιχάλη Φιοράντε


Ήταν μικρούλης ο Αγρός
καί λίγα τά μαρούλια
καί οι Γραικοί καλούσαμε
μέ προσευχές τήν Πούλια
•••
διότι αυτή σάν θηλυκό
μπορούσε νά γεννήσει
μέ άντρα τόν Αυγερινό
φτάνει νά τήν πηδήσει.
•••
Τά καλοκαίρια χάνονταν
καί τίποτα πρός βρώση
κι η Πούλια αναστέναζε
χωρίς νά μάς γλιτώσει.
•••
Ψάχναμε τόν Αυγερινό
πού ήταν Ευρωπαίος
νά μάς συνδράμει «κλινικώς»
μέ φάρμακο τό πέος.
•••
Ήρθανε χρόνια δίσεκτα
σέ σπίτια καί χαγιάτια
πηγαίναμε σέ Εκκλησιές
μέ θολωμένα μάτια,
•••
τά δάκρυα αιθαλώσανε
τά οπτικά αγγεία
όσα κεριά ανάβαμε
στήν Μήτηρ Παναγία.
•••
Ξάφνου μιά νύχτα παγερή
είχαμε επισκέψεις
κάποια τσιράκια δολερά
μούρλια, νά τά λατρέψεις.
•••
Όλοι φορούσαν παπιγιόν
τά δέ μαλλιά, βαμμένα
καί οι ενταύθα ειδικοί
εσώρουχα… χεσμένα.
•••
Οι Βόρειοι γελούσανε
κι ανοίξανε τίς τσάντες
καί τούς ενταύθα Ειδικούς
τούς δέσαν μέ ιμάντες.
•••
Άνθισε τότε ο Αγρός
καί τά μαρούλια βγήκαν
μαζί τσουκνίδες δολερές
-ξέρετε, δέ, πού… μπήκαν;
•••
μπήκανε στά οπίσθια
ενός Λαού βλαμμένων
πού είδε σάν Παράδεισο
τήν μάστιγα τών Ξένων.
•••
Έκτοτε κρεμαστήκανε
έκ τών Γραικών χιλιάδες
ενώ στά Χορτογήπεδα
πλούτιζαν οι Ομάδες.
•••
Η Μοίρα πάντοτε χτυπά
κάθε μαλακισμένο
παίρνοντας σπίτι καί λεφτά
ώς δήθεν πεπρωμένο.
•••
Φεύγει τό γλυκοχάραμα
καί πάμε γιά Τραπέζι
εκεί πού κάθε Τράπεζα
μέ τόν καημό μας παίζει.
•••
Τώρα στήν άκρη τού γκρεμού
η Χώρα αυτή διαβάζει
τού Μακιαβέλι τά γραφτά
ενώ ο Βοριάς καλπάζει.
……………………………
Αν κάποια νύχτα, ή μέρα,
αρχίζουν νά μάς ταΐζουν
μέ σκουπίδια καί τσουκνίδες,
μήν απορήσετε. Πηγαίνετε
στό Βολευτήριο, ναί,
στό Βολευτήριο,
καί πείτε ένα μεγάλο
«ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ».


Σχολιάστε εδώ