Υπάρχει ουσία στην επίσκεψη Ερντογάν;

Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ


-Όταν σου δείχνουν το φεγγάρι, μην κοιτάς το δάχτυλο

Ήδη πριν από την άφιξη Ερντογάν στην Αθήνα εκφράζονταν επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα και τη στιγμή της πρόσκλησης. Μετά τη συνέντευξή του σε ελληνικό τηλεοπτικό σταθμό, οι επιφυλάξεις έγιναν έντονες απορίες και αναπτύχθηκαν αρνητικές κριτικές. Ο ξένος Τύπος ερμήνευε την επίσκεψη ως προσπάθεια της Ελλάδας να μεσολαβήσει για τη βελτίωση της σχέσης της Τουρκίας με την Ευρώπη, ενώ πολλοί άρχισαν να αναρωτιούνται γιατί.

Η τελευταία επίσκεψη τούρκου ανώτατου ηγέτη έγινε πριν από την ανεξαρτησία της Κύπρου και το πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης το 1955, που σηματοδότησε το τέλος της ελληνικής μειονότητας. Από τότε έχουν συμβεί πολλά: Η τουρκική εισβολή και κατοχή στη Βόρεια Κύπρο το 1974, οι συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, η αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και πιο πρόσφατα η εισροή προσφύγων προς την Ευρώπη, μέσω των ελληνικών νησιών. Η συνέντευξη που παραχώρησε ο τούρκος Πρόεδρος πριν την άφιξή του στη χώρα μας και η απάντηση του Πρ. Παυλόπουλου στο Προεδρικό Μέγαρο σηματοδότησαν μια συνάντηση με διπλωματικές αψιμαχίες μπροστά στην κάμερα. Άραγε, ήταν αυτό που προέβλεπαν οι οργανωτές της επίσκεψης;

Από την πλευρά των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι δύο κυβερνήσεις επικοινωνούν με πολιτισμένο τρόπο και προσπάθησαν να επιλύσουν το αδιέξοδο του Κυπριακού, χωρίς ωστόσο να το επιτύχουν. Ο Ερντογάν απέδωσε στην ελληνοκυπριακή πλευρά την αποτυχία, χωρίς να λάβει την κατάλληλη απάντηση από τον πρωθυπουργό, σε δύο μάλιστα περιπτώσεις.

Έχοντας υπόψη την πολιτική καταπίεσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του όλο και πιο αυταρχικού Ερντογάν, είναι έκπληξη η ενθάρρυνση του έλληνα πρωθυπουργού προς τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας να απευθύνει την πρόσκληση. Διότι είναι αυταπάτη να υποθέσουμε ότι ο Αλ. Τσίπρας πίστεψε ότι καλώντας τον Ερντογάν θα ενεργήσει ως μεσολαβητής μεταξύ Τουρκίας και Ευρώπης. Είναι προφανές ότι οι «μεγάλοι» διαθέτουν τα εργαλεία επιρροής προς την Τουρκία, όταν το θελήσουν.

Όμως είναι γεγονός πως υπάρχουν σημαντικά θέματα προς διευθέτηση μεταξύ των δύο χωρών: Το μέλλον της Κύπρου, το θέμα των προσφύγων και ιδιαίτερα η ενεργειακή ασφάλεια στη ζώνη μεταφοράς φυσικού αερίου από την Κύπρο στην Αλεξανδρούπολη. Επομένως, ίσως έπρεπε να συζητηθούν τα χρόνια ανοικτά θέματα και να υπάρξει πρόοδος σε πρακτικά ζητήματα, όπως τα σιδηροδρομικά και θαλάσσια δίκτυα. Ένας πρωθυπουργός όμως αφήνει τα δευτερεύοντα ζητήματα στους υπουργούς του, ενώ δεν επιδιώκει να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα στο υψηλότερο επίπεδο, χωρίς να έχουν επιλυθεί σε χαμηλότερο.

Είναι χαρακτηριστικό πως ο γερμανόφωνος Τύπος εστιάζει περισσότερο στη συνάντηση με τον έλληνα Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία διεξήχθη σε έντονο κλίμα για το ζήτημα επικαιροποίησης της Συνθήκης της Λωζάννης. Όμως η αποστομωτική απάντηση Παυλόπουλου είναι ορθή και με αυτήν συμφωνούν ΕΕ, Γερμανία και ΗΠΑ. Προς τι λοιπόν ο θόρυβος; Μήπως για την οικονομική υστέρηση της Θράκης και την εκλογή αρχιμουφτή; Ενδιαφέρον είναι επίσης πως ο Ερντογάν αναγκάστηκε να δηλώσει πως η Τουρκία δεν εγείρει διεκδικήσεις για γειτονικές χώρες. Δεν απάντησε όμως στο ερώτημα για τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ενώ δεν ρωτήθηκε για το καθεστώς Ίμβρου και Τενέδου. Τέλος, η είδηση είναι πως συμφωνήθηκε να προωθηθούν τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.

Το «Spiegel» συμπεραίνει ότι «η επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στον Αλέξη Τσίπρα σηματοδοτεί μια πρόοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στην κοινή συνέντευξη Τύπου οι δύο τους μίλησαν για την ανάγκη να χτιστούν γέφυρες. Διότι, παρά τις διαφορές τους, οι δύο χώρες έχουν ανάγκη η μία την άλλη».

Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να μιλάμε έντονα για πράγματα που δεν γίνονται (αναθεώρηση Συνθήκης) και να ξεχνάμε αυτά που είναι μπροστά μας (η ενεργειακή συνεργασία και το Κυπριακό);


Σχολιάστε εδώ