Η πραγματική διάσταση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και η επίσκεψη Ερντογάν

Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Οι δηλώσεις Ερντογάν στον ΣΚΑΪ, σε συνέντευξη προς τον Αλέξη Παπαχελά, έστειλαν εξαρχής το μήνυμα ότι ο Τούρκος Πρόεδρος είναι πιστός στον εαυτό του. Έκαναν επομένως μεγάλο λάθος όσοι πίστευαν ότι θα προέτασσε τη διπλωματική αβρότητα και θα επεδείκνυε αυτοσυγκράτηση στη διαδήλωση των γνωστών του θέσεων. Προσπάθησε, βεβαίως, να θέσει το θέμα όσο πιο κομψά μπορούσε. Μίλησε για «επικαιροποίηση» της Συνθήκης της Λωζάννης. Αυτό όμως δεν αλλάζει, προφανώς, την ουσία. Η Συνθήκη της Λωζάννης αναφέρεται πρωτίστως στον καθορισμό των συνόρων και κάθε συζήτησή της αφορά αναπόφευκτα τα σύνορα.

Ο Τούρκος Πρόεδρος γνωρίζει, βεβαίως, ότι τα μεγάλα θέματα, όπως οι αξιώσεις που προβάλλει στο Αιγαίο, δεν λύνονται με συναντήσεις κορυφής. Η Άγκυρα, ανεξαρτήτως ηγεσίας, είχε πάντα μακροπρόθεσμη πολιτική έναντι της Ελλάδος. Θέτει και προωθεί σταδιακά, βήμα βήμα, τις αξιώσεις της, επιδιώκοντας μικρές έστω Ελληνικές υποχωρήσεις κάθε φορά, οι οποίες αργότερα κεφαλαιοποιούνται και προβάλλονται και «πειστήρια» του «δικαίου» των Τουρκικών θέσεων.

Η στρατηγική αυτή δεν άλλαξε και όταν η κυβέρνηση Σημίτη ανέτρεψε, στη δεκαετία του ’90, τη διακομματική Ελληνική πολιτική σχετικά με την Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και την υποστήριξή της από την Ελλάδα. Συμμορφούμενος πλήρως προς τις Αμερικανικές υποδείξεις, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης εξήγγειλε την άνευ όρων υποστήριξη της εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υποστηρίζοντας ότι η διαδικασία εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας και τα κριτήρια για την ένταξή της θα έλυναν αυτομάτως και τα Ελληνο-Τουρκικά προβλήματα, τα οποία από διμερή θα γίνονταν Ευρω-Τουρκικά.

Τι έγινε από τότε είναι γνωστό. Η Τουρκία εισέπραξε την Ελληνική στήριξη αλλά διετήρησε πλήρως παραλλήλως τις γνωστές διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδος. Στη συνέχεια, μάλιστα, τις κλιμάκωσε επί τα χείρω. Η Τουρκία του Ερντογάν δεν καίγεται σήμερα για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιδιώκει ένα άλλο όραμα: Τη μετατροπή της Τουρκίας σε ισχυρή Μουσουλμανική δύναμη, η οποία θα είναι ανεξάρτητος συνομιλητής και σ’ έναν βαθμό στρατηγικός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ενδιαφέρεται γι’ αυτό ιδιαίτερα για τις σχέσεις της με την Ευρώπη. Προς αυτήν κατευθύνεται ο κύριος όγκος των εξαγωγών της, λόγω της γεωγραφικής γειτονίας και του γεγονότος ότι η Ευρώπη αντιπροσωπεύει μια τεράστια και πλούσια αγορά. Βοηθά όμως σ’ αυτό ιδιαίτερα η υπάρχουσα Τελωνειακή Ένωση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Τουρκίας, η οποία καθιστά προνομιακή την πρόσβαση της τελευταίας, λόγω της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της. Η ανταγωνιστικότητά της συνδέεται, κατά πρώτο λόγο, με το χαμηλότερο, σε σχέση με την Ευρώπη, βιοτικό επίπεδο. Κατά δεύτερο λόγο, με τον σημαντικό εκσυγχρονισμό που έχει επιτύχει η Τουρκία, κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Κατά τρίτο λόγο, με τη νομισματική ευελιξία που παρέχει το εθνικό νόμισμα, σε σχέση με το ευρώ, και η οποία ευνοεί τις τουρκικές εξαγωγές.

Η Άγκυρα διεκδικεί από την Ευρώπη την αναβάθμιση και ενίσχυση της Τελωνειακής Ενώσεως, η οποία θα μεγάλωνε τα εξαγωγικά πλεονεκτήματα της Άγκυρας. Αντίβαρο για την Ευρώπη θα ήταν το μεγαλύτερο άνοιγμα της Τουρκικής αγοράς στα Ευρωπαϊκά προϊόντα και στις Ευρωπαϊκές επενδύσεις.

Η Τουρκία διεκδικεί επίσης την άρση της βίζας για τους Τούρκους υπηκόους. Το αίτημα αυτό το προβάλλει σε συνδυασμό με τις διαπραγματεύσεις για τον έλεγχο της παράνομης μεταναστεύσεως προς την Ευρώπη. Και οι δύο αυτές Τουρκικές επιδιώξεις ενδιαφέρουν άμεσα την Ελλάδα, η οποία ως γειτονική χώρα θα υποστεί πρώτη τις επιπτώσεις από μια ενδεχόμενη αποδοχή και εφαρμογή τους.

Οι σχέσεις όμως της Τουρκίας με την Ευρώπη, όσο και με τις ΗΠΑ, διέρχονται σήμερα μεγάλη κρίση. Αιτία είναι τα γνωστά προβλήματα που δημιουργεί η Ισλαμιστική στροφή του Ερντογάν και η όλη διεθνής και εσωτερική πολιτική του. Η μεγάλη περιπλοκή στη Μέση Ανατολή, που επιβαρύνεται τώρα και από την εξαγγελία Τραμπ για την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και μεταφορά εκεί της Αμερικανικής Πρεσβείας από το Τελ Αβίβ, θα συνεχισθεί και θα επιδεινωθεί. Στο πλαίσιο αυτό, οι σχέσεις της Άγκυρας με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ θα δοκιμασθούν, κατά πάσα λογική εκτίμηση, από μεγαλύτερη ακόμη ένταση. Τι διπλωματικό παιχνίδι παίζει, στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα;

Η θέση της ενισχύθηκε αναμφισβήτητα στο θέμα των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και του γενικότερου γεωπολιτικού της ρόλου στην περιοχή, σε συνδυασμό με την Κύπρο. Οι περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο είναι ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο. Η νέα ένταση όμως για την Ιερουσαλήμ ενδέχεται να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στην όλη ενεργειακή συνεργασία στην περιοχή.

Η υπογραφή, επίσης, στην Κύπρο, Μνημονίου Συναντιλήψεως μεταξύ Ελλάδος – Κύπρου – Ισραήλ και Ιταλίας για τον αγωγό φυσικού αερίου East Med προς την Ευρώπη είναι ένα μεγάλο βήμα προς την υλοποίηση ενός έργου που έχει τεράστια στρατηγική σημασία για την Ελλάδα και την Κύπρο.

Τι θα γινόταν όμως αν οι προτρέχοντες για δήθεν «λύση» του Κυπριακού έκαναν δώρο στον Ερντογάν μια «λύση» που θα μετέτρεπε την Κύπρο σε Τουρκικό προτεκτοράτο και θα οδηγούσε σε γεωπολιτική έξωση της Ελλάδος από την Ανατολική Μεσόγειο; Οι σκέψεις αυτές πρέπει να οδηγούν τους συνομιλητές του Ερντογάν και σήμερα και αύριο. Οι τελευταίοι δέχονται εισηγήσεις και υποβολές ότι η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα είναι «μεγάλη ευκαιρία» για την προετοιμασία της «λύσεως» του Κυπριακού μετά τις Προεδρικές εκλογές του προσεχούς Φεβρουαρίου. Πάνω σε ποια βάση; Προφανώς πάνω στη βάση του λεγομένου «πλαισίου Γκουτιέρες» και των συζητήσεων της Πενταμερούς Διασκέψεως του Κραν Μοντανά.

Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν ολέθρια. Θα έδινε στον Ερντογάν μια ανέλπιστα εύκολη και μεγάλη νίκη και το μοχλό για να ανατρέψει πλήρως τις στρατηγικές συμμαχίες και θέσεις της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο. Για να δρομολογήσει επίσης τον αφανισμό του Κυπριακού Ελληνισμού.

Η κατευναστική πολιτική δεν αντιμετωπίζει τα πραγματικά προβλήματα. Αντιθέτως, τα επιδεινώνει και υποσκάπτει την επιβαλλόμενη εγρήγορση και κινητοποίηση για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους. Τα πραγματικά προβλήματα είναι η προϊούσα ανατροπή των ισορροπιών με την Τουρκία στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, στην οικονομία, στη βιομηχανία, στην τεχνολογία, στη δημογραφία.

Η Ελλάδα χρειάζεται μια πραγματική επανάσταση, που θα δώσει απάντηση σ’ όλους αυτούς τους τομείς και θα αναπτύξει νέες ισορροπίες. Δεν χρειάζεται πολιτικές και ανοχές που αποδυναμώνουν την εθνική θέληση και ενότητα και την εθνική συνοχή.


Σχολιάστε εδώ