Πίσω στο πρώτο εξάμηνο του 2015
Υπό
JOHN GALT
Όπως μου υπενθύμισε νομομαθής αμερικανός φίλος, τον Φεβρουάριο του 2014, η Γερουσία, με υπογραφή του Προέδρου Ομπάμα, πέρασε νόμο που υποχρέωνε τον Πρόεδρο να ενημερώνει την Γερουσία τριάντα ημέρες πριν την ανταλλαγή αιχμαλώτων μεταξύ ΗΠΑ και άλλης χώρας. Τον Μάιο του ιδίου έτους ο Πρόεδρος Ομπάμα επιχείρησε να ανταλλάξει πέντε Ταλιμπάν με έναν αμερικανό κρατούμενο. Η ενημέρωση όμως, δυστυχώς για τον Πρόεδρο, έγινε μία μόλις ημέρα πριν την ανταλλαγή. Η Γερουσία σταμάτησε την ανταλλαγή και για να εξασφαλιστεί η αξιοπιστία του νομικού συστήματος της χώρας η ανταλλαγή πραγματοποιήθηκε τελικά ακριβώς έπειτα από τριάντα ημέρες. Η αξιοπιστία της νομιμότητας και ο ευτελισμός της Γερουσίας προστατεύθηκαν. Όπως μου υπογράμμισε ο φίλος: «Δεν ήταν λάθος ο νόμος, δεν ήταν ούτε η χρονική περίοδος προς ενημέρωση της Γερουσίας σπουδαίο γεγονός, το θέμα ήταν ότι υπάρχουν πάντοτε νόμοι που στερούνται προϋποθέσεων επιβολής». Και τέτοια λάθη μπορούν να γίνουν και να διορθωθούν. Αρκεί η εκτελεστική εξουσία να σέβεται τη νομοθετική και τη δικαστική όσον αφορά την ανεξαρτησία τους.
Πίσω στον χρόνο τώρα, βρισκόμαστε στο πρώτο εξάμηνο του 2015. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελική διατύπωση του κειμένου που θα αποτελέσει τη συμφωνία διαχείρισης της εξόδου από το τότε Μνημόνιο. Η επιστολή Χαρδούβελη και η άτυπη πρόταση συμφωνίας των «θεσμών» προς τον τότε, νέο, υπουργό Οικονομικών Βαρουφάκη, γνωστή και ως πρόταση Declan Costello, αποτελούσε ένα νομικό κείμενο υποχρεώσεων και τυπικών δεσμεύσεων κανόνων δικαίου, στερούμενο προϋποθέσεων επιβολής. Αυτό που μας ζητούσαν ήταν να αποδεχτούμε τους γενικούς όρους του κειμένου, με σεβασμό από την πλευρά τους προς την εθνική μας κυριαρχία.
Χωρίς πρόθεση να ερμηνεύσουμε την Ιστορία, η χώρα βρέθηκε σε πιστωτικό αδιέξοδο, απειλήθηκε με έξοδο από τη ζώνη του ευρώ και αντί να δεχτεί τη συμφωνία, η οποία -υπενθυμίζουμε- στερείτο προϋποθέσεων επιβολής (όπως, για παράδειγμα, αν δεν αλλάξει ο συνδικαλιστικός νόμος, δεν υπάρχει συνέχιση της χρηματοδότησης), πέρασε στην υποχρεωτική νομοθέτηση των συμπεφωνημένων, με το κερασάκι της χρηματοδότησης των 85 δισ. του νέου Μνημονίου.
Η ζωή συνεχίστηκε και σήμερα η κυβέρνηση δεσμεύτηκε (Staff Level Agreement 2017) να νομοθετήσει τα τελευταία προαπαιτούμενα. Ένα λαϊκό ρητό λέει «είπα-ξείπα…». Δηλαδή, τι; Μπορούμε να υπογράφουμε Μνημόνια; Μπορούμε να ψηφίζουμε νόμους; Μπορούμε να δεσμευόμαστε ότι θα εφαρμόσουμε όλα αυτά, ακόμη, για παράδειγμα, και το 2019 και το 2020, και τελικά να μην τα εφαρμόσουμε στην πράξη; Κι αν όλα αυτά ισχύουν, τι μας εμποδίζει να αλλάξουμε πάλι τους νόμους, να τα πάρουμε όλα πίσω και ταυτόχρονα να θριαμβολογούμε ότι βγήκαμε από τα Μνημόνια και τώρα πλέον οι αγορές περιμένουν να χρηματοδοτήσουν με ευρώ τις ελλειμματικές μας δαπάνες; Μαζί τα φάγαμε, μαζί και δεν θα τα πληρώσουμε στους κουτόφραγκους.
Η συμβουλή του νομομαθούς φίλου στο αγγλοσαξονικό δίκαιο ήταν σαφής. Να δεις πως η όποια πρόταση αποδοχής της ολοκλήρωσης του Μνημονίου θα έχει ρήτρες επιβολής.
Δηλαδή, τι; Σε αντίθεση με την προηγουμένη συμφωνία (Χαρδούβελη), που ήταν καθαρή και χωρίς δεσμεύσεις για πιθανές αναπροσαρμογές από τις μελλοντικές κυβερνήσεις, οι ρήτρες επιβολής της νέας συμφωνίας θα μας δεσμεύουν εσαεί σε νόμους που προέκυψαν από το σύνολο των Μνημονίων. Οι μελλοντικές κυβερνήσεις θα δεσμευτούν να διατηρήσουμε τη νέα θεσμική πραγματικότητα. Τη νέα ευρωζωνική πραγματικότητα.
«Μας πώς είναι δυνατόν;», αναρωτήθηκα στον συνομιλητή μου. Δεν φτάνει η δημοσιονομική πειθαρχία που μας δεσμεύει με ποσοστό πλεονάσματος και κόφτη για αρκετά χρόνια στο μέλλον; Σε τελική ανάλυση, ποιο νόημα έχουν όλα όσα διαπραγματευόμασταν όλα αυτά τα χρόνια; Και πώς προσδιορίζεται η εθνική μας ακεραιότητα και ανεξαρτησία;
Απλά με το γεγονός ότι με τα συγκεκριμένα πλεονάσματα και με την υφεσιακή ατμόσφαιρα που εισάγεται στην οικονομία το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο. Δεν χρειάζεται να το αμφισβητήσουμε, τη στιγμή που το σύνολο των πολιτικών κομμάτων της χώρας διακηρύττει ακριβώς το ίδιο, το επιβεβαιώνει το ΔΝΤ και οι αγορές επιδιώκουν νέα ρύθμιση του χρέους. Έχουμε συμφωνήσει σε αναμόρφωση, έχουν δεχτεί χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις, έχουν συζητήσει ακόμη και τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από 3,5% σε κάτι μικρότερο. Όλοι γνωρίζουν ότι αν διατηρηθούν οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις, οι αλλαγές στο χρέος και η μείωση του πλεονάσματος εξασφαλίζουν βιωσιμότητα.
Ποιο είναι όμως το επιχείρημα όλων αυτών, αρχίζοντας από το ΔΝΤ; Για να έχουμε ανάπτυξη πρέπει να έχουμε και να εφαρμόζουμε διαρκώς όλο και σημαντικότερες διαρθρωτικές αλλαγές προς την ελεύθερη οικονομία, χωρίς την επομένη να τις απορρίπτουμε και να τις καταργούμε στην πράξη. Χωρίς ελεύθερες αγορές, επιλεκτικά ρυθμιζόμενες εκεί και όταν πρέπει, ανάπτυξη και αποπληρωμή χρέους δεν υφίσταται. Μια σοσιαλιστικής απόχρωσης οικονομία δεν μπορεί να επιβιώσει στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της Ευρωζώνης.
Άρα, τι μέλλει γενέσθαι; Μια τελική συμφωνία αρχών ως προς την αναδιάρθρωση και τη μεσεγγύηση της Ευρωζώνης για την αποπληρωμή του χρέους και μια δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για τήρηση των συμπεφωνημένων, όπως νομικά και θεσμικά έχουν διατυπωθεί από τις αποφάσεις του Κοινοβουλίου. Και για πόσο καιρό θα ισχύει αυτό; Μέχρι τον επόμενο αιώνα;
Ήταν η στιγμή που άκουγα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αναφέρεται στη Συνθήκη της Λωζάννης. Κρατάει 95 χρόνια, είπε, και σύμφωνα με τους καθηγητές της νομικής δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν τροποποιήσεις, ούτε καν διευκρινήσεις. Δεν μπορούσα να αντιπροτείνω τίποτα στον συνομιλητή μου, όταν ευφυώς αναφώνησε: «Να η λύση. Μια νέα συμφωνία τύπου Λωζάννης για τις θεσμικές αλλαγές που θα εξασφαλίζουν τους δανειστές».
Η ρήτρα επιβολής θα είναι απλή. Εμείς τη βιωσιμότητα και εσείς τη διασφάλιση των διαρθρωτικών αλλαγών. Τότε θα είναι που και η τακτική «είπα-ξείπα» θα έχει τελειώσει μια για πάντα, προς σωτηρία της χώρας.