Η απειλή της δημογραφικής έκρηξης
Των
Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
και
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Υποψ. Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η μείωση της γονιμότητας αποτελούν, χωρίς καμιά αμφιβολία, τις σημαντικότερες εξελίξεις στην ιστορία των πληθυσμών. Ειδικότερα για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα αποτελεί την περίοδο κατά την οποία το προσδόκιμο ζωής έφτασε σε πρωτόγνωρα υψηλά επίπεδα (79 έτη για τους άνδρες και 84 έτη για τις γυναίκες). Αντίθετα, η γονιμότητα, έπειτα από μια σύντομη περίοδο ανάκαμψης, παρουσίασε απότομη μείωση, η οποία συνοδεύτηκε από μια τάση σταθεροποίησης σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, τα οποία θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είχαν παρατηρηθεί ποτέ στη μακροχρόνια ιστορία του παγκόσμιου πληθυσμού (1,5 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας).
Οι δύο αυτές μεταβολές (προσδόκιμο ζωής και δείκτης γονιμότητας) οδήγησαν και οδηγούν αναπόφευκτα, μέχρι το 2050, στη διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης, δηλαδή στην αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων στον συνολικό πληθυσμό, σε βαθμό που να απειλείται κατά τα επόμενα 30 χρόνια δημογραφική έκρηξη στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με άλλα λόγια, αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η προβλεπόμενη γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με τις κοινωνικοοικονομικές της επιπτώσεις, αποτελεί σήμερα το σοβαρότερο δομικό πρόβλημα της χώρας μας και της Ευρώπης.
Πράγματι, μελετώντας, για παράδειγμα, τα ιστορικά στοιχεία του δείκτη γονιμότητας στην Ελλάδα, διαπιστώνουμε ότι την περίοδο 1960-1981 είχε μέση τιμή ίση με 2,3 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας, την περίοδο 1982-1988 είχε μέση τιμή ίση με 1,5 παιδιά, την περίοδο 1989-1999 είχε μέση τιμή ίση με 1,2 παιδιά, την περίοδο 2000-2009 είχε μέση τιμή ίση με 1,5 παιδιά και την περίοδο 2010-2017 έχει μέση τιμή ίση με 1,2 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η οικονομική κρίση και ύφεση, το παρατεταμένο υψηλό επίπεδο της ανεργίας, η επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, το χαμηλό εισόδημα, η διεύρυνση του ελλείμματος των κοινωνικών και εκπαιδευτικών υποδομών, η καθίζηση του κράτους-πρόνοιας, κ.λπ., στη χώρα μας, ανέκοψαν, κατά βάση, την αυξητική τάση του δείκτη γονιμότητας.
Έτσι, από τη στιγμή που, λόγω της χαμηλής γονιμότητας, η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από μια αντίστοιχη μεταβολή στις νεαρές και τις ενδιάμεσες ηλικίες (δηλαδή, ουσιαστικά, από μια αύξηση του συνολικού πληθυσμού), η περαιτέρω διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης και η επίδρασή της στο μέλλον σε χαμηλούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ καθίστανται αναπόφευκτες.
Στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής των δυσμενών πληθυσμιακών εξελίξεων (ταυτόχρονες πιέσεις από την κορυφή και τη βάση της ηλικιακής πυραμίδας), διαπιστώνουμε ότι το 2016 μειώθηκε ο πληθυσμός στην Ελλάδα κατά 26.000 άτομα (2,5%) καθώς και ο πληθυσμός των παραγωγικών ηλικιών κατά 80.000 άτομα. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τις πρόσφατες (Eurostat – Ιούλιος 2017) προβολές του πληθυσμού στα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαπιστώνεται ότι ο πληθυσμός στην Ελλάδα από 10,8 εκατ. άτομα το 2015 θα μειωθεί σε 8,3 εκατ. άτομα το 2060 και σε 7,2 εκατ. άτομα το 2080. Πιο συγκεκριμένα, στην κατεύθυνση αυτή, ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών) εκτιμάται σε 4,450 εκατ. άτομα το 2060 και σε 3,926 εκατ. άτομα το 2080, από 6,9 εκατ. άτομα σήμερα.
Διάγραμμα: Ηλικιακή Πυραμίδα Ελλάδας 2001
Ο πληθυσμός άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 2,920 εκατ. άτομα το 2060 και σε 2,430 εκατ. άτομα το 2080, από 2,3 εκατ. άτομα σήμερα. Τέλος, ο παιδικός πληθυσμός (0-14 ετών) εκτιμάται σε 923,8 χιλιάδες άτομα το 2060 και σε 907,1 χιλιάδες άτομα το 2080, από 1,6 εκατ. άτομα σήμερα. Οι δυσμενείς αυτές δημογραφικές προοπτικές στην Ελλάδα, σε συνδυασμό και με τη διεθνή και ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα, συνηγορούν στη μείωση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας καθώς και στους χαμηλούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ, εξαιτίας της εξάλειψης της δημογραφικής ώθησης (demographic tailwind) που δίνει στις οικονομίες ο μεγάλος πληθυσμός ατόμων νεαρής ηλικίας, που είναι στην κορύφωση της παραγωγικότητάς τους. Με άλλα λόγια, αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η προβλεπόμενη γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με τις κοινωνικοοικονομικές της επιπτώσεις, αποτελεί σήμερα το σοβαρότερο δομικό πρόβλημα της χώρας μας και της Ευρώπης.
Παράλληλα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με τις ίδιες προβολές του πληθυσμού (Eurostat, Ιούλιος 2017) των κρατών-μελών, διαπιστώνεται η διαμόρφωση μιας Ευρώπης των δύο πληθυσμιακών ταχυτήτων, με την έννοια της μείωσης του πληθυσμού των χωρών της Ανατολικής και Μεσογειακής Ευρώπης και της αύξησης του πληθυσμού (εκτός της Γερμανίας, η οποία προβλέπεται το 2080 να έχει πληθυσμό 77,8 εκατ. άτομα από 81,2 εκατ. άτομα το 2015, λόγω του υψηλού επιπέδου υπογεννητικότητας και αύξησης της γήρανσης του πληθυσμού) των κρατών-μελών της «παλαιάς» Ευρώπης. Τα δεδομένα αυτά οδηγούν, αντικειμενικά, στην αναγκαιότητα σχεδιασμού και υλοποίησης μιας νέας (ολιστικής), ολοκληρωμένης και μακρόπνοης κοινωνικοοικονομικής και δημογραφικής πολιτικής.
Στην κατεύθυνση αυτής της εθνικής και ευρωπαϊκής, κατά βάση, πρόκλησης, αναδεικνύεται, σε επίπεδο σχεδιασμού, υλοποίησης και χρηματοδότησης, η ανάληψη ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Εθνικά Κοινοβούλια, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιστημονικοί και κοινωνικοί φορείς κ.λπ.) προκειμένου να αποτραπούν οι δυσμενείς δημογραφικές και πληθυσμιακές εξελίξεις (μείωση των γεννήσεων) και ως εκ τούτου ο πληθυσμός να καταστεί κινητήρια δύναμη και όχι τροχοπέδη και απειλή της αναπτυξιακής διαδικασίας στην Ελλάδα και την Ευρώπη.