Ένα ποτήρι λεμονάδα…
Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Χτύπησε το κουδούνι δυνατά, δύο φορές, λες και ήμουνα κουφός και δεν το άκουσα με την πρώτη, κι ύστερα, υποβασταζόμενος, κούτσα κούτσα, στο μπαστούνι, πήγα και άνοιξα την πόρτα. Ήταν ένα «μικρό το δέμας» θηλυκό, που έδειξε απογοητευμένο μόλις με είδε. Κύριος οίδε ποιον μουσκουλόζο περίμενε να της ανοίξει. Στα χέρια της κρατούσε ένα δέμα, μια σακούλα πολυτελείας, που μου υπέδειξε πολύ ευγενικά «να προσέξω να μη σπάσει το μπουκάλι που είχε μέσα…». Ευχαρίστησα και έκλεισα την πόρτα. Το γεμάτο σκαλιστά στολίσματα και φιοριτούρες γυάλινο μπουκάλι απλά συμβόλιζε την ευγένεια ψυχής του αποστολέα. Μέσα του υπήρχε μια φρέσκια, σπιτικιά λεμονάδα, όλο δροσιά και άρωμα.
Κοίταζα επίμονα το μπουκάλι, όταν από μέσα του ξεπήδησε ένα καλοντυμένο παιδάκι, ένα παιδάκι μιας άλλης εποχής, που αν πίστευα στα φαντάσματα, θα έλεγα πως ήμουνα κάποτε εγώ. Ασυναίσθητα κοίταξα το μανίκι του πουλόβερ που φορούσα. Είχαν φύγει κάτι πόντοι και είχε μια τρύπα να. Ησύχασα. Άρα δεν ήμουνα εγώ το καλοντυμένο το παιδάκι μιας άλλης εποχής. Εκείνο το παιδί πήγαινε με τον παππού στην αγορά για ψώνια. Κοντά του φαντάστηκα και τον παππού, ντυμένο με την άσπρη καλοκαιρινή του σετακρούτα, να παίρνει το παιδί από το χέρι, να πηγαίνουν να τελειώσουν τις δουλειές τους. Θυμήθηκα πως σαν σήμερα έκλειναν τα σχολεία για τις θερινές τους διακοπές και πως έπρεπε να πάρω τους βαθμούς του εξαμήνου. Γι’ αυτό η μαμά μου φώναζε να βάλω τα καλά μου. Έβαλα το σακάκι μου το σπορ με τη θαλασσιά μου τη γραβάτα, που είχα μόλις ράψει για τον γάμο μιας ξαδέλφης της μαμάς, έβαλα το κοντό μου πανταλονάκι και το ψαθάκι μου για τον ήλιο. Ήμουν σωστός μπρούκλης.
Εδώ θυμήθηκα πως παλιά, όταν οι άνθρωποι πεινούσαν, γύρω στις 10 το πρωί, και δεν έβρισκαν τίποτα πρόχειρο να σαβουρώσουν, βόλευαν την πείνα τους με κανένα κουλούρι, μιας και οι φούρνοι τότε έβγαζαν μεγάλη ποικιλία από πολύ νόστιμα κουλούρια. Πλάι τους έβγαζαν κάτι μικρά ψωμάκια, σαν τα ψωμάκια του σάντουιτς, που τα έλεγαν σιμίτια. Έβγαζαν κουλούρια χοντρά, τα Σμυρναίικα, ζυμωμένα με μπόλικο ζυμάρι. Και άλλα μεγάλα και λεπτά, τα Θεσσαλονικιώτικα, ολόιδια με αυτά που κυκλοφορούνε σήμερα. Υπήρχαν και κάτι τσουρεκοειδή πασπαλισμένα από πάνω με ζάχαρη, που τα έλεγαν… τσουρέκια, που προβλημάτιζαν τον πελάτη τι να αγοράσει. Σημειωτέον πως, για τους παραλήδες, το κατάστημα διέθετε και τυρί. Ήταν μια αραχνοΰφαντη φέτα κεφαλοτύρι, που έκανε θεσπέσιο ζευγάρωμα με το κουλούρι. Αυτό το κατιτίς, που τσίμπαγες εμβόλιμα, το έλεγαν κολατσιό ή -επί το ευπρεπέστερον- δεκατιανό, στη δε Σμύρνη το έλεγαν κεντηνό και τα κουλούρια τα έλεγαν γιουβρέκια. Και καθόταν κάπου, σ’ ένα πέρασμα ο κουλουράς με την καλαθούνα του και περίμενε να βγάλει μεροκάματο από το φραγκάκι του πεινασμένου.
Το φθινοπωρινό κρύο έχει αρχίσει και κάνει τα δικά του και το καλοντυμένο παιδάκι μιας άλλης εποχής, κοιτώντας πότε το μπουκάλι με τη φρέσκια λεμονάδα, που κάτι του θυμίζει, και πότε τον αξύριστο γέρο, που δεν θέλει τίποτα να του θυμίζει, φέρνει αβίαστα στο μυαλό του σκηνές από το παρελθόν, τότε που πήγαιναν με τον παππού στο τυράδικο κι αγόραζαν τουλουμοτύρι. Τις ίδιες απαράλλακτες σκηνές βλέπει κι ο παππούλης, που τώρα, καθώς πίνει και αυτός από την ίδια λεμονάδα, έχουν γίνει μια παρέα. Μια παρέα που θυμάται…
Θυμάται το μικρό, αλλά το τόσο «μεγάλο» μαγαζί, εκεί, στη στοά Δημοσίων Υπαλλήλων, με την ακαταλαβίστικη για τον μικρό επιγραφή «Ο Μερακλής»… Θυμάται τον έναν και μεγαλοπρεπή, στημένο μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού, με το μυστρί στο χέρι, να ανοίγει με μαεστρία τυρόπιτες καυτές και να τις γεμίζει με ζάχαρη άχνη για τους γλυκάκηδες. Θυμάται και τον άλλον, τον κοντούλη, πίσω από τον πάγκο, να εισπράττει ή να τυλίγει τυρόπιτες στο χαρτί με ταχύτητα μηχανής. Θυμάται τους πελάτες που επιλέξανε τον «Μερακλή» για το κολατσιό τους, ρίχνοντας στη λήθη το κυρίαρχο κουλούρι με το σουσάμι. Θυμάται τις ουρές που σχημάτιζαν μπροστά στο μαγαζί οι πελάτες και πόσο δύσκολη γινόταν η κυκλοφορία στη στοά απ’ όσους μασούλαγαν την τυρόπιτα που έκαιγε. Θυμάται, και δεν ξεχνιέται ποτέ μα ποτέ, τη λεμονάδα που έφτιαχνε ο ίδιος ο «Μερακλής» και την πούλαγε από εκείνο το ψηλό, μεταλλικό, κυλινδρικό κουτί, σερβίροντάς την με την κουτάλα της φασολάδας.
Ήταν η ίδια αυτή η λεμονάδα, που, φτιαγμένη από την «κόρη» του «Μερακλή», τη «Νεκτάρ», ήπιανε σήμερα παρέα το καλοντυμένο παιδάκι μιας άλλης εποχής με τον αξύριστο τον γέρο, με το τριμμένο το πουλόβερ. Η θύμηση ευχαριστεί…