Αναγκαία η εθνική συναίνεση
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Εξωτερικοί και εσωτερικοί προβληματισμοί
Oι παρούσες συγκυρίες σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο χαρακτηρίζονται από πολιτική ρευστότητα, ιδεολογική σύγχυση και ασάφεια. Η παγκοσμιοποίηση, που ακολούθησε την κατάρρευση των κομμουνιστικών συστημάτων διακυβέρνησης στην ΕΣΣΔ και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αντί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη βεβαιότητα και προβλεψιμότητα στη συνεργασία μεταξύ των κρατών, παρήγαγε αντίθετα αποτελέσματα. Οι περιφερειακές συγκρούσεις αυξήθηκαν, όπως και οι ανταγωνισμοί, σε γεωγραφικές περιοχές κυριότατα στη Μ. Ανατολή, όπως και σε Ασία, Αφρική και εν μέρει στη Λατινική Αμερική.
Οι επιπτώσεις σοβαρές και ποικίλες. Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη και ειδικότερα τις χώρες της ΕΕ, τα κυριότερα προβλήματα, εκτός ασφαλώς της οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της, εντοπίζονται στο Προσφυγικό και την παράνομη μετανάστευση. Η Ελλάδα, που επηρεάζεται άμεσα από αμφότερα, αντιμετωπίζει επιπλέον και εθνικά προβλήματα, όπως το Κυπριακό, οι τουρκικές προκλήσεις, το θέμα της διαφοράς για την ονομασία της ΠΓΔΜ αλλά και την προβληματική συμπεριφορά των Τιράνων σε μια σειρά θεμάτων που άπτονται των ελληνοαλβανικών σχέσεων, που αντί να βελτιώνονται, υποτροπιάζουν. Τα προβλήματα που έχουν διεθνή διάσταση -σε οποιαδήποτε μορφή- θα ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπισθούν σε εθνική μόνο βάση. Η διεθνής συνεργασία είναι απαραίτητη και επιτακτική.
Το πλέον αρμόδιο και φερέγγυο διεθνές όργανο συλλογικής αντιμετώπισης των διεθνών προκλήσεων είναι ασφαλώς ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και σε περιφερειακό επίπεδο η ΕΕ. Η ΕΕ, όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα, παρουσιάζει σοβαρά ελλείμματα στη λειτουργία των θεσμικών της οργάνων και προβληματίζει για την περαιτέρω πορεία της. Απτή απόδειξη απώλειας της αξιοπιστίας της αποτελεί η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, οι συνέπειες της οποίας δεν έχουν γίνει ακόμη αισθητές.
Το ΒREXIT όπως και η διάχυτη απογοήτευση των ευρωπαίων πολιτών ώθησαν τον πρόεδρο της Επιτροπής κ. Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ να προτείνει την έναρξη, αρχές 2018, διαλόγου για θεσμικές αλλαγές, που συνίστανται, μεταξύ άλλων, στη θέσπιση θέσης υπουργού Οικονομικών για τις χώρες της Ευρωζώνης και τη σύνταξη κοινού προϋπολογισμού, αναδιανεμητικού χαρακτήρα. Οι προτάσεις του κ. Γιούνκερ έτυχαν της άμεσης υποστήριξης του γάλλου Προέδρου, όχι όμως και της καγκελαρίου κ. Μέρκελ, η οποία τηρεί επιφυλακτική στάση. Προφανώς το Βερολίνο δεν θα ήθελε να απολέσει την πλεονεκτική και de facto ηγετική θέση στην Ευρωζώνη, όπου ουσιαστικά κυριαρχεί. Αλλά και η πολιτική κατάσταση στη Γερμανία είναι ακόμη συγκεχυμένη. Δύο σχεδόν μήνες μετά τη διεξαγωγή των τελευταίων ομοσπονδιακών βουλευτικών εκλογών δεν έχει σχηματισθεί ακόμα κυβέρνηση, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα αποτελείται από τρία ή και τέσσερα κόμματα συντηρητικών -με εξαίρεση το κόμμα των Πρασίνων- θέσεων. Το μόνο, μέχρι στιγμής, βέβαιο είναι η αποχώρηση από το υπουργείο Οικονομικών του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αρχιτέκτονα της πολιτικής λιτότητας που επιβλήθηκε στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου και επαχθέστερα στην Ελλάδα. Τουλάχιστον η πολιτική Σόιμπλε ήταν προβλέψιμη…
Αντίστοιχα θολή είναι και η πολιτική εικόνα στις δύο άλλες μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης, Ιταλία και Ισπανία. Στην Ιταλία πολύ πιθανό να διεξαχθούν πρόωρες εκλογές εντός του πρώτου εξαμήνου του επόμενου έτους, με το κυριότερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, και το επανερχόμενο κόμμα του Μπερλουσκόνι «Forza Italia» να απειλούν με διεξαγωγή δημοψηφίσματος για Italexit. Στην Ισπανία η κατάσταση είναι πλέον συγκεχυμένη. Ποια θα είναι η εξέλιξη του καταλονικού ζητήματος; Είναι διατεθειμένος ο Ραχόι για έναν διάλογο και έντιμο συμβιβασμό με τους Καταλανούς, που και αυτοί με τη σειρά τους βρίσκονται σε απομόνωση;
Οι ευρύτερες διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις επιδρούν και επί των εσωτερικών και εθνικών μας θεμάτων, που άλλα είναι χρόνια και άλλα τρέχοντα. Η αναγγελθείσα επίσημη επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας της Τουρκίας κ. Ταγίπ Ερντογάν, τέλη Νοεμβρίου-αρχές Δεκεμβρίου, έτυχε επιδοκιμασιών αλλά και επικρίσεων. Προβληματίζει τι θα αποφέρει αυτή η ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής, όταν η Τουρκία επιδεικνύει σταθερά επιθετική πολιτική και ελάχιστη διάθεση σεβασμού του διεθνούς δικαίου και των αρχών καλής γειτονίας; Παρασκευή 10 και Σάββατο 11 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης η προγραμματισμένη ελληνοαλβανική συνάντηση σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών. Σύμφωνα με το ανακοινωθέν του υπουργείου Εξωτερικών και τις δηλώσεις του υπουργού κ. Νίκου Κοτζιά οι συνομιλίες διεξήχθησαν σε καλό κλίμα και αποφασίσθηκε η συνέχιση του διαλόγου. Ουδέν όμως αναφέρθηκε και για συγκεκριμένα θέματα τα οποία είναι σημαντικά και επηρεάζουν σοβαρά την περαιτέρω ανάπτυξη των διμερών σχέσεων. Μια σιβυλλική φράση του κ. Κοτζιά, με την οποία τόνισε ότι η Ελλάδα επιθυμεί την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας, πιθανότατα να υπονοεί ότι η ελληνική υποστήριξη θα είναι υπό προϋποθέσεις. Θα επαναλάβω ότι οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, που θα μπορούσαν να είναι πρότυπο συνεργασίας στα Βαλκάνια, πρέπει να διεξάγονται σε ένα αυστηρό επίπεδο ανταποδοτικότητας, άλλως θα δημιουργούνται εντυπώσεις υποχωρητικότητας και ανοχών.
Στο ακανθώδες θέμα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων, που ταλανίζει από ετών τις διμερείς σχέσεις με την ΠΓΔΜ, η κυβερνητική αλλαγή που σημειώθηκε προ μηνών, με απομάκρυνση από την εξουσία του Γκρούεφσκι, δημιούργησε κάποιο κλίμα αισιοδοξίας για έναν εποικοδομητικό διάλογο για εύρεση λύσης κοινά αποδεκτής όσον αφορά το όνομα. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, είναι πιθανή η πραγματοποίηση συνάντησης σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών εντός του έτους. Δεν διακινδυνεύουμε καμιά πρόγνωση για σύντομη λύση ενός προβλήματος που δημιουργήθηκε εκ του μη όντος. Τα φαντάσματα του παρελθόντος τα είχε εν μέρει απομακρύνει ο πρώτος Πρόεδρος της γειτονικής χώρας Γκλιγκόροφ με τη γνωστή δήλωσή του για σλαβική καταγωγή των συμπολιτών του, που όμως δεν έτυχαν έγκαιρα αξιοποίησης.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η χώρα μας επηρεάζεται άμεσα από διεθνείς εξελίξεις και γεγονότα, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμα μόνο σε εθνική βάση. Η ανάπτυξη καλών σχέσεων και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που έχει εγκαινιάσει και ακολουθεί εμπράκτως η κυβέρνηση, με εμπνευστή τον υπουργό Εξωτερικών κ. Νίκο Κοτζιά, είναι επιβαλλόμενη και η πλέον ενδεδειγμένη. Προκειμένου όμως να γίνει πειστική και αποδοτική απαιτεί και ευρύτερη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και εκτός αυτής. Η συναίνεση όμως έχει ευρύτερη έννοια. Αφορά και την κατανόηση ότι η αντιμετώπιση των προβλημάτων που απασχολούν τη χώρα, είτε είναι εσωτερικής είτε εξωτερικής φύσης, δεν μπορεί να πραγματοποιείται αυτομάτως και χωρίς κοινή προσπάθεια. Τουλάχιστον στα θέματα εξωτερικής πολιτικής παρατηρείται κάποια σύγκλιση απόψεων.