ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΓΕΛΑΜΕ
ΣΤΕΝΟ ΤΟ ΚΟΡΜΙ, ΔΕΝ ΧΩΡΑΜΕ

Του
Μιχάλη Φιοράντε


Η φύση σάν μάς έπλασε
κάποιος βαθιά γελούσε
γιατί πολλά εγνώριζε
καί δέν τά μαρτυρούσε.
•••
Καθόταν στό περβάζι του
μέ ανοιχτά τά μάτια
καί κοίταζε τά σύννεφα
τά ξένα μονοπάτια.
•••
Τά ξένα όχι γιά αυτόν
αλλά γιά τό κοπάδι:
Τόν δολοφόνο άνθρωπο
τόν λύκο, τό ζαρκάδι.
•••
Αντίπερα η μοναξιά
κρεμόταν απ’ τά δέντρα
«φίλη» τής ανθρωπότητας
μέ όπλο τήν βουκέντρα.
•••
Ακόμα πιό μακρύτερα
κάπου στίς παραλίες
οι μασκοφόροι λούζονταν
μέ αίμα απ’ αντλίες.
•••
Έβλεπε στά ουράνια
νά πίνουν οι Αγγέλοι
λικέρ από τόν Τύρναβο
κι από τό Ζάντε μέλι.
•••
Μέ τό περβάζι συντροφιά
καί φουλ αναισθησία
σκεφτόταν σάν κανίβαλος
τήν ανθρωποθυσία.
•••
Έκανε τό καθήκον του
γιατί διορισμένος
στό ιλαρό Δημόσιο
ήτανε πληρωμένος.
•••
Η μέρα έφευγε ξανά
αλλά ποιός τήν ρωτούσε
πότε θά έρθει μιά αυγή
τούς βλάκες νά κλωτσούσε.
•••
Η νύχτα είναι αδελφή
τού Χάους καί τής νέκρας
καί έχει φάτσα ποταπή
φάτσα σκληρής αφέντρας.
•••
Αυτός εκεί στό πόστο του
καθότι μιζαδόρος
έτρωγε τά χιλιάρικα
χωρίς νά γίνει ντόρος.
•••
Αλλοδαποί καλόγεροι
τόν έλεγαν αφέντη
κι εκείνος τού επρόσφερε
τήν ξενιτιά γιά γλέντι.
•••
Ένας Πασάς απέναντι
ξερά χασκογελούσε
κι έστελνε αερόπλοια
στήν Χώρα πού ποθούσε.
•••
Η Χώρα η αχώρητη
τό παρελθόν σκεφτόταν
όταν τό πασαλίδικο
επάνω της κρεμόταν.
•••
Δέν ήξερε τί νά ειπεί
καί τί νά μολογήσει
καί πέρναγε τήν ώρα της
στού αλκοόλ τήν βρύση.
•••
Ο πράκτορας κοιμότανε
καθότι κουρασμένος
μ’ ένα σακάκι σάβανο
κι απ’ τό φαΐ χεσμένος.
•••
Έτσι η νύχτα διάβηκε
χωρίς κανείς νά μάθει
τί έγινε η σύνταξη
κι άδειασε τό καλάθι.
………………………………
Άν θέλετε νά συναντηθείτε
μέ τόν «καραούλι» βαρδιάνο,
πηγαίνετε στήν τράπεζα.

Σάς περιμένει εκεί, έτοιμος
νά σάς «βουτήξει» τό EURO τής φτώχειας σας.


Σχολιάστε εδώ