Πού πάμε; Αναρωτηθήκαμε;

Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Θα πρέπει κάποια στιγμή ν’ αποφασίσουμε εάν θέλουμε να έχουμε σημαία. Ένα εθνικό σύμβολο που το τιμούν όλα τα έθνη της γης. Όμως εμείς ένας λαός ανακόλουθος που τρώει τις σάρκες του εκδικούμενος τον ίδιο τον εαυτό του μπορεί να την χαρίσουμε, να την κάψουμε, να την κάνουμε ξεσκονόπανο μια και άνδρες, νέοι πρότυπα της νεολαίας την θεωρούν ένα πανί που μπορεί να ποδοπατούμε για να μην την χρησιμοποιούμε στις παρελάσεις, θεωρώντας αυτήν την πράξη, πράξη φασιστική. Ρεμπέτ ασκέρι δηλαδή ασύδοτο χωρίς εθνικά σύμβολα και αξίες, ξεχνώντας τα Καλάβρυτα όταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το σύμβολο του έθνους κηρύσσοντας τον αγώνα κατά των Τούρκων, ούτε όταν ο κ. Γλέζος είχε την τόλμη και το θάρρος ν’ ανέβει στην Ακρόπολη να κατεβάσει την Γερμανική σημαία και ν’ ανεβάσει την Ελληνική. Αυτά όλα δεν σημαίνουν τίποτα; Με κίνδυνο της ζωής του θέλησε να τονίσει ότι εδώ ήταν Ελλάδα.

Όλα αυτά ξεχάστηκαν; Ή εμείς οι αυτοκαταστροφικοί θεωρούμε ότι μπορεί απαξιώνοντας ένα σύμβολο να εκδικηθούμε για τις δυσκολίες που πλήττουν τη κοινωνία και ν’ αφεθούμε σε μια χώρα που τίποτα δεν σέβεται. Ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει αδιαφορώντας για τον διπλανό του, σκοτώνοντας για ένα κινητό τηλέφωνο, που θα μας εξασφαλίσει την Νιρβάνα, κάνοντας μας ένα ον άβουλο, αναίσθητο χωρίς στόχους ζώντας μόνο το σήμερα.

Πού πάμε αναρωτηθήκαμε; Νομίζω πως όλοι τρέμουμε στην σκέψη μιας άδικης ανάξιας ζωής για τα παιδιά μας αφού τίποτα δεν μας ταρακουνάει αλλά και από την άλλη μεριά συμβιβαζόμαστε με τα λόγια τα μεγάλα. Πιστεύοντας ακόμη στο θαύμα. Πού ξέρεις; Ίσως κάποτε αντιληφθούμε ότι ζωή δεν είναι μόνο η καλοπέραση, το ψεύτικο χρήμα που είχαμε να σκορπάμε σαν τους μεγιστάνες πληρώνοντας το τώρα με απεχθείς όρους, με φτώχεια, με πείνα. Όμως στ’ όνειρα, τη χαρά, τους στόχους μπορεί να μας τους προσφέρει μια ζωή ήπια πιο φυσική, με την δουλειά και με την πίστη μας σε μια πατρίδα που σέβεται τον εαυτό της αφού σέβεται το ένα και μοναδικό της σύμβολο την σημαία της που δεν την χαρίζει σε κανέναν.

Πως θα ξεχάσω εκείνα που με τόσο πάθος κι αγάπη μου μίλαγε ο πατέρας μου για το 1940. Για την σημαία που φύλαγαν σαν κόρη οφθαλμού μη πέσει απ’ τον σημαιοφόρο και κυλιστεί στην λασπωμένη γη ή την αδελφή του μια μοναχική κυρία που ερχόμενη η οικογένεια από το διωγμό του 1923 φύλαγαν την σημαία κρυμμένη στο μπαούλο για να την σηκώσουν υπερήφανη στην πόρτα τους την κατάλληλη ώρα. Μπήκαν οι Γερμανοί μου είπε μια μέρα να ψάξουν το σπίτι και βλέποντας πάνω-πάνω στο μπαούλο διπλωμένη με ευλάβεια το ελληνικό σύμβολο χαιρέτισαν στρατιωτικά, ενώ μια ταραχή φάνηκε στα τρεμάμενα χέρια του Γερμανού στρατιώτη και το βλέμμα γέμισε συγκίνηση. Ξαφνικά φάνηκε σαν ένας άνθρωπος οικείος και ήρεμος που ήξερε να σέβεται ό,τι πιο ιερό την σημαία μας.

Είναι αλήθεια λοιπόν ότι πάνω απ’ όλα έχει η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός στο εθνικό μας σύμβολο που ανεβάζει την ψυχή μας και την κάνει να πετά καθώς αναδιπλώνεται με το φύσημα του αέρα.


Σχολιάστε εδώ