Πειραματισμοί σε Ελληνοαλβανικά
και Σκοπιανό
– «Διάλογος για τον διάλογο», με οφέλη για τα Τίρανα και τα Σκόπια
Επικίνδυνους πειραματισμούς στα δύο κρίσιμα μέτωπα της βαλκανικής πολιτικής μας επιχειρεί ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, καθώς μπαίνει σε διάλογο με την Αλβανία, τη στιγμή που ο Έντι Ράμα κλιμακώνει τις ανθελληνικές επιθέσεις, ενώ δείχνει να στηρίζει τις προσδοκίες του για λύση στο Σκοπιανό στα καλά… λόγια του Ζόραν Ζάεφ.
Η τριήμερη συνάντηση, στην οποία έχει καλέσει στην Κρήτη τον αλβανό ομόλογό του Ντιτμίρ Μπουσάτι με το επιτελείο του, με τη φιλοδοξία ότι έτσι θα γίνει η άρση της στασιμότητας στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, δείχνει λανθασμένη προσέγγιση των διμερών σχέσεων, καθώς το πρόβλημα με τα Τίρανα δεν είναι τα τελευταία 26 χρόνια η… μεθοδολογία αλλά η ουσία.
Και το κύριο εμπόδιο μετά την πλήρη εγκατάλειψη του Βορειοηπειρωτικού από την Ελλάδα είναι ο αλβανικός εθνικισμός, που γιγαντώθηκε κυρίως μετά τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου, που σηματοδότησε την αποθράσυνση του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού.
Τους τελευταίους μήνες, ο κ. Ράμα, πολιτικός που έχει ευνοηθεί ποικιλοτρόπως από την Ελλάδα, από την εποχή ακόμη της δημαρχίας του στα Τίρανα, συντονίζει και κατευθύνει μια πολιτική που χαρακτηρίζεται από βαθύ ανθελληνισμό και μέσα από αυτήν την πολιτική επιχειρεί να δημιουργήσει και διαχωριστικά τείχη στο εσωτερικό της Αλβανίας, κατηγορώντας λίγο-πολύ ως πράκτορες της Ελλάδας όσους καταδικάζουν τις επιθέσεις του εναντίον της Αθήνας και της ελληνικής μειονότητας.
Ο κ. Ράμα έχει κάθε λόγο να επιστρατεύει αυτήν τη ρητορική προκειμένου να αντιμετωπίσει τη σφοδρή κριτική που δέχεται για τις ευθύνες του στη μετατροπή της Αλβανίας στη μεγαλύτερη παραγωγό χασίς στην Ευρώπη και κέντρο διακίνησης ναρκωτικών και ειδικά για την προσωπική εμπλοκή του στα κυκλώματα αυτά.
Σε αυτό το κλίμα και ενώ έχουν προηγηθεί οι ανταλλαγές επιθετικών ανακοινώσεων μεταξύ Αθηνών και Τιράνων με αφορμή τα ζητήματα της μειονότητας και την προσπάθεια αφελληνισμού της Χειμάρρας, αποφασίσθηκε με πρόταση του κ. Κοτζιά να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο συνολικής συζήτησης και αντιμετώπισης των διμερών προβλημάτων υπό μορφή πακέτου, οπού σε κάθε καλάθι θα θέτει η κάθε πλευρά ένα θέμα που την ενδιαφέρει.
Δεν είναι γνωστό εάν είχε υπάρξει οποιαδήποτε προσυμφωνία για την ατζέντα της συνάντησης ή για τον τρόπο που θα δομηθεί αυτή η πρωτόγνωρη διαδικασία, που ταιριάζει μάλλον σε τελική φάση μιας προσπάθειας επίλυσης διαφορών μεταξύ δύο κρατών και όχι στην αφετηρία της.
Με τη μέθοδο αυτή η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί για τα αυτονόητα ζητήματα, όπως είναι η προστασία των δικαιωμάτων των αλβανών πολιτών, μελών της ελληνικής εθνικής μειονότητας, να διαπραγματεύεται στο ίδιο καλάθι τα δικαιώματα των Τσάμηδων, ενώ θα ζητά την εκπλήρωση της δέσμευσης για την ίδρυση των δύο στρατιωτικών νεκροταφείων, την ώρα που οι Αλβανοί θα ζητούν νεκροταφείο για τα θύματα της… «Γενοκτονίας των Τσάμηδων».
Βεβαίως, οι κινήσεις αυτές που επιχειρεί τώρα το ελληνικό ΥΠΕΞ εκδηλώνονται ενώ το επόμενο διάστημα θα κλιμακωθεί η πίεση για τη λήψη απόφασης για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας με την ΕΕ.
Η Αθήνα θα μπορεί να ισχυρισθεί ότι κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την αντιμετώπιση των διμερών προβλημάτων με την Αλβανία, αλλά δεν υπήρξε πρόοδος και συνεπώς δεν μπορεί να δώσει το πράσινο φως.
Όμως η έλλειψη προόδου στη διαδικασία των εν κρυπτώ συνομιλιών που επρόκειτο να διεξαχθούν στην Κρήτη (από την Πέμπτη έως το Σάββατο) αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε νέα όξυνση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και σε υποχρεωτικό βέτο στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας με την ΕΕ, επιλογή που δεν θα είναι χωρίς κόστος για την Αθήνα.
Σε ό,τι αφορά στα Σκόπια,
η Αθήνα παρακολουθεί όλο αυτό το διάστημα την υποδειγματική δημόσια διπλωματία που ασκεί ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ και ο έμπειρος ΥΠΕΞ Νίκολα Δημητρόφ με σκοπό να πείσουν τη διεθνή κοινή γνώμη αλλά και ξένα κέντρα αποφάσεων ότι λίγο-πολύ έχουν κάνει νέα βήματα (σε επίπεδο κλίματος φυσικά) προς την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας, συνεπώς και η Ελλάδα πρέπει να κάνει μερικά ακόμη βήματα μέχρι να βρεθεί η συμβιβαστική λύση.
Με τρόπο ιδιαίτερα επιδέξιο μάλιστα, η σκοπιανή ηγεσία διαρρέει ότι είναι έτοιμη να δεχθεί… αλλαγή του συνταγματικού ονόματος προκειμένου να ενταχθεί η χώρα στο ΝΑΤΟ και να αρχίσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ. Προβάλει μάλιστα αυτήν την ετοιμότητα ως μεγάλη παραχώρηση.
Αυτό φυσικά που δεν λέει είναι ότι από το 1995, όταν η Ελλάδα δέχθηκε να υπογραφεί η Ενδιάμεση Συμφωνία, τα Σκόπια είχαν αναλάβει την υποχρέωση να βρεθεί άμεσα μια συμβιβαστική πρόταση για το θέμα της ονομασίας ώστε να αντικατασταθεί το συνταγματικό όνομα.
Συγχρόνως, ο κ. Ζάεφ, που έχει αποφύγει συστηματικά να αναφερθεί λεπτομερώς στις θέσεις του για το ονοματολογικό, δηλώνει μεν ότι είναι σημαντική για την ευρωατλαντική πορεία της χώρας η εξεύρεση λύσης στο θέμα της ονομασίας, δεν έχει όμως δηλώσει εάν μπορεί να συναντήσει την ελληνική θέση σε ό,τι αφορά το εύρος χρήσης της, το erga omnes.
Χωρίς κάτι τέτοιο και χωρίς να υπάρξει σαφής συμφωνία για τα παράγωγα, δεν θα μπορεί να υπάρξει λύση που να μπορεί να σταθεί στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Όσο για τις υποτιθέμενες κινήσεις καλής θέλησης εκ μέρους των Σκοπίων για άμεση απομάκρυνση των αγαλμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Φιλίππου ή για αλλαγή του ονόματος του Αεροδρόμιου «Μέγας Αλέξανδρος», είναι προφανές ότι περισσότερο λειτουργούν προς το παρόν ως μέσο δημόσιων σχέσεων και προπαγάνδας. Τα Σκόπια μάλιστα πιθανότατα θα χρησιμοποιήσουν και πάλι το πακέτο των «συμβόλων» στα παζάρια με το όνομα και τα άλλα θέματα που θέτει η σκοπιανή πλευρά.
Και το μείζον ερώτημα που προκύπτει και στο ελπίζουμε να διαψευσθούμε είναι: Για ποιον λόγο ο κ. Κοτζιάς και η ελληνική κυβέρνηση δείχνουν να βιάζονται να κλείσουν τα προβλήματα στις σχέσεις με Αλβανία και ΠΓΔΜ, όταν οι προϋποθέσεις ή τουλάχιστον οι ειλικρινείς διαθέσεις της άλλης πλευράς δεν έχουν διαπιστωθεί εμπράκτως;
Η διαρκής «συζήτηση για τη συζήτηση» δεν οδηγεί παρά στον εγκλωβισμό σε μια διαδικασία η οποία απλώς εμπεδώνει και νομιμοποιεί τις θέσεις της άλλης πλευράς και εξωραΐζει την εικόνα τόσο του εθνικιστή Έντι Ράμα όσο και του «μακεδονικού» εθνικισμού στα ματιά της διεθνούς κοινής γνώμης.
Κωνσταντίνος Τσάκαλος