Η θυσία των φορολογουμένων
για τη διάσωση των τραπεζών
Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
-Η μετάβαση της χώρας στη δεύτερη ταχύτητα της Ευρώπης
Η ομολογία Ντάισελμπλουμ, ο οποίος τόνισε ότι για τη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών θυσιάστηκαν οι φορολογούμενοι, σημάδεψε την αποχώρησή του από την προεδρία του Eurogroup. Η αλήθεια αυτή κρύφτηκε με χονδροειδείς κατηγορίες για «άσωτους και τεμπέληδες νότιους», με πρώτους τους Έλληνες. Σήμερα όμως βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση. Περικοπές μισθών, συντάξεων και πλειστηριασμοί ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας θα πρέπει να διασώσουν πάλι τις τράπεζες.
Η συνέχιση των θυσιών περιβάλλεται με το φωτοστέφανο της σωτηρίας, του τέλους των Μνημονίων. Η αλλαγή κλίματος στις συνεννοήσεις με τους δανειστές φάνηκε από την αρχή της τρίτης αξιολόγησης. Είχε βέβαια παρατηρηθεί η συμφωνία κυβέρνησης και ευρωπαίων δανειστών, που «απομόνωσε» το ΔΝΤ στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Η συμφωνία με τους Ευρωπαίους έχει ως βάση την ονομαστική έξοδο από το Μνημόνιο, που εξυπηρετεί πολιτικά και τις δύο πλευρές, για διαφορετικούς λόγους. Με ποιους όρους είναι όμως δυνατή η έξοδος, με το χρέος να ανέρχεται στο 180% του ΑΕΠ, όταν η χώρα εισήλθε στο πρόγραμμα με χρέος 120% του ΑΕΠ; Η απάντηση έχει τρεις πτυχές:
1. Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι ο τρόπος που αποπληρώνεται το χρέος.
2. Η μετατροπή του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο θα εξασφαλίσει την πρόσθετη εποπτεία που θα διατηρήσει τον ασφυκτικό έλεγχο του προϋπολογισμού.
3. Οι δανειστές θα εξασφαλίσουν την έξοδο στις αγορές, απαλασσόμενοι από τη χρηματοδοτική στήριξη μιας ζώνης χαμηλών μισθών και χαμηλού κόστους παραγωγής.
Υπενθυμίζεται ότι τον Ιανουάριο του 2010 το ΔΝΤ άλλαξε τους κανόνες του για να συμμετάσχει στα δύο πρώτα Μνημόνια και το 2016 τους άλλαξε πάλι και αυτό δεν έχει επιτρέψει τη συμμετοχή του με χρηματοδότηση στο τρίτο Μνημόνιο, όσο οι Ευρωπαίοι δεν μειώνουν το χρέος. Στα δύο πρώτα Μνημόνια το ΔΝΤ διευκόλυνε τους ευρωπαίους δανειστές να απαλλαγούν από την έκθεση των τραπεζών τους στο ελληνικό χρέος. Σήμερα διευκολύνει την ελληνική κυβέρνηση να συνδέσει το δημοσιονομικό πρόβλημα με την ελάφρυνση του χρέους. Δεν τη διευκολύνει όμως στον διαχωρισμό των μεταρρυθμίσεων από τα δημοσιονομικά κενά που δημιουργούνται, γεγονός που δεν επέτρεψε την αμφισβήτηση του στόχου 3,5%. Διότι η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων ακυρώνει κάθε συζήτηση για αναδιάρθρωση (μείωση) του χρέους.
Ας θυμηθούμε πως το πρώτο Μνημόνιο βασίστηκε στην παραδοχή ότι η Ελλάδα θα επιτύγχανε πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 6% του ΑΕΠ. Το ΔΝΤ συνέχισε με το δεύτερο Μνημόνιο να εκτιμά εφικτή την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 4,5%. Οι παραδοχές αυτές έγιναν δεκτές επειδή μόνο έτσι έβγαιναν τα νούμερα βιωσιμότητας, χωρίς διαγραφή χρέους, όπως ήθελαν οι ευρωπαίοι δανειστές.
Το ΔΝΤ, μετά την επανεκλογή της κ. Λαγκάρντ, συνέχισε την παράδοση των ανεδαφικών παραδοχών, επιμένοντας σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%. Σήμερα όμως το ΔΝΤ προτείνει πως «ό,τι δεν μπορεί να καλυφθεί από τη λήψη νέων μέτρων, θα πρέπει να καλυφθεί από τη μείωση χρέους». Ο κ. Σόιμπλε έσπευσε να «συμφωνήσει», με τη διευκρίνηση όμως ότι «όλα μπορούν να καλυφθούν με νέα μέτρα μέχρι το 2025». Οι συντάξεις μπήκαν λοιπόν στο κρεβάτι του Προκρούστη και η μείωσή τους «γλυκαίνεται» με την προοπτική απλής επιμήκυνσης του χρέους.
Όμως το κόψιμο των συντάξεων δεν θα κάνει το χρέος βιώσιμο παρά μόνο για λίγα χρόνια, αν δεν υπάρξει ισχυρή ανάκαμψη. Για τον λόγο αυτό παρατηρούμε σήμερα μια καταιγίδα θετικών δηλώσεων και εκτιμήσεων για προοπτικές ανάκαμψης, μείωσης της ανεργίας, επίτευξη στόχων, αλλά βέβαια και γρήγορη διεκπεραίωση των πλειστηριασμών των «κόκκινων» δανείων για τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης για έξοδο στις χρηματαγορές. Το χρονικό όριο προσδιορίστηκε στο 2025, γιατί μέχρι τότε θα έχουν ολοκληρωθεί οι μεταρρυθμίσεις του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου στο νέο καθεστώς «πολλών ταχυτήτων».
Οι μεταρρυθμίσεις της Ευρωζώνης θα δημιουργήσουν ένα πλαίσιο αυξημένης εποπτείας της πορείας της ελληνικής οικονομίας μετά το 2018. Το πλαίσιο αυτό προσδιορίζεται από τους δημοσιονομικούς στόχους του μεσοπρόθεσμου και τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ, λαμβάνοντας υπόψη την ετήσια ρήτρα αποπληρωμής χρέους έως 15% του ΑΕΠ.
Έτσι, μετά τον Αύγουστο του 2018, θα υπάρχει η δημοσιονομική εποπτεία που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας για τις χώρες της Ευρωζώνης με χρέος πάνω από 60%. Όμως η γερμανική στρατηγική για την Ευρωζώνη έχει προβλέψει τη μετατροπή του μηχανισμού διάσωσης (ESM) σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Εάν εγκριθεί η εποπτική λειτουργία του ESM, εκτός της Κομισιόν, στην εφαρμογή των δεσμεύσεων μέχρι την αποπληρωμή του 75% του χρέους η εποπτεία θα είναι ασφυκτική και εφιαλτική, αφού η σύνδεση του συνταξιοδοτικού με την αποπληρωμή του χρέους θα συνεχίσει να μειώνει -εκτός άλλων- τις συντάξεις.
Το σενάριο έχει ιδιαίτερες δυσκολίες όσον αφορά τις τράπεζες, που μέχρι την άνοιξη θα πρέπει να έχουν επιτύχει μια σημαντική απομείωση του όγκου των «κόκκινων» δανείων και χρονοδιάγραμμα απαλλαγής από τα νέα.
Η προοπτική παραχώρησης ευρωπαϊκής προληπτικής γραμμής ως εγγύηση έχει αποκλεισθεί. Για τον λόγο αυτό έχει προεγκριθεί η γραμμή του ΔΝΤ και ξεκίνησε προσπάθεια συσσώρευσης ενός αποθέματος 10-12 δισ. ευρώ. Αυτό θα γίνει μέσω των νέων εκδόσεων βραχυπρόθεσμου χρέους και τις επιστροφές κερδών των ομολόγων των κεντρικών τραπεζών. Το σενάριο αυτό βέβαια επιφυλάσσει διαρκή στασιμότητα και οδηγεί κατευθείαν σε καθεστώς δεύτερης ταχύτητας στη νέα Ευρώπη, που έχει διαγράψει την αλληλεγγύη.